Νόμος για συνεπιμέλεια: Έναν χρόνο μετά όλα δυσκολότερα

Αλιεύει η Σίσσυ Βώβου/ Γράφει η Μαρία Λούκα

Πέρασε πλέον ένας χρόνος και κάτι από την ταραχώδη ψήφιση του νόμου 4800/2021, του νόμου Τσιάρα ή νόμου «για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια», όπως καθιερώθηκε στον δημόσιο διάλογο. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα από μια αδιαφανή διαδικασία, αδιαφορώντας για τις απόψεις και τις αναλύσεις νομικών και επιστημονικών κύκλων που επεσήμαναν τις προβληματικές διατάξεις του νομοθετήματος, κλείνοντας την πόρτα σε γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις που στην συντριπτική τους πλειοψηφία τάχθηκαν κατά των ρυθμίσεων, παραμερίζοντας τις ισχυρές διαφωνίες κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και βουλευτριών του κυβερνώντος κόμματος, προχώρησε στην ψήφιση.

Οι πολιτικές, όμως, πρέπει να αποτιμώνται. Να γυρνάς πίσω και να αξιολογείς αν έχουν βελτιώσει ή επιδεινώσει μια κατάσταση, αν έχουν λύσει ή πολλαπλασιάσει τα προβλήματα και αν εν τέλει έχουν αμβλύνει αδικίες ή απλώς έχουν προσφέρει μερικά εργαλεία ακόμα στα χέρια των ισχυρών – όπου μιλώντας για έμφυλες σχέσεις οι ισχυροί είναι κατά βάση οι άνδρες.

Ο νέος νόμος προβλέπει διευρυμένες δυνατότητες ρύθμισης της επιμέλειας και της επικοινωνίας, με ποσοτικοποίηση μάλιστα στο 1/3 του χρόνου, εναλλασσόμενη κατοικία, αναγκαστική συναίνεση για μια σειρά από ζητήματα και δυνατότητα συχνών προσφυγών στη δικαιοσύνη ή στον θεσμό της διαμεσολάβησης σε περίπτωση διαφωνίας. Και η αλήθεια είναι πως αν διαβάσεις τη συνεπιμέλεια ως λέξη αποκομμένη από κοινωνικές, ταξικές και πολιτισμικές συντεταγμένες, φαντάζει ιδανική. Αν, όμως, την εντάξεις στο συγκείμενο των έμφυλων ανισοτήτων και των πολλαπλών μορφών ενδοοικογενειακής βίας, αυτομάτως θα προσλάβει άλλο νόημα. Η συνεπιμέλεια προϋποθέτει διάθεση και έδαφος συνεννόησης και επίσης, τη μη ύπαρξη κακοποιητικών συμπεριφορών προς τη γυναίκα ή/και το παιδί.
Οι δικαστικές προσφυγές έχουν αυξηθεί, με το παραμικρό θα πάει κάποιος γονέας στο δικαστήριο τον άλλον και συχνά ο γονέας που το κάνει αυτό, είναι που έχει τη μεγαλύτερη οικονομική και ψυχική άνεση – στη χώρα μας που είναι τελευταία στους δείκτες ισότητας στην Ευρώπη, συνήθως είναι οι άνδρες.

Η Ιωάννα Στεντούμη είναι δικηγόρος, εξειδικευμένη σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου και εμφυλης βίας και μιλάει με βάση την εμπειρία της για την μέχρι τώρα εφαρμογή του νόμου:

«Έχουμε μια πλειάδα αποφάσεων που προσπαθούν να εξειδικεύσουν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού – το μόνο κριτήριο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη – και κατά τη γνώμη μου κάποιες το ιεραρχούν σωστά, ωστόσο υπάρχουν και αρκετές που μένουν στο γράμμα του νόμου για την από κοινού άσκηση επιμέλειας άνευ άλλου τινός. Το ότι είναι τόσο διαφορετικά τα κριτήρια που ιεραρχούνται μεταξύ δικαστικών  αποφάσεων αλλά και η ερμηνεία του νόμου (που είναι πράγματι ασαφής σε πολλά σημεία) δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου στο βαθμό που η νομολογία συνιστά πηγή δικαίου. Ευτυχώς έχουμε δικαστικές αποφάσεις που απορρίπτουν την από κοινού επιμέλεια σε γονείς που ήταν απόντες/αδιάφοροι τα προηγούμενα χρόνια ή που δεν μπορούν να συνεννοηθούν, γιατί βάση της συνεπιμέλειας είναι η δυνατότητα συνεννόησης και για αυτό η υποχρεωτικότητα δε μπορεί να λειτουργήσει. Έχουμε δε διεκδικήσεις από κοινού επιμέλειας για μωρά που μπορεί να θηλάζουν ακόμα και δυστυχώς δικαστικές αποφάσεις που χωρίζουν βρέφη από μητέρες στα πλαίσια της τήρησης του νόμου. Κάτι τέτοιο είναι καταστροφικό για τα βρέφη που ξαφνικά χωρίζονται βίαια από τη μητέρα τους και διαλυτικό για τις μητέρες και μάλιστα σε μια περίοδο (λοχεία) που πρέπει να προστατεύονται.
Οι δικαστικές προσφυγές έχουν αυξηθεί, με το παραμικρό θα πάει κάποιος γονέας στο δικαστήριο τον άλλον και συχνά ο γονέας που το κάνει αυτό, είναι που έχει τη μεγαλύτερη οικονομική και ψυχική άνεση – στη χώρα μας που είναι τελευταία στους δείκτες ισότητας στην Ευρώπη, συνήθως είναι οι άνδρες. Γυναίκες δε, που δεν έχουν χωρίσει καν με τον σύζυγό τους, ούτε είναι σε διάσταση με αυτόν, εκβιάζονται να μην αποδεχθούν για παράδειγμα διορισμό στην επαρχία, γιατί θα ρισκάρουν να χάσουν τη επιμέλεια του παιδιού τους αν φύγουν  – λειτουργεί δηλαδή εκβιαστικά με διάφορους τρόπους, προς πειθάρχηση των «ανυπάκουων» συζύγων, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο χάνουν και την όποια οικονομική ανεξαρτησία τους. Δημιουργούνται πλέον διαμάχες για την κάθε λεπτομέρεια, ακόμα και για το σε ποιον παιδίατρο θα πηγαίνει το παιδί και βέβαια αυτά προκαλούν σύγχυση στα παιδιά, ενώ πολλά παρέμειναν εκτός σχολείου, μέχρι να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις. Έχουν γίνει όλα πιο μπερδεμένα και δύσκολα, θίγοντας επί της ουσίας το πιο ευάλωτο μέρος, το οποίο γίνεται ακόμα πιο ανασφαλές.»

 

Πράγματι, σύμφωνα με το Δείκτη Ισότητας των Φύλων που δημοσιεύτηκε το 2021 από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση. Οι γυναίκες πληρώνονται κατά 12,5% λιγότερο από τους άνδρες για την ίδια εργασία, ενώ πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και τις επισφαλείς σχέσεις εργασίας. Στα ζευγάρια με παιδιά το χάσμα στην παροχή φροντίδας παραμένει μεγάλο, με το 85% των γυναικών να φροντίζουν κι άλλα άτομα στην καθημερινότητα τους και αντιστοίχως μόνο το 46% των ανδρών. Πρακτικά οι γυναίκες έχουν λιγότερα χρήματα και φροντίζουν περισσότερο, πράγμα που σημαίνει ότι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις συνεχόμενες πολυδάπανες δικαστικές διενέξεις.

Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα και για την Σίσσυ Βωβού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της φεμινιστικής οργάνωσης «Μωβ», στην οποία έχουν απευθυνθεί αρκετές γυναίκες:

«Καταγράφονται κάποιες κραυγαλέα αρνητικές αποφάσεις, όπως το να αποφασίζεται θηλάζον βρέφος να φύγει 40 μέρες με τον πατέρα, ειδικά στη Θεσσαλονίκη έχουμε κακές αποφάσεις, στην Αθήνα όχι τόσο πολύ προς το παρόν. Γίνεται ένας αγώνας να ανακαλύπτουμε τα βάσανα που συνεπάγονται για το παιδί και τις γυναίκες από την εφαρμογή του νόμου. Έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι δικαστικές προσφυγές, που είναι μια τρομερή οικονομική αιμορραγία για τις γυναίκες και επιφέρουν μεγάλη ψυχική φθορά. Τα οικονομικά των γυναικών είναι πάντα χειρότερα από των ανδρών με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την οδό της διαρκούς δικαστικής διαμάχης. Έχουμε γυναίκες που έχουν χαλάσει 15.000 και 30.000 ευρώ στα δικαστήρια.»

