Το σύνδρομο της κόπωσης των Λευκών φεμινιστριών

ων Brenna Bhandar & Denise Ferreira da Silva*

Μια απάντηση στη Nancy Fraser

Σε πρόσφατο άρθρο της στο «Comment is Free» (τα σχόλια είναι ελεύθερα), με τίτλο «Πώς ο φεμινισμός υποδουλώθηκε στον καπιταλισμό – και πώς να τον διεκδικήσουμε πίσω» η Nancy Fraser αντλεί επιχειρήματα από τη δική της έρευνα στην πολιτική θεωρία για να υποστηρίξει ότι ο φεμινισμός, στην καλύτερη περίπτωση έχει επιλεχθεί από τον νεοφιλελευθερισμό και στη χειρότερη, έχει γίνει ένα καπιταλιστικό εγχείρημα του νεοφιλελεύθερου προγραμματισμού. Αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ένας αιτιολογημένος συλλογισμός που καταγράφει και αναλαμβάνει την ευθύνη για τις παλιές συμμαχίες και τους πανηγυρισμούς που αφορούσαν τις στρατηγικές κινήσεις για τη βελτίωση της ζωής των γυναικών, σε δεύτερη ματιά αποκαλύπτει την έμφυτη και επαναλαμβανόμενη μυωπία του Λευκού Φεμινισμού στο να συμπεριλάβει, να συνδιαλλαχτεί και να συλλογιστεί μαζί με τις Μαύρες φεμινίστριες και τις φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου.

Από τις αρχές του 1970 και μετά, οι ερευνήτριες και οι ακτιβίστριες αυτές έχουν ενσωματώσει στα γραπτά τους μια φεμινιστική κριτική όχι μόνο του κρατικού καπιταλισμού, αλλά ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ριζωμένου στην αποικιακή κληρονομιά. Οι φεμινισμοί αυτοί δεν δίνουν προτεραιότητα στον «πολιτισμικό σεξισμό» σε σχέση με την οικονομική ανακατανομή. Η βιβλιογραφία είναι τεράστια, τα παραδείγματα μυριάδες, και επομένως, γίνεται ακόμη πιο κουραστικό όταν οι λευκές φεμινίστριες μιλούν για το δεύτερο κύμα φεμινισμού, σαν να ήταν ο μόνος «φεμινισμός» και χρησιμοποιούν την αντωνυμία «εμείς» όταν θρηνούν για τις αποτυχίες των αγώνων τους. Ας πούμε απλά ότι δεν υπάρχει ένας «φεμινισμός» ως υποκείμενο κάθε πρότασης που χαρακτηρίζει την αποκλειστική θέση στην κριτική της πατριαρχίας. Γιατί μια τέτοια θέση έχει διασπαστεί από τότε που η Sojourner Truth είπε: «Δεν είμαι κι εγώ γυναίκα;» Υπάρχει όμως και η θέση ενός φεμινιστικού υποκειμένου, αυτό που θρηνεί η Fraser, που έχει κάτσει πολύ άνετα στη θέση τού αυτο-προσδιοριζόμενου, χειραφετημένου υποκειμένου. Η θέση αυτή, φυσικά, είναι αυτό που η ίδια χαρακτηρίζει ως συμβολή στον νεοφιλελευθερισμό. Αλλά δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ο φεμινισμός της και ο νεοφιλελευθερισμός προέρχονται από τον ίδιο φιλελεύθερο πυρήνα, τον οποίο οι μαύρες φεμινίστριες και αυτές του Τρίτου Κόσμου έχουν εντοπίσει και εκθέσει από πολύ νωρίς στην τροχιά του φεμινισμού.

