Τα κανονικά σώματα

Σημείωμα για το μυθιστόρημα «Γιατί δεν με βλέπεις;» της Ματίνας Παναγιωτελίδου

Γράφει η Άννα Κοντοθανάση

Υπάρχει «κανονικό» γυναικείο σώμα, με την έννοια του κανόνα; Για τη βιομηχανία της μόδας, της διαφήμισης και της τηλεόρασης το ερώτημα είναι απαντημένο και μάλιστα κατά συγκεκριμένο τρόπο: Κανονικό σημαίνει το εξαιρετικά ισχνό, όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται plus size. Στόχος, όπως αποφαίνονται οι «ειδικοί», είναι η ανάδειξη των προϊόντων με τον πιο σωστό κατ’ αυτούς (και τα συμφέροντά τους) τρόπο, δηλαδή από γυναίκες που φορούν μικρό μέγεθος. Λιπόσαρκα σώματα προτυποποιούνται ως ιδανικά, δίαιτες στο φάσμα του υποσιτισμού προβάλλονται ως αναπόφευκτες -σχεδόν φυσικές- διαδικασίες για την κατάκτηση της ομορφιάς και συνεπακόλουθα της ευτυχίας.

Με μία απ’ τις πιο επικίνδυνες συνέπειες των παραπάνω προτύπων, την ασθένεια της νευρικής ανορεξίας, καταπιάνεται το μυθιστόρημα «Γιατί δεν με βλέπεις;» της Ματίνας Παναγιωτελίδου, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές Νοεμβρίου. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την ιστορία της Άσπας, μαθήτριας α΄ λυκείου, από τη στιγμή που ξεκινά δίαιτα ώστε να γοητεύσει ωραιότερους ή αρρενωπότερους του αγοριού της θαυμαστές και κυρίως να συγκαταλεγεί στις «όμορφες» του σχολείου, μέχρι την έξαρση-κλιμάκωση της νόσου. Βαθμιαία η δίαιτα γίνεται αυτοσκοπός λαμβάνοντας ακραίες μορφές, η δε δεκαεξάχρονη ηρωίδα (δέσμια πια της ασθένειας) επινοεί όλο και πιο ευρηματικούς, αλλά και αυτοκαταστροφικούς, τρόπους για να αντιπαρέλθει τις αντιδράσεις του περίγυρού της και να συνεχίσει τον εκούσιο υποσιτισμό της.

Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, από την ίδια την Άσπα, με τη μορφή ημερολογίου που καλύπτει χρονικά ένα σχολικό έτος· εκκινεί τον Οκτώβριο, όταν μία ελάσσων διαφωνία στη συγκρότηση της λυκειακής ομάδας βόλεϊ κάνει την ήδη ανασφαλή ηρωίδα να νιώσει «χοντρή», και ολοκληρώνεται λίγο μετά τις προαγωγικές-εισαγωγικές εξετάσεις. Παράλληλα, με περίτεχνο τρόπο μπαίνουν στον καμβά τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τους παράγοντες υποβοήθησης της εμφάνισης και επιπολασμού της πολυπαραγοντικής αυτής νόσου, που είναι βιολογικοί, ψυχολογικοί και περιβαλλοντικοί-πολιτιστικοί. Τελειομανής χαρακτήρας του παιδιού, καταθλιπτικός πατέρας, συμβατικές σχέσεις των γονέων μεταξύ τους, δυσλειτουργική επικοινωνία, οικογενειακά μυστικά που γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Και διαρκώς, η αναμέτρηση με τις νόρμες ομορφιάς κι επιτυχίας που προβάλλουν τα ΜΜΕ.

Αν και μόνα τα πρότυπα «κανονικότητας» δεν οδηγούν στη νόσηση από αυτή την ασθένεια χωρίς πυροδότηση από τους άλλους παράγοντες, η νευρική ανορεξία έχει παρατηρηθεί από πλήθος ερευνών ότι αφορά κυρίως τις Καυκάσιες έφηβες και μετέφηβες των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, και μάλιστα σε ποσοστό 10 προς 1 συγκριτικά με τα συνομήλικά τους αγόρια. Αντίθετα, στις κοπέλες λατινοαμερικανικής, ασιατικής ή αφρικανικής καταγωγής που ζουν στις ίδιες κοινωνίες δεν παρατηρείται αντίστοιχη έξαρση και έκταση του φαινομένου, καθώς αυτές συνήθως είτε ανήκουν σε άλλες κοινωνικές διαστρωματώσεις, άρα προτεραιοποιούν διαφορετικά τις ανάγκες και ανησυχίες τους, είτε έχουν άλλα πρότυπα για το σώμα.

Το «Γιατί δεν με βλέπεις;» είναι ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, δεν είναι όμως ένα εύκολο βιβλίο (αριστοτεχνική όσο και σοκαριστική η σκηνή συνάντησης της Άσπας με μια ομοιοπαθή της,, κατά την οποία η καθεμιά βλέπει την ασθένεια μόνο στην απέναντί της). Πραγματεύεται σε πρώτο πρόσωπο την εξέλιξη μίας νόσου που οι περισσότεροι θεωρούμε ακατανόητη, αλλά αν δεν γίνει έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία οδηγεί σε θάνατο πολύ συχνότερα απ’ όσο νομίζουμε. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά όχι μόνο από έφηβα κορίτσια κι αγόρια, αλλά επίσης -για να μην πούμε κυρίως– από γονείς και από εκπαιδευτικούς.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Άνω Τελεία. Συμπεριλαμβάνει μετάφραση της συγγραφέως στο αφηγηματικό ποίημα «Barbie Doll» της Αμερικανίδας φεμινίστριας Marge Piercy.