Έχει μια σημασία αυτή η παράμετρος γιατί καταδεικνύει ότι αυτό που εκπληρώνεται δεν είναι πάντα απαραίτητα το συμφέρον του παιδιού αλλά ενίοτε το συμφέρον του οικονομικά ισχυρότερου, εκείνου που αντέχει να τρέχει στα δικαστήρια και επιπρόσθετα επιδεινώνεται η ούτως ή αλλως κακή οικονομική κατάσταση των γυναικών. Παράλληλα, οι μητέρες που ζουν σε άλλη πόλη μπορεί να εξαναγκαστούν να απορυθμίσουν την καθημερινότητα τους ή να στερηθούν ουσιώδεις δυνατότητες για εργασία ή υποστήριξη στην ανατροφή των παιδιών. Μια μητέρα σε διάσταση ή σε χωρισμό που έχει την επιμέλεια του παιδιού, μπορεί να μετακόμισε σε άλλη πόλη από τον πατέρα είτε γιατί βρήκε μια δουλειά, είτε για να είναι κοντά στους γονείς της ώστε να τη βοηθούν, είτε γιατί είχε την ευκαιρία για ένα άλλο ξεκίνημα στη ζωή της. Με μια κακή δικαστική απόφαση που θα τηρεί το γράμμα του νέου νόμου, όλα αυτά ενδεχομένως να εξανεμιστούν και να πρέπει να επιστρέψει στην πόλη που ζει ο πατέρας. Τέτοιες ανακατατάξεις λειτουργούν αποδιαρθρωτικά και για τα παιδιά που έχουν συγκροτήσει δεσμούς και συνήθειες σ’ ένα περιβάλλον. Πολλώ δε μάλλον που η διάταξη περί εναλλασσόμενης κατοικίας είναι αντιλειτουργική ακόμα και για γονείς που ζουν στην ίδια πόλη αλλά σε διαφορετικό δήμο, γιατί τα παιδιά πρέπει να πάνε σχολείο και να συμμετάσχουν απρόσκοπτα στις διάφορες δραστηριότητες που έχουν επιλέξει. Δύναται να ισχύσει δε αδιακρίτως ακόμα και για παιδιά που μπορεί να πάσχουν από κάποια σοβαρή ασθένεια ή να είναι νευροδιαφορετικά και να έχουν ανάγκη συγκεκριμένες προδιαγραφές φροντίδας και σταθερό πλαίσιο αναφοράς. Δυστυχώς, έχουν κατατεθεί και τέτοιες αιτήσεις.

Τα οικονομικά των γυναικών είναι πάντα χειρότερα από των ανδρών με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την οδό της διαρκούς δικαστικής διαμάχης. Έχουμε γυναίκες που έχουν χαλάσει 15.000 και 30.000 ευρώ στα δικαστήρια.

Μια ακόμα βλαπτική διάσταση που έχει παρατηρηθεί σχετίζεται με το πώς ο νόμος έχει αξιοποιηθεί από ορισμένους πατεράδες κυρίως ως μέσο μείωσης του ποσού της διατροφής: «Η δική μου εμπειρία είναι ότι οι γυναίκες παραιτούνται από αξιώσεις διατροφής ή αποδέχονται εξευτελιστικά ποσά για να μην διεκδικήσει η άλλη πλευρά την από κοινού επιμέλεια. Υπάρχουν πατεράδες απόντες για δύο και τρία χρόνια, οι οποίοι δεν είχαν αιτηθεί καν επικοινωνία και τους παρακαλούσε η μητέρα για ένα τηλεφώνημα στο παιδί τους, που ξαφνικά εμφανίζονται και καταθέτουν αίτηση από κοινού επιμέλειας με μόνο στόχο να μειωθεί το ύψος της διατροφής. Έχω υπόψη μου περίπτωση με παιδί στην εφηβεία που είχε διευθετηθεί το θέμα της επικοινωνίας με αναγνωρισμένο τον φροντιστικό ρόλο της μητέρας και ο πατέρας επικοινώνησε το αίτημα του για από κοινού επιμέλεια, επειδή διαφωνούσε με το ύψος της διατροφής. Όταν η μητέρα παραιτήθηκε από τη διατροφή του παιδιού και αποδέχτηκε να πληρώνει μόνο ένα μικρό ποσό για το φροντιστήριο ο πατέρας, ως δια μαγείας το αίτημα για από κοινού επιμέλεια εξαφανίστηκε» αναφέρει η Ιωάννα Στεντούμη.

