Η φιλελεύθερη ουτοπία των υπηρεσιών σεξ

Το να είναι κανείς υπέρ της νομιμοποίησης της πορνείας συνεπάγεται ότι αρνείται τη σεξιστική της διάσταση αλλά και ότι αδιαφορεί για τις ιδιαίτερα βίαιες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις ισχύος που ενεργοποιεί.

της Mona Chollet

Οι «εργάτριες του σεξ» που αγωνίζονται για τη νομιμοποίηση της δραστηριότητάς τους επιμένουν συχνά στο γεγονός ότι είναι ανεξάρτητες και δεν έχουν προαγωγό. Η ρητορική αυτή τείνει να ξεχνάει τα τεράστια κέρδη που αποφέρει η πορνεία, που οι ενδιαφερόμενες είναι συνήθως οι τελευταίες που τα αντικρύζουν –αν τα καταφέρουν. Ταξιδιωτικά γραφεία, εταιρείες μέσων συγκοινωνίας, ξενοδοχεία και άλλοι μεσάζοντες, χωρίς να αναφέρουμε καν τους σωματεμπόρους, έχουν σημαντικά οφέλη. Στη γαλλική οικονομική πραγματικότητα, η πρακτική του chambre garnie (δωμάτιο «με όλες τις ανέσεις») συνεπάγεται εμπλοκή μεγάλου αριθμού επιχειρηματιών στη λειτουργία του. Το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισαν πριν λίγο καιρό να συμπεριλάβουν την πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών στον υπολογισμό του ΑΕΠ τους, πράγμα που αποτελεί ένδειξη της στρατηγικής τους. Η Γαλλία προς το παρόν αρνείται να κάνει κάτι τέτοιο –μια επιλογή που πολλοί χαρακτήρισαν «ανόητη».

Το να μιλάμε για «ελευθερία» ή «δικαίωμα να ελέγχει κανείς το σώμα του», υπονοεί ότι αρνούμαστε τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. «Στο ζήτημα του οικονομικού εξαναγκασμού, απαντώ ότι υπάρχουν εκατομμύρια φτωχές γυναίκες που δεν εκδίδονται», δηλώνει για παράδειγμα η φιλόσοφος Elisabeth Badinter, (Elle, 22 Νοεμβρίου 2013). Ας κρατήσουμε από αυτό το απόσπασμα το γεγονός ότι πολλές υπέρμαχοι του «δικαιώματος στην πορνεία» ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (σύμφωνα με τον κατάλογο του Challenges η Badinter έχει την 53η μεγαλύτερη περιουσία στη Γαλλία): Marcela Iacub, Catherine Millet, Catherine Robbe-Grillet, Claude Lanzmann, Georges Vigarello… Αντίθετα, όπως υπενθύμιζε το 2003 ο κοινωνιολόγος Lilian Mathieu, «είναι οι γυναίκες της εργατικής τάξης και του προλεταριάτου που στελεχώνουν την πορνεία». Γυναίκες που στη μεγάλη τους πλειονότητα μάλλον δε θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να ακουστεί η άποψή τους για το ζήτημα.

Η εμμονή κατά της θυματοποίησης

Οι έντονες διαμαρτυρίες ώστε οι εκδιδόμενες να μη θεωρούνται «θύματα» ενέχουν την ίδια άρνηση. «Το περιοδικό αυτό δε δέχτηκε ποτέ ως έγκυρη την άποψη ότι όλες οι εκδιδόμενες είναι θύματα», γράφει πολύ λογικά ο Economist σε ένα πρόσφατο άρθρο του. Το φιλελεύθερο και υπεύθυνο για τον εαυτό του άτομο πρέπει να είναι «άτρωτο», παρατηρεί η Σουηδέζα δημοσιογράφος Kajksa Ekis Ekman. Η μόνη βία που μπορεί κανείς να ασκήσει πάνω του είναι… «να το χαρακτηρίσει θύμα». Σαν να πιστεύουν ότι το «θύμα» είναι μια ψυχολογική ιδιότητα, μια στάση παθητική και άτολμη και όχι μια θέση που ορίζεται από τις σχέσεις ισχύος. Αυτή η ρητορική γίνεται μερικές φορές και κωμική: έτσι είναι δυνατόν να γράφει μια ερευνήτρια για κάποια παιδιά που εκπορνεύονται σε ένα χωριό της Ταϊλάνδης ότι «αρνούνται κατηγορηματικά να χαρακτηριστούν θύματα».

