«Θετική νομοθετική δράση υπέρ των γυναικών»: επιβεβλημένη ή απλά ανεκτή;

της Δήμητρας Ρωμανού

Η ισότητα των φύλων καθιερώνεται στο Σύνταγμα από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 «οι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» και 116 παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει ότι « δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών». Τα παραπάνω μας κάνουν να αναρωτιώμαστε: έχουν πραγματικά ίσα δικαιώματα οι γυναίκες στην κοινωνία που ζούμε; Είναι ανεκτή η διαφορετική και θετική μεταχείριση των γυναικών νομοθετικά; Κρίνεται επιβεβλημένη κατά την γνώμη μου και δικαιολογείται με κριτήρια πραγματικών καταστάσεων ή ανάγκης (π.χ. βία στην οικογένεια), αξιολογικά (π.χ. ποσόστωση σε κατάληψη δημόσιων θέσεων ή στα κέντρα λήψης αποφάσεων), κοινωνικά, πολιτισμικά (π.χ. θρησκείες που θέλουν τη γυναίκα ως κατώτερο ον), πολιτικά (π.χ. καθεστώτα που επιβάλλουν την πατριαρχία). Η θετική διάκριση του νομοθέτη υπέρ των γυναικών όμως κρίνεται επιβεβλημένη και για έναν ακόμη λόγο, τον σημαντικότερο: γιατί οι γυναίκες στην άνιση, πατριαρχική κοινωνία κινδυνεύουν διπλά. Από τη μία πέφτουν θύματα διακρίσεων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους και από την άλλη κινδυνεύουν περισσότερο από τους άντρες να πέσουν θύματα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ζήτημα αν υπάρχει μία χώρα στον κόσμο που να μεταχειρίζεται τις γυναίκες της τόσο καλά όσο τους άντρες της, αφού οι διακρίσεις με βάση το φύλο είναι μια διεθνής πραγματικότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρ’ όλο που η παρουσία των γυναικών σε εθνικές και διεθνείς δομές λήψης αποφάσεων είναι ισχνή, η εκπροσώπησή τους μεταξύ των θυμάτων των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι εντυπωσιακή: σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε ο ΟΗΕ τον Μάρτιο του 2012 μόλις μία στους πέντε βουλευτές στα νομοθετικά σώματα όλου του πλανήτη είναι γυναίκα και τονίζει τους πολύ αργούς ρυθμούς με τους οποίους αυξάνεται αυτός ο αριθμός. Σημειώνει ακόμη ότι παρά τις προσδοκίες που καλλιέργησαν πολιτικά γεγονότα όπως η Αραβική Άνοιξη αυτές δεν μετουσιώθηκαν σε εκπροσώπηση των γυναικών. Στην κορυφή της κατάταξης παραμένουν οι σκανδιναβικές χώρες με μέσο όρο 42% ενώ σε δύο χώρες το ποσοστό ξεπερνά το 50%, στην Ανδόρα και τη Ρουάντα. Γενικά σε 20 από τις 188 χώρες τα Κοινοβούλια έχουν ποσοστό συμμετοχής γυναικών μεγαλύτερο από 33%.

Στην Ελλάδα, στη νέα Κυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο, από τους 39 Υπουργούς και Υφυπουργούς μόνο οι 2 είναι γυναίκες! Είναι λοιπόν φανερή ακόμα μία οπισθοδρόμηση στις κατακτήσεις των γυναικών, ταυτόχρονα όμως κρίνεται επιτακτικός και αναγκαίος ο αγώνας για την εισαγωγή της ισότητας στο νομικό και πολιτικό επίπεδο. Αν τώρα, με την διάλυση του κοινωνικού κράτους και τον οδοστρωτήρα του Μνημονίου που καταργεί τα εργασιακά δικαιώματα καθίσταται ευάλωτος απέναντι στην αυθαιρεσία του κεφαλαίου ο εργαζόμενος δεν καθίσταται διπλά ευάλωτη η γυναίκα εργαζόμενη;

Η μάχη δίνεται διπλά λοιπόν από μεριάς μας όχι μόνο για την μη κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας αλλά και για την θετική λήψη μέτρων υπέρ των γυναικών για την άρση των ανισοτήτων που η συντηρητική κοινωνία επιβάλει. Αποτελεί για παράδειγμα μία σχετική θωράκιση για τις γυναίκες στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ο Ν. 3896/2010 ο οποίος προβλέπει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών για την παροχή της ίδιας εργασίας (αφού συχνά για την ίδια θέση μία γυναίκα αμοιβόταν λιγότερο από έναν άνδρα), την ίση μεταχείριση στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, την αρχή της ισότητας στην πρόσβαση στην απασχόληση. Ακόμα ο ν. 3488/2006 που τιμωρεί την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, φαινόμενο πολύ συχνό που σπάνια καταγγέλεται, πόσο μάλλον στις σημερινές συνθήκες που η εύρεση εργασίας είναι τόσο δύσκολη!