Το άλλο σοβαρότατο ζήτημα που είχε υπογραμμιστεί και πριν την ψήφιση του νόμου είναι πως εγκλωβίζει γυναίκες και παιδιά σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και εκθέτει τις επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους στους κακοποιητές. Σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς, μόνο με οριστική απόφαση το δικαστήριο δύναται να αφαιρέσει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια από τον κακοποιητή. Αυτό με τους ρυθμούς της ελληνικής δικαιοσύνης είναι κάμποσα χρόνια, τρία ή και περισσότερα, κατά τη διάρκεια των οποίων μια γυναίκα πρέπει να είναι σε επικοινωνία με τον κακοποιητή της και να βιώνει το άγχος ότι το παιδί θα περνάει κάποιο χρόνο μαζί του. Ο νέος νόμος παραβιάζει και τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης μη αποκλείοντας τη διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Ενώ δεν υπάρχει καν πρόβλεψη για άμεση και εκ του νόμου αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τους γυναικοκτόνους.

Το άλλο σοβαρότατο ζήτημα που είχε υπογραμμιστεί και πριν την ψήφιση του νόμου είναι πως εγκλωβίζει γυναίκες και παιδιά σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και εκθέτει τις επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους στους κακοποιητές.

«Μητέρες θύματα βίας έχουν βρεθεί εκτεθειμένες, γιατί αν δεν πρόκειται για σοβαρή σωματική βία που να τεκμηριώνεται από ιατροδικαστικές υπηρεσίες, δεν μπορούν να θεμελιώσουν ότι ο πατέρας είναι κακοποιητής ώστε να έχουν περισσότερες πιθανότητες να ασκούν αποκλειστικά την επιμέλεια του παιδιού τους -γιατί με το νόμο αυτό τίποτα δεν είναι βέβαιο. Μπορεί εισαγωγικά να αναφέρει ότι ερμηνεύεται με βάση τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αλλά όλες του οι διατάξεις συνηγορούν για το αντίθετο. Η βία, ωστόσο, δεν είναι πάντα ορατή αλλά είναι επαχθής. Υπάρχουν γυναίκες που δέχονται συστηματικά απαξίωση, προσβολές και ύβρεις μπροστά στο παιδί, οικονομικό στραγγαλισμό, ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση, ακόμα και σωματική κακοποίηση που δεν είναι εμφανής ούτε θα προκύψει από μια ιατροδικαστική έκθεση, όπως το χαστούκι ή το τράβηγμα μαλλιών. Και είναι τρομοκρατημένες. Προσωπικά δεν έχω ξαναδεί τέτοιον τρόμο. Φοβούνται να χωρίσουν γιατί σκέφτονται πως θα αναγκαστούν να είναι σε διαρκή επικοινωνία με τον άνθρωπο από τον οποίο θέλουν να ξεφύγουν και ταυτόχρονα θα περνάει το παιδί τους μόνο του χρόνο με ένα βίαιο πατέρα» σημειώνει η Ιωάννα Στεντούμη.

Από την πλευρά της η Σίσσυ Βωβού τονίζει: «Έχουμε περιπτώσεις γυναικών που έχουν υποβάλλει μηνύσεις για ενδοοικογενειακή βία και τις αποσύρουν λόγω εκφοβισμού. Οι γυναίκες ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να τα βγάλεις πέρα με τα δικαστήρια, ειδικά εάν δεν έχουν ισχυρά ιατροδικαστικά στοιχεία, γιατί οι άνδρες είθισται να κατηγορούν τις γυναίκες για ψευδείς καταγγελίες. Φοβούνται ακόμα και να βάλουν τον πατέρα φυλακή για να μην στιγματιστεί το παιδί, έχοντας πατέρα κρατούμενο.  Ας αναλογιστούμε, επίσης, με ποιο τρόπο ενδέχεται να εγγραφούν οι κακοποιητικές συμπεριφορές του πατέρα στα παιδιά. Έχουμε ασχοληθεί με την υπόθεση μιας γυναίκας που έχει κακοποιηθεί άγρια, της έχει σπάσει το κεφάλι και τη σπονδυλική στήλη και τρέχει συνέχεια σε γιατρούς. Το κορίτσι της είναι 14 ετών και είναι μαζί της αλλά ο γιος της που είναι 19 ετών έχει αντιγράψει το κακοποιητικό μοτίβο του πατέρα και δε θέλει να δει τη μάνα του. Είναι τρομακτικό»

