«Δεν διαθέτουμε μια συνεκτική στρατηγική για την καταπολέμηση της βίας σε βάρος των παιδιών»

Την συνέντευξη από την Θεώνη Κουφονικολάκου πήρε η Ντίνα Δασκαλοπούλου

Εφημερίδα των Συντακτών 15-16 Οκτωβρίου

Αλιεύει και προλογίζει η Σίσσυ Βωβού

Επικοινωνήσαμε με την βοηθό Συνήγορο του Πολίτη σήμερα, και την ρωτήσαμε τι έχει κάνει θεσμικά για να σταματήσει αυτή η επαναθυματοποίηση του παιδιού με την παράνομη δημοσιοποίηση σοιχείων της δικογραφίας, και μας απάντησε ότι έχουν ήδη κάνει καταγγελία στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και στην ΕΣΗΕΑ. Όπως ξέρουμε, δεν δημοσιοποιούνται από το Συνήγορο οι καταγγελίες αυτές, παρά μόνο κατά την ετήσια έκθεσή του. Εδώ οι σημαντικές διαπιστώσεις της. Σ.Β.

Θεώνη Κουφονικολακάκου βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, πρ. πρόεδρος του ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού

▸ Εχουμε επισημάνει κρίσιμες ελλείψεις -σοβαρή υποστελέχωση, απουσία συστηματικής εκπαίδευσης επαγγελματιών και επιστημονικής εποπτείας- στη λειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και των δημόσιων δομών ψυχικής υγείας. Η συνέντευξη:

● Η τραγική ιστορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης του 12χρονου κοριτσιού αποκαλύπτει και μια σειρά από άλλες παθογένειες που αφορούν την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση. Υπάρχουν μηχανισμοί παιδικής προστασίας σε επίπεδο σχολικής κοινότητας και ποιοι είναι αυτοί;

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική και υποχρεωτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση του φαινομένου, ούτε έχει θεσμοθετηθεί η χρήση ενός ενιαίου πρωτοκόλλου αναγνώρισης και διαχείρισης της κακοποίησης/παραμέλησης για όλους τους επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες που εργάζονται στο σχολείο διστάζουν συχνά να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία αναφοράς περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας λόγω του φόβου εμπλοκής τους σε μακροχρόνιες και ψυχοφθόρες δικαστικές διαδικασίες. Για τον λόγο αυτό ο Συνήγορος έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση του ακαταδίωκτου των επαγγελματιών που διατυπώνουν υπόνοια κακοποίησης, όπως εξάλλου έγινε πρόσφατα για τους υπεύθυνους παιδικής προστασίας μονάδων προσχολικής αγωγής, κατασκηνώσεων, ΚΔΑΠ, ιδρυμάτων.

Επιπλέον, για την έγκαιρη αναγνώριση του φαινομένου χρειάζεται να καλλιεργηθεί μία ουσιαστική σχέση εμπιστοσύνης με τα ίδια τα παιδιά, να τους δίνεται ο χώρος και ο χρόνος να μιλούν και να εκφράζονται στο σχολείο. Τα παιδιά από μικρή ηλικία πρέπει να μαθαίνουν για τα δικαιώματά τους και να εκπαιδεύονται μέσω και της σεξουαλικής αγωγής. Κρίσιμη είναι και η εξασφάλιση της παρουσίας ψυχολόγων σε όλα τα σχολεία σταθερά, όχι δηλαδή με επισκέψεις μία φορά την εβδομάδα και με σύμβαση λίγων μηνών, ενώ θα πρέπει οι σχολικές μονάδες να πλαισιώνονται από άλλες, καλά στελεχωμένες υπηρεσίες στην κοινότητα, ιδίως στις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων των Δήμων. Δυστυχώς, ούτε κι αυτή η συνθήκη υπάρχει.