Το έργο των Α.Υ. Davis, Audrė Lorde, Himani Bannerji, Avtar Brah, Selma James, Maria Mies, Chandra Talpade Mohanty, Silvia Federici, Dorothy Roberts και τα επιτεύγματα άλλων, συνέτριψαν τον περιορισμένο και αποκλειστικό χαρακτήρα των εννοιολογικών πλαισίων που αναπτύχθηκαν από λευκές φεμινίστριες στον αγγλόφωνο κόσμο. Οι ερευνήτριες και οι ακτιβίστριες αυτές έχουν δημιουργήσει πλαίσια ανάλυσης τα οποία ταυτόχρονα ξεπερνούν την πρόκληση και παρέχουν μια συγκλονιστική διόρθωση τόσο στον Μαύρο Μαρξισμό και στην αντι-αποικιοκρατική θεωρία, η οποία απέτυχε ουσιαστικά να θεωρητικοποιήσει το φύλο και τη σεξουαλικότητα, όσο και στη μαρξιστική και σοσιαλιστική φεμινιστική σκέψη που συνεχίζει να αποτυγχάνει με πολλούς τρόπους να συμπεριλάβει τη φυλή, τις ιστορίες της αποικιοκρατίας και τις διαρθρωτικές ανισότητες ανάμεσα στα επονομαζόμενα αναπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη – έθνη. Και μάλιστα οι Mies, Federici, και James είναι λευκές, αλλά οι μαρξιστικοί φεμινισμοί των μαύρων γυναικών και των γυναικών του Τρίτου Κόσμου επιδιώκουν την πολιτική αλληλεγγύη σε όλο το φάσμα των χρωμάτων.

Οι ερευνήτριες που αναφέραμε διαμορφώνουν σταθερά επικρίσεις των καπιταλιστικών μορφών της ιδιοκτησίας, της συναλλαγής, της πληρωμένης και απλήρωτης εργασίας, μαζί με τις πολιτισμικά προσδιορισμένες και δομικές μορφές της πατριαρχικής βίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα του βιασμού και της βίας κατά των γυναικών. Στο ρηξικέλευθο «Women, Race and Class» (Γυναίκες, φυλή, κοινωνική τάξη) η Α.Υ. Davis υποστήριξε σθεναρά ότι πολλές από τις πιο σύγχρονες και πιεστικές πολιτικές διεκδικήσεις για τις μαύρες γυναίκες έχουν τις ρίζες τους στα συγκεκριμένα είδη καταπίεσης που έχουν υποστεί κάτω από καθεστώς δουλείας. Οι γυναίκες όλων των τάξεων, φυλών και σεξουαλικοτήτων, αντιμετωπίζουν τον βιασμό και τη σεξουαλική βία όπως έδειξε η Davis, αλλά σε διαφορετική κλίμακα για τους μαύρους άνδρες και τις γυναίκες. Ο μύθος του μαύρου βιαστή και του βίαιου υπερσεξουαλικού μαύρου αρσενικού προκάλεσε δεκάδες λιντσαρίσματα στην προπολεμική Αμερική. Αυτός ο επίμονος ρατσιστικός μύθος παρέχει αξία αιτιολόγησης της σύγχρονης υπερ-εκπροσώπησης των μαύρων ανδρών στις φυλακές με την κατηγορία του βιασμού, ενώ έκανε τις Αφρο-αμερικάνες γυναίκες απρόθυμες να συμμετάσχουν στα αρχικά στάδια του φεμινιστικού ακτιβισμού κατά του βιασμού που εστίαζε στην επιβολή του νόμου και στο δικαστικό σύστημα (Davis, 1984). Η αλλοτρίωση της μαύρης εργασίας ριζωμένη στις λογικές της δουλείας επαναλαμβάνεται στην αλλοτρίωση της καταναγκαστικής εργασίας των φυλακισμένων στην μετά τη δουλεία εποχή και σήμερα στην ανελεύθερη αγορά εργασίας που ενδημεί στη φυλακή του βιομηχανικού πλέγματος. (Davis, 2005)