Ένα άλλο θέμα που είχε προκαλέσει προβληματική στη χώρα μας ήταν η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα (Ν. 3500/2006). Πολλοί προέβαλαν το ερώτημα «αφού ο Ποινικός Κώδικας τιμωρεί τη σωματική βλάβη γιατί χρειάζεται ξεχωριστός νόμος γι’αυτό;». Κατ’αρχάς διότι ο παραπάνω νόμος ποινικοποιεί και τον βιασμό εντός γάμου, κάτι το οποίο πρώτερα θεωρείτο «συζυγικό καθήκον» και άρα δεν μπορούσε να καταγγελθεί ή να αποτελέσει τεκμήριο ισχυρού κλονισμού για την λύση του γάμου. Επίσης, η βία εντός της οικογένειας πρέπει να έχει ξεχωριστή απαξία ως αδίκημα με ειδική πρόβλεψη για τη φροντίδα και την αποκατάσταση των θυμάτων. Πρόκειται για ένα διεθνές πρόβλημα. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί τη βασική αιτία θανάτου και αναπηρίας για τις γυναίκες ηλικίας 16 έως 44 ετών και ευθύνεται για περισσότερους θανάτους και προβλήματα υγείας απ’ότι ο καρκίνος ή τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Σε χώρες όπως η Ινδία ενδοοικογενειακή βία υπάρχει στα πλαίσια διαφωνιών για την προίκα, θεσμός ο οποίος στην Ελλάδα καταργήθηκε το 1983 με τον νόμο 1329/83. Ένας λόγος όμως που οι κυβερνήσεις «δυσκολεύονται» ή δεν θέλουν την θεσμοθέτηση τέτοιων νόμων είναι η πρόβλεψη ειδικών κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίησή τους, κάτι που θεωρείται «περιττό» ή «πολυτέλεια» ειδικά την υπάρχουσα περίοδο. Όμως το πρόβλημα της βίας μέσα στην οικογένεια πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, διαφορετικά θα αναπαράγεται και θα διαιωνίζεται το πρότυπο και κατ’αποτέλεσμα η συμπεριφορά του βίαιου άντρα, ένα πρότυπο που δεν γνωρίζει σύνορα,πολιτισμούς και τάξεις.

Ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ισότητας των φύλων, έγινε με τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου με τον προαναφερθέντα Ν. 1329/1983 που προβλέπει μεταξύ άλλων και τη μη μεταβολή του επωνύμου των συζύγων μετά το γάμο στις έννομες σχέσεις τους. Ωστόσο, αντισυνταγματική είναι η πρόβλεψη του άρθ. 1505 παρ. 3 ΑΚ

«αν οι γονείς παραλείψουν να δηλώσουν το επώνυμο των τέκων τους αυτά λαμβάνουν το επώνυμο του πατέρα τους». Εισάγεται έτσι αδικαιολόγητη διάκριση υπέρ των ανδρών, κατάλειπο παρωχημένων ανδροκρατικών αντιλήψεων. Το 2008 όμως, με το νόμο υπ’αριθμ. 3719/2008, εισάγεται η ευχέρεια «με συμφωνία των συζύγων ο καθένας απ’ αυτούς να προσθέτει το επώνυμό του στο επώνυμο του άλλου». Τίθεται πάλι εδώ το ερώτημα: υπάρχει όντως η δυνατότητα επιλογής πολλών γυναικών στο να ΜΗΝ φέρουν το επώνυμο του συζύγου τους ή αν γνωρίζουμε πολλούς άντρες που να θέλησαν να προσθέσουν στο δικό τους επώνυμο αυτό της συζύγου τους;

Οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται ώστε οι κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν τα δικαιώματά τους και να τα προστατέψουν και νομοθετικά. Είναι ένας συνεχής αγώνας για ισότητα, για εξάλειψη των διακρίσεων. Αυτό που ενώνει τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο πέρα από τάξεις, φυλή, πολιτιστικό περιβάλλον, θρησκεία, καταγωγή είναι το γεγονός ότι είναι ευάλωτες στην άρνηση και τη στέρηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, αλλά κυρίως η αφοσίωση στις προσπάθειές τους να διεκδικήσουν αυτά τα δικαιώματα. Όλες έχουν ένα κοινό σημείο, είναι γυναίκες που αποφάσισαν να βελτιώσουν τις κοινωνίες τους και αποφάσισαν να κάνουν κάτι γι’αυτό! Ήταν και είναι θαρραλέες και αποφασισμένες αγωνίστριες…