Αυτή η θεώρηση των ελεύθερων και ανεξάρτητων «εργατριών του σεξ» ενέπνευσε στον Pierre-Yves Geoffard του εθνικού κέντρου επιστημονικών ερευνών ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Liberation με τίτλο «Ιερόδουλες: να νομιμοποιηθεί η αγορά». Ο οικονομολόγος εκθείαζε τη συλλογικότητα Les Putes του Σωματείου της Εργασίας του Σεξ (Strass). Καλούσε την αριστερά να παραδεχτεί ότι «εφόσον υπάρχει ζήτηση για σεξουαλική επαφή, η προσφορά υπηρεσιών έρχεται να ικανοποιήσει τη ζήτηση». Πρότεινε «να αναγνωριστεί από το νόμο το δικαίωμα στο άτομο να είναι ιδιοκτήτης των καρπών της χρήσης του σώματός του» και να μπορούν οι εκδιδόμενες να διαπραγματευτούν ένα «μπόνους επικινδυνότητας» όσο το δυνατόν πιο υψηλό για επαφές χωρίς προφυλακτικό.
Ο δημιουργός κόμιξ ενηλίκων Chester Brown, όπως και τα μέλη του σωματείου Strass Morgane Merteuil, Maîtresse Nikita και Thierry Schaffauser, υπερασπίζεται την ιδέα μιας κοινωνίας όπου όλοι θα πλήρωναν για τις σεξουαλικές τους επαφές. Ωστόσο, η διήγηση που δημοσιεύει από τη δική του εμπειρία παγώνει το αίμα –κυρίως για διήγηση κάποιου που έχει μια ελάχιστη ταύτιση με τις πόρνες που συναναστρέφεται (οι οποίες παρουσιάζονται απρόσωπες, πράγμα που δικαιολογεί με το ενδιαφέρον του να διατηρηθεί η ανωνυμία τους). Η βία των σχέσεων που περιγράφει αποτελεί εν αγνοία του κατηγορηματική διάψευση του ειρηνικού και ουτοπικού οράματος που υποτίθεται ότι προβάλλει.

Η παγίδα της νομιμιποίησης

Η παρούσα γαλλική κυβέρνηση υπερασπίζεται την άποψη υπέρ της κατάργησης της πορνείας με το νόμο «ενίσχυσης του αγώνα κατά του συστήματος πορνείας». Το σωματείο Strass αντέδρασε στη βασικότερη διάταξη αυτού του νόμου –που απορρίφτηκε από τη γερουσία τον περασμένο Ιούλιο: την ποινικοποίηση των πελατών, που ανταποκρίνεται σε πρόστιμο 1500 ευρώ. Τόνισε τους κινδύνους που θα σημαίνει κάτι τέτοιο για την ασφάλεια και την υγεία των εκδιδόμενων, αφού θα είναι αναγκασμένες και οι ίδιες να εργάζονται παράνομα, έστω και αν δεν κινδυνεύουν να διωχθούν ποινικά καθώς με αυτό το νόμο η πορνεία δε θα αποτελεί πια ποινικό αδίκημα.

Καμία αξιόπιστη έρευνα δε διαπιστώνει επιδείνωση σε αυτούς τους τομείς στη Σουηδία μετά την ψήφιση το 1999 του νόμου που ποινικοποιεί τους πελάτες –νόμος που ψηφίστηκε από τότε και στη Νορβηγία και την Ισλανδία και αποτέλεσε πρότυπο για το γαλλικό νομοσχέδιο. Σε μια σύγκριση των διαφορετικών ευρωπαϊκών νομοθεσιών που δημοσιεύτηκε από το αμερικάνικο περιοδικό The Nation, η λύση της Σουηδίας φαίνεται πολύ προτιμότερη από αυτή της Γερμανίας ή της Ολλανδίας. Όχι μόνο δεν είχε ως αποτέλεσμα «απλώς να γίνει λιγότερο ορατή η πορνεία», όπως ισχυρίζονται πολλοί, αλλά όσες εξακολουθούν να εκδίδονται το κάνουν με τις συνθήκες εργασίας που ελπίζει να πετύχει η νομοθεσία αυτή: η αμοιβή τους είναι η υψηλότερη της Ευρώπης (ενώ τα μπορντέλα της Γερμανίας ρίχνουν τις τιμές), έχουν πρόσβαση σε κοινωνική πρόνοια και κυρίως είναι πιο ασφαλείς –καμία δολοφονία εκδιδόμενης σε ώρα δραστηριότητάς της δε καταγράφηκε από την ψήφιση του νόμου.

