Ζούσε μόνο για τον έρωτα

Αλιεύει η Σίσσυ Βωβου

Η Αθηνά Ρηγοπούλου, κόρη της ταλαντούχας τραγουδίστριας που σημάδεψε το ρεπερτόριο του Πλέσσα και άλλων, με αφορμή τη μεγάλη, αποψινή συναυλία-αφιέρωμα στο Ηρώδειο, μιλά για τη ζωή και την ψυχοσύνθεση της μητέρας της.

Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από το «φευγιό» της. Προς τιμήν της, διοργανώνεται σήμερα μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο.

Η Τζένη Βάνου (Ευγενία Βραχνού), η τραγουδίστρια που μας χάρισε αξεπέραστες ερμηνείες («Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αγόρι μου», «Χίλιες βραδιές», «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου», «Να μ’ αγαπάς» κ.ά.) που δεν θέλησε να συνεργαστεί με τον Χατζιδάκι, γιατί είχαν μαλώσει με τον Πλέσσα που ήταν μέντοράς της, ήταν μια γυναίκα που «ζούσε για τον έρωτα», παρότι είχε κακοποιηθεί. Γι’ αυτό και μέρος των εσόδων της συναυλίας θα διατεθεί για τη δημιουργία δομής φιλοξενίας για κακοποιημένες γυναίκες. Συνομιλήσαμε με τη μικρότερη κόρη της, Αθηνά Ρηγοπούλου.

«Είχε μια αρχοντιά η μητέρα μου. Ηταν οικεία αλλά και αυστηρή. Αλλά και πολύ ερωτιάρα… ζούσε για τον έρωτα, το πάθος, την καψούρα! Της άρεσε να το βιώνει. Της έδινε ζωή!» λέει.

«Ηταν μια γυναίκα που μεγάλωσε με δυσκολία, που έζησε αποχωρήσεις και κακοποιήσεις, που μίλησε γι’ αυτά όταν ακόμα δεν μίλαγε κανείς, που μεγάλωσε μόνη της δυο παιδιά. Αλλά θύμα δεν ήταν, η μητέρα μου. Εμπαινε στη ζωή και την άρπαζε. Στον έρωτα, δεν έκανε πίσω στα δύσκολα… Τον ζούσε. Αφηνόταν. Ηταν ερωτικό πλάσμα.

»Ολα αυτά, βέβαια, ίσως δεν ήταν τυχαία. Από μικρή η μητέρα μου παρακαλούσε για αγάπη, καθώς οι γονείς της είχαν χωρίσει και ο πατέρας της δεν την άφηνε να δει τη μαμά της. Ο παππούς μου και πατέρας της είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Ιταλούς, εστάλη σε στρατόπεδο στο εξωτερικό και η γιαγιά μου έμεινε μόνη της. Ηταν μια απίστευτη γυναίκα, αστή, μορφωμένη. Ο πατέρας της (ο παππούς της μητέρας μου, δηλαδή) ήταν αρκετά πλούσιος, καθώς ήταν από τους πρώτους χρηματιστές στη χώρα.

»Με το Κραχ του ’29, όμως, καταστράφηκε κι αυτοκτόνησε. Ετσι η γιαγιά μου έμεινε μόνη, δίχως χρήματα (ενώ είχε συνηθίσει σε άλλη ζωή), με ένα παιδί (τη μητέρα μου) και έναν άνδρα που δεν ήξερε αν θα τον ξαναδεί. Ερωτεύτηκε και έκανε μια σχέση με έναν εργοστασιάρχη. Για την εποχή εκείνη, όμως, διέπραξε μοιχεία! Επιστρέφοντας τελικά ο παππούς μου, βρήκε τη γυναίκα του με άλλον και της έκανε δικαστήριο για να μην της δώσει το παιδί. Το κέρδισε εξαιτίας της τότε νομοθεσίας κι έτσι η μητέρα μου έβλεπε τη μαμά της μία φορά την εβδομάδα, υπό την επίβλεψη του παππού μου. Σε ένα ζαχαροπλαστείο βλέπονταν και την ώρα του αποχωρισμού η μητέρα μου έκλαιγε σπαρακτικά. Σαν έγινε 14 ετών, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας – δεν άντεχε χωρίς τη μητέρα της. Η σχέση της με τον πατέρα της δεν ήταν εύκολη. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν αντί να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή (ήταν πολύ δυνατό μυαλό η μητέρα μου), αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια. Τότε ο πατέρας της την έδιωξε και η ίδια πήγε στη μητέρα της… Δεν θα την ξεχάσω τη γιαγιά μου ποτέ: κατ’ αρχάς ήταν σολίστ του πιάνου. Ηξερε πολύ καλά μουσική, ήταν πανέξυπνη και τρομερά μπροστά από την εποχή της. Πολύ μοντέρνα. Κυκλοφορούσε στην Αθήνα του ’50 με κάτι κόκκινα (φυσικά) μαλλιά, είχε μόρφωση και τρόπους και θυμάμαι πως ακόμη και πριν από κάποια χρόνια που τη χάσαμε ήταν ενήμερη για τα πάντα… Ετσι, λοιπόν, η μητέρα μου έζησε κάπως και τη δική της μαμά.