Πέρα από την υλική και ψυχική χειροτέρευση για τις συνθήκες ζωής των γυναικών και των παιδιών, απότοκο του νόμου είναι και ένα δηλητηριώδες ιδεολογικό αποτύπωμα μισογυνισμού. Τόσο πριν, όσο και μετά την ψήφιση οργανώθηκαν και λειτουργούν γκρουπ ανδρών – πατεράδων, υπέρμαχων της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, τα οποία ουκ ολίγες φορές διολίσθησαν σε μισογυνικό λόγο και αναζωπύρωσαν το σεξιστικό στερεότυπο της «γυναίκας που αποξενώνει το παιδί από τον πατέρα». Δεν είναι τυχαίο πως στοχοποίησαν και στοχοποιούν γυναίκες, φεμινίστριες, επιστημόνισσες, δημοσιογράφους που διαφωνούν με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ακόμα και δικαστικούς που δεν εκδίδουν αρεστές σε αυτούς αποφάσεις. Δε γίνεται να μην συνεκτιμηθούν τέτοιες ποιότητες λόγου και τέτοιες πρακτικές στα συμφραζόμενα της έμφυλης βίας.

Τόσο πριν, όσο και μετά την ψήφιση οργανώθηκαν και λειτουργούν γκρουπ ανδρών – πατεράδων, υπέρμαχων της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, τα οποία ουκ ολίγες φορές διολίσθησαν σε μισογυνικό λόγο και αναζωπύρωσαν το σεξιστικό στερεότυπο της «γυναίκας που αποξενώνει το παιδί από τον πατέρα».

«Έχουν συλλόγους που υποκινούν τον μισογυνισμό, τον αποχαλινώνουν και δίνουν θάρρος στον κάθε κακοποιητή. Το Υπουργείο αγκάλιασε αυτές τις ομάδες και δεν δέχτηκε τη συνομιλία μαζί μας. Στο αποκορύφωμα ακούσαμε βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου να λέει μέσα στη Βουλή ότι ένας άνδρας που κακοποιεί τη γυναίκα του, μπορεί να είναι καλός πατέρας.  Φτάσαμε να διαβάζουμε αναρτήσεις στις σελίδες τους που είναι δικαιολογητικές για την έμφυλη βία ακόμα και για τη γυναικοκτονία ή για άθλιους χειρισμούς όπως η απαγωγή του μικρού Ραινερ από τον Νορβηγό πατέρα του και τους συνεργούς του. Κι ήταν ένα αίσχος για την ελληνική Πολιτεία το ότι μπόρεσαν να αρπάξουν έτσι το παιδί και να το βγάλουν από τη χώρα σε μια μέρα. Σκέψου τι αγώνα πρέπει να δώσει τώρα αυτή η γυναίκα. Εμάς το αίτημα μας παραμένει να αναθεωρηθεί ο νόμος στην παλιά του μορφή. Τα δικαστήρια να αποφασίζουν με βάση το συμφέρον του παιδιού αλλά και το συμφέρον της μητέρας που έχει τα δικαιώματα της ως προσωπικότητα και πρέπει να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ηρεμία της» καταλήγει η Σίσσυ Βωβού.

Είναι μάλλον δείγμα σοφίας οι νομοθέτες να λαμβάνουν υπόψη τις θέσεις των υποκειμένων για τα οποία νομοθετούν. Δεν συνέβη και το πρόσημο είναι αρνητικό. Η εφαρμογή του νόμου αποδεικνύεται αφενός δύσχρηστη και αφετέρου επιβαρυντική για τις γυναίκες και τα παιδιά που αντιμετώπιζαν ήδη αρκετά προβλήματα πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες του οικογενειακού θεσμού.

Πηγή: https://ampa.lifo.gr/gunaikes/nomos-gia-synepimeleia-enan-chrono-meta-ola-dyskolotera/?