Με αυτόν τον τρόπο, η σεξουαλική βία γίνεται αντιληπτή ως κάτι που απορρέει από τη δουλεία και την αποικιοκρατία και επηρεάζει τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες. Η ιστορία του μαύρου γυναικείου σώματος ως αντικειμένου εμπορίας, για να χρησιμοποιηθεί παραβιασμένο προς ευχαρίστηση των λευκών ανδρών, παραμένει ως ένα ψυχικό, κοινωνικό, φυλετικό ίχνος στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Όσον αφορά τις ιθαγενείς γυναίκες της Αμερικής και τις γυναίκες των Πρώτων Εθνών, τα στερεότυπα της αποικιοκρατικής εποχής της «ινδιάνας» συνεχίζουν να υφίστανται στο σύγχρονο φαντασιακό της φυλετικής ταυτότητας, καθιστώντας τις Αυτόχθονες γυναίκες ευάλωτες σε μορφές σεξουαλικής βίας που είναι πάντα-ήδη φυλετικές και ανακαλούν πρότυπα βίας που προέκυψαν κατά τον εκτοπισμό από την γη τους, την αποστέρηση της γλώσσας τους, των φυσικών πόρων και βέβαια, των πολιτιστικών πρακτικών. (Βλ. Π. Monture-Angus, Kim Anderson, Sherene Razack)

Οι πρόσφατες υποδείξεις ότι οι φεμινίστριες πρέπει να στρέψουν το βλέμμα τους προς την απλήρωτη εργασία, την εργασία προσφοράς φροντίδας, αναλύθηκε από την Patricia Hill-Collins στο «Black Feminist Thought: Knowledge, Power and Consciousness» (Μαύρη φεμινιστική σκέψη: γνώση, δύναμη και συνείδηση). Τονίζει ότι για τις Αφρο-αμερικάνες, η εργασία στο σπίτι που συμβάλλει στην ευημερία της οικογένειάς τους μπορεί να θεωρείται από αυτές ως μια μορφή αντίστασης στις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που συνωμοτούν για να βλάψουν τα παιδιά και τις οικογένειες των Αφρο-αμερικάνων. Οι Μαύρες φεμινίστριες έχουν πρωτοστατήσει, επίσης, στην καμπάνια για τον μισθό της νοικοκυράς (wages for housework campaign), αμφισβητώντας τους κανόνες της αστικής τάξης για την οικονομία της οικογένειας. Ακολουθώντας την Α.Υ. Davis, παρατηρούμε ότι οι Λευκές φεμινίστριες πρέπει να αναγνωρίζουν πότε υιοθετούν πολιτικές στρατηγικές τις οποίες οι Μαύρες φεμινίστριες και οι φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου έχουν ήδη θεωρητικοποιήσει και έχουν εφαρμόσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το τέλος της καταπίεσης, η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, της βίας κατά των ανδρών, ιδίως από τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή, προϋποθέτει να αγκαλιάσουμε την ιστορική, υλιστική, αντι-ρατσιστική σκέψη των Μαύρων μαρξιστριών φεμινιστριών και των μαρξιστριών φεμινιστριών του Τρίτου Κόσμου. Οι Λευκές φεμινίστριες που επιμένουν να πετούν τη λέξη «φυλή» ή «ρατσισμός» στις κατά τα άλλα αριστερές φιλελεύθερες προσεγγίσεις τους στο φεμινισμό είναι εσκεμμένα τυφλές / κουφές; Αδυνατούν να δώσουν τον λόγο στον Μαύρο φεμινισμό, γιατί αυτό θα σήμαινε την απώλεια ενός συγκεκριμένου φυλετικού προνομίου; Το σταθερό αίτημα για καθολικότητα, που αποτελεί τον πυρήνα αυτού του Λευκού φεμινισμού, καθιστά τις εμπειρίες, τις σκέψεις και το έργο των Μαύρων φεμινιστριών και των φεμινιστριών του Τρίτου Κόσμου αόρατο, ξανά και ξανά. Τέλος χρόνου!

*Brenna Bhandar, Senior Lecturer, SOAS School of Law.

*Denise Ferreira da Silva, Professor, Queen Mary School of Business and Management.

μετάφραση: Χριστίνα Κούρκουλα

Πηγή: criticallegalthinking