Αντίθετα, η Γερμανία και η Ολλανδία αντιλαμβάνονται ότι οι νομοθεσίες τους δε λύνουν κανένα πρόβλημα, κάθε άλλο. Εξυπηρετούν τους μαστροπούς αλλά και τους σωματεμπόρους καθώς η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά (η Γερμανία έχει γίνει η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης), και έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης των εκδιδόμενων.

Θέλουν να καταργήσουν την πορνεία ενώ αυξάνουν την επισφάλεια;

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνουμε την αντίφαση ανάμεσα στην καλή θέληση που δείχνει η Γαλλία να καταργηθεί η πορνεία και την αύξηση της επισφάλειας και των ανισοτήτων που προκαλεί η πολιτική του Φρανσουά Ολλάντ. Το καλύτερο μέσο για την καταπολέμηση της πορνείας δε θα ήταν να αποφευχθεί η εξώθηση των γυναικών σε αυτή λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής τους;

Πριν μερικά χρόνια, ο Lilian Mathieu πρότεινε, αντί για μια πολιτική που θα στοχεύει απευθείας στις εκδιδόμενες, κάποιες οδούς για τη βελτίωση και των δικών τους συνθηκών ζωής αλλά και κάποιων άλλων επισφαλών ομάδων: να πάψουν να διώκονται ποινικά οι τοξικομανείς και να τους παρέχεται ιατρική πρόσβαση στις ουσίες στις οποίες είναι εθισμένοι, να νομιμοποιηθούν οι μετανάστες/τριες χωρίς χαρτιά, να αναθεωρηθούν οι ελάχιστες κοινωνικές παροχές. Η σκέψη του εγγράφεται στην παρακαταθήκη της «έκθεσης Πινό», που κατατέθηκε από τον δικαστή Guy Pinot το 1975 μετά την κατάληψη μιας εκκλησίας από ένα κίνημα ιερόδουλων στη Λυόν, και έθεσε τις βάσεις μιας «πραγματιστικής κατάργησης της πορνείας». Κατά τα άλλα, η γαλλική νομοθεσία του 2002 –που διώκει τη μαστροπεία και την ενεργή αναζήτηση πελατείας, αλλά είναι κενή όσο αφορά την ίδια την πορνεία- του φαινόταν η λιγότερο κακή λύση.

«Όπως ακριβώς τα βιβλία σας και τα ρούχα σας»

Από την πλευρά του, το σωματείο Strass αναγνωρίζει ότι η «επιλογή» της πορνείας είναι εντελώς σχετική, αλλά υποστηρίζει ότι, εφ’οσον πρέπει κανείς να βγάλει το ψωμί του, είναι μια δουλειά ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από πολλές άλλες. Αυτή η άρνηση της ιδιαιτερότητας του σεξουαλικού σώματος (δεν έχει διαφορά να νοικιάζουμε τα σεξουαλικά μας όργανα από το να νοικιάσουμε τα χέρια μας) περνάει και στο γλωσσικό νεωτερισμό «υπηρεσίες σεξ» και «εργάτριες του σεξ» -«Ορίστε, πέντε κιλά σεξ, να και ο λογαριασμός», λέει ειρωνικά η Ekman. Θέτει σε κίνδυνο την αναγνώριση του βιασμού ως συγκεκριμένο έγκλημα, για την οποία έχουν δώσει αγώνα οι φεμινίστριες: γιατί ο βιασμός να έχει διαφορά από το να σου σπάσουν το χέρι; Συνεπάγεται μια εξώθηση στα άκρα, υπό το κάλυμμα της λογικής, της παράλογης αντίληψης της δυαδικότητας σώματος και πνεύματος, που είναι συνυφασμένη με τη δυτική παράδοση. «Όπως τα υπόλοιπα υπάρχοντά σας, τα βιβλία ή τα ρούχα σας, το σώμα σας σας ανήκει», γράφει ο Brown στις «23 ιερόδουλες», χωρίς να φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον εξωφρενικό χαρακτήρα μιας τέτοιας σύγκρισης.