● Ποια είναι η εμπειρία από καλές πρακτικές σε άλλες χώρες και τι (δεν) κάνει η Ελλάδα;

Σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ –όπως προκύπτει και από τις καταληκτικές παρατηρήσεις της για τη χώρα, τον Ιούνιο του 2022– η Ελλάδα δεν διαθέτει μια συνεκτική στρατηγική για την καταπολέμηση όλων των μορφών βίας σε βάρος των παιδιών. Aπό έρευνα που πραγματοποίησε ο Συνήγορος το 2020, προέκυψαν κρίσιμες ελλείψεις στο σύστημα λειτουργίας κοινωνικών υπηρεσιών.

Ενδεικτικά, ο Δήμος Αθηναίων, στο ερώτημα για τις υποθέσεις/οικογένειες που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου, είχε απαντήσει πως τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης ανέρχονται σε 70-100, πλην όμως η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία δύναται να παρακολουθήσει μέχρι 20. Στο σκέλος της διερεύνησης ο Συνήγορος έχει επισημάνει τη σοβαρή υποστελέχωση, απουσία διαδικασίας συστηματικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών και σχεδόν πλήρη απουσία επιστημονικής εποπτείας, καθώς και έλλειψη διεπιστημονικότητας στη στελέχωση.

Δεν υπάρχει ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας στη χώρα, ούτε καθηκοντολόγιο για τους επαγγελματίες που στελεχώνουν τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, όπου υφίστανται αυτές. Περαιτέρω ανεπάρκεια, υποστελέχωση και προβλήματα παρατηρούνται και στις δημόσιες δομές ψυχικής υγείας που είναι οι καθ’ ύλην αρμόδιες για την ψυχοθεραπευτική διασύνδεση της οικογένειας και των παιδιών θυμάτων.

Επίσης, η χώρα μας δεν διαθέτει ένα ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών κακοποίησης-παραμέλησης σε βάρος των παιδιών και της εξέλιξής τους. Επομένως, δεν έχουμε πλήρη εικόνα της έκτασης και της έντασης του φαινομένου.

Χρειαζόμαστε μια συνεκτική, συμπεριληπτική και βιώσιμη –δηλαδή στηριγμένη σε ασφαλείς χρηματοδοτικούς πόρους του τακτικού προϋπολογισμού και όχι σε προγράμματα– στρατηγική προστασίας.

● Το κοριτσάκι αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να συνεχίσει τη ζωή του. Αναρωτιέμαι τι επιπτώσεις έχει στο ίδιο, αλλά και στα παιδιά της σχολικής κοινότητας όλη αυτή η υπερέκθεση της υπόθεσης στα ΜΜΕ και μάλιστα με τρόπο κανιβαλιστικό και αν και πώς επηρεάζει όλα τα παιδιά, που μάλλον έντρομα παρακολουθούν από τα σπίτια τους.

Γενικά, στο ζήτημα της προστασίας των παιδιών από τη δημοσιότητα, ο Συνήγορος έχει παρέμβει σε πολλές περιπτώσεις ζητώντας τον σεβασμό της ιδιωτικότητας του παιδιού, που αυτονόητα δεν μπορεί να αναρρώσει και να διαχειριστεί το τραύμα όταν εκτίθενται στοιχεία που οδηγούν στην ταυτοποίησή του και όταν επαναλαμβάνονται διαρκώς οι λεπτομέρειες της κακοποίησής του.

Το παιδί πρέπει να ξανασταθεί στα πόδια του, να ξαναπάει στο σχολείο και να κοινωνικοποιηθεί. Είναι αναγκαίο να του εξασφαλίσουμε τον χώρο για να το κάνει αυτό, προστατεύοντάς το από το στίγμα – είναι η υποχρέωση της χώρας με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Στη δευτερογενή θυματοποίηση του παιδιού, ωστόσο, συντελούν και οι πολλαπλές δικανικές εξετάσεις, καθώς και η τοποθέτηση σε ιδρύματα, που είναι εκ των πραγμάτων κακοποιητικά λόγω της απουσίας προσώπων συναισθηματικής αναφοράς για το παιδί. Επομένως, είναι αναγκαία και η αναβάθμιση του θεσμού της αναδοχής και η υλοποίηση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής στη χώρα μας.