»Το τεράστιο ταλέντο της μητέρας μου –πέρα από τη φωνή και την ερμηνεία– ήταν πως τραγουδούσε με το διάφραγμα και αυτές τις τεράστιες αναπνοές, σχεδόν από ένστικτο, δίχως να έχει κάνει μαθήματα. Με τον Χατζιδάκι δεν συνεργάστηκε λόγω Πλέσσα, αλλά τραγούδησε Θεοδωράκη, Μουζάκη, Αττίκ… Ο Χορν ήταν από τους πρώτους που την ξεχώρισε…

»Τρεις μεγάλους έρωτες είχε η μητέρα μου, μα ο πατέρας μου δεν ήταν ανάμεσά τους. Μόλις είχε χωρίσει με τον σπουδαίο βιολιστή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Κωνσταντίνο Καβάκο (πατέρα του Λεωνίδα Καβάκου), έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκε τρελά. Γι’ αυτόν τον έρωτα έκανε ακόμα μία απόπειρα αυτοκτονίας, και ο (μετέπειτα) πατέρας μου τής στάθηκε πολύ. Ετσι παντρεύτηκαν, έκανε τον αδερφό μου τον Μιχάλη και έφυγαν για την Αμερική. Ωστόσο δεν ήταν εύκολη η ζωή τους: ήταν ένας άνθρωπος βίαιος, έπινε, έπαιζε, της έπαιρνε τα χρήματα, ήταν πολύ ζηλιάρης, καταπιεστικός και κακοποιητικός (ψυχικά, λεκτικά και σωματικά).

»Χώρισαν, επέστρεψε στην Ελλάδα με δυο παιδιά και συνέχισε το τραγούδι. Αλλά τότε στη μόδα ήταν τα λαϊκά, ενώ η μητέρα μου τραγουδούσε τζαζ και έντεχνα. Ετσι δεν έβρισκε δουλειές, πίστεψε ότι τελείωσε η καριέρα της και ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος που της είπε “στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι δεν μπορείς να πεις λαϊκά;”. Ο ίδιος της φέρθηκε άψογα: έβγαιναν μαζί στη σκηνή, την άφηνε μόνη μπροστά και καθόταν πιο πίσω, με το κεφάλι ευλαβικά σκυμμένο, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι της, τη χειροκροτούσε και μετά αποχωρούσε από τη σκηνή – σαν τον Τόλη Βοσκόπουλο δεν υπήρξε κανείς!

»Προς το τέλος, έφτιαξε ένα μίνι μάρκετ στη Νέα Σμύρνη. Ηθελε να μας αφήσει χωρίς οικονομικούς φόβους. Λάτρευε τον εγγονό της, τον Βασίλη, ήταν πολύ κοντά μας πάντα! Εφυγε στο νοσοκομείο “Μεταξά”, δυστυχώς με πόνους προς το τέλος… Δεν θα ξεχάσω πως μια μέρα πριν “φύγει”, ήμουν δίπλα της και τη ρωτούσα αν θέλει κάτι. “Να μ’ αγαπάς”, μου λέει. “Φυσικά σ’ αγαπάω” απαντώ. “Πιο πολύ!” – αυτό μου είπε. Αυτό ήθελε όλη της τη ζωή. Αγάπη, πιο πολλή αγάπη».


Πηγή: https://www.efsyn.gr/tehnes/moysiki-horos/360508_zoyse-mono-gia-ton-erota