Όσες ανίκανες να διχοτομήσουν έτσι τον εαυτό τους έχουν την αδυναμία να δυσανασχετούν λόγω μιας ανεπιθύμητης σεξουαλικής επαφής θεωρούνται συναισθηματικές ηλίθιες (υστερικές;) που δεν αξίζει να τις ακούμε. Ο Schaffauser χαρακτηρίζει «δακρύβρεχτες» τις μαρτυρίες ιερόδουλων που παρατίθενται στην κοινοβουλευτική έκθεση της σοσιαλίστριας Danielle Bousquet. Η αρθρογράφος Marcela Iacub εκτιμά ότι οι γυναίκες που έχουν βιαστεί υποφέρουν επειδή τους επιβάλλουμε να έχουν πάθει τραύμα. Στη ίδια λογική η Merteuil γράφει ότι αν τόσες εκδιδόμενες υποφέρουν από τη δραστηριότητά τους, γι’ αυτό φταίνε οι «φεμινίστριες κατά-της-πορνείας» που «τις υποτιμούν συστηματικά». Ορίστε ο εχθρός: ο φεμινισμός…
Ωστόσο η Ekman υπογραμμίζει ότι η σουηδική νομοθεσία που απαγορεύει την πορνεία καθόλου δεν προκύπτει από μια θέση δογματική, ηθικοπλαστική ή αποκομμένη από την πραγματικότητα, αλλά είναι αποτέλεσμα μελετών, οι οποίες ξεκίνησαν στο τέλος της δεκαετίας του 70 και σημαντικό μέρος του είναι επί τόπου έρευνες και μαρτυρίες ιερόδουλων. Στις οποίες έρευνες εξάλλου συμμετείχε μέσω του δημοσιογραφικού του έργου ο Stieg Larsson, συγγραφέας της φεμινιστικής αστυνομικής τριλογίας Millenium.

Μία διάσταση της ουσίας του ατόμου;

Χωρίς να φοβάται ότι πέφτει σε αντιφάσεις, το Strass παρουσιάζει την πορνεία ως επάγγελμα «όχι χειρότερο από κάποια άλλα» (εξ’ ου και το «σωματείο») και ως μία διάσταση της ουσίας του ατόμου, ως έναν καταπιεσμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο Schaffauser και η Maitresse Nikita φτάνουν στο σημείο να καταγγέλλουν (στο Περήφανες που είμαστε Πουτάνες) έναν αφόρητο «εξαναγκασμό στη μη-πορνεία». Αυτό τους επιτρέπει να δημιουργήσουν το νεολογισμό «πουτανοφοβία», εξυπηρετικό για να ρίξουν τη ντροπή σε όσους είναι υπέρ της κατάργησης της πορνείας. «Οι πουτανοφοβικοί που θέλουν να καταργήσουν την πορνεία είναι σαν τους ομοφοβικούς που θέλουν να θεραπεύσουν την ομοφυλοφιλία», υποστηρίζουν. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά προβληματικό αμάλγαμα: στη μία περίπτωση πρόκειται για άτομα που δέχονται να βάλουν τις επιθυμίες τους σε παρενθέσεις, ενώ στην άλλη για άτομα που διεκδικούν το δικαίωμα να τις εκφράζουν και να τις ζουν.

Μια βουτιά στα κείμενα που εγκωμιάζουν τη νομιμοποίηση μάς κάνει να αναρωτηθούμε αν θα ήταν καλύτερα να συμπεράνουμε για όσους αριστερούς εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στις αγωνιζόμενες «εργάτριες του σεξ» ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο η πλεονεκτική θέση του άντρα που αντιπροσωπεύει η πορνεία. Θα ήταν πιο ειλικρινές και θα προκαλούσε λιγότερη σύγχυση.

Le Monde Diplomatique

μετάφραση από τα Γαλλικά: Ματίνα Καραγιαννίδου-Σταμπουλή