MH ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΟ ΓΟΝΕΑ

ΔΙΑΖΥΓΙΟ: ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ Ή ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ; Ποιες είναι οι διαδικασίες και το κόστος του διαζυγίου; Τα είδη διαζυγίου που προβλέπονται, είναι δυο το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο εν αντιδικία. Το συναινετικό είναι η οικονομικότερη και η προτιμότερη λύση, διότι ο γάμος λύεται με συμφωνία των μερών και με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαζευγμένων, επιλύεται το ζήτημα της επιμέλειας των τέκνων και τα περιουσιακά θέματα. Όμως δεν είναι πάντα εφικτό να λυθεί ο γάμος συναινετικά, οπότε επιλέγεται η λύση του διαζυγίου εν αντιδικία. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως δεν αρκεί η δίκη για το διαζύγιο, αλλά προκύπτουν και δικαστήρια ως προς την επιμέλεια των παιδιών, τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων και άλλα. Συνήθης αγωνία του γονέα που αναλαμβάνει την επιμέλεια των παιδιών (μητέρα) μετά τη διάσταση ή το διαζύγιο, είναι εάν ο γονέας που δεν έχει την επιμέλεια, θα καταβάλλει τη διατροφή που οφείλει για τα παιδιά και τι συμβαίνει αν δεν το κάνει. Λόγω του έντονα προσωπικού χαρακτήρα των οικογενειακών υποθέσεων, η λύση που κάθε φορά επιλέγεται (δηλ. αν θα γίνει κατάσχεση, μήνυση ή και απολύτως τίποτα από τα δυο) είναι συνισταμένη πολλών – συχνά καθαρά προσωπικών και πάντως μη νομικών – κριτηρίων.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΟ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΓΟΝΕΑ Αν από την στιγμή που έχει κοινοποιηθεί προς τον υπόχρεο γονέα (πατέρα) η απόφαση που καθορίζει το ύψος της διατροφής με επιταγή προς πληρωμή επισυναπτόμενη στην απόφαση και δεν καταβάλλει την διατροφή προς το τέκνο ο υπόχρεος γονέας, μπορεί ο έχων την επιμέλεια του τέκνου γονέας (μητέρα), να κινήσει την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι κατάσχεσης της ακίνητης και κινητής περιουσίας του και στη συνέχεια να προβεί σε πλειστηριασμό με σκοπό να ικανοποιηθεί η χρηματική απαίτηση που απορρέει από την δικαστική απόφαση που καθορίζει το ύψος της διατροφής. Αν ο υπόχρεος γονέας δεν διαθέτει περιουσία, τότε για να ικανοποιηθεί η χρηματική απαίτηση μπορεί να γίνει κατάσχεση εις χείρας τρίτου, δηλαδή αν εργάζεται μπορεί να γίνει κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη από τον μισθό του υπόχρεου. Τέλος, η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή από τον υπόχρεο γονέα συνιστά ποινικώς κολάσιμο αδίκημα, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους και αποτελεί διαρκές έγκλημα το οποίο δεν παραγράφεται σύμφωνα με την πρόσφατη νομοθεσία. Ιδιαίτερα συχνό στην εποχή μας είναι το φαινόμενο να μην καταβάλει ο υπόχρεος σύζυγος στην δικαιούχο σύζυγο το ποσό της διατροφής, είτε κατά την διάσταση, είτε και μετά την λύση του γάμου με διαζύγιο. Στις περιπτώσεις αυτές της «κακόβουλης» άρνησης του υπόχρεου να καταβάλει την διατροφή, ο Ποινικός Κώδικας θεσπίζει με την διάταξη του άρθρου 358 το ποινικό αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής κατά την οποία «Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους». Ο νομοθέτης θέλησε έτσι με την ανωτέρω ποινική διάταξη να προστατεύσει την αδύναμη οικονομικά σύζυγο από τον σύζυγο που έχει

την οικονομική δυνατότητα και παρά ταύτα κακόβουλα δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του για καταβολή διατροφής και με τον τρόπο αυτό η ποινικοποίηση του αδικήματος αποτελεί έναν «μοχλό πίεσης» αφού το Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρις ενός (1) έτους εάν ο υπόχρεος δεν καταβάλει την διατροφή. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρεώσεως για διατροφή απαιτείται να υπάρχει δεδηλωμένη παράλειψη του υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά. Η στέρηση ως έννοια κρίνεται υποκειμενικώς υπό την έννοια ότι λαμβάνεται υπόψη ο δικαστικώς αναγνωρισμένος τρόπος ζωής του δικαιούχου, επομένως κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά και να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο ζωής του κάθε δικαιούχου διατροφής. Η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου, κρίνεται ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα.

Ο ποινικός νομοθέτης τιμωρεί την συμπεριφορά του κακόβουλου υπόχρεου, που κινούμενος από λόγους αντεκδίκησης και κακεντρέχειας, ενώ η οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, δυστροπεί ως προς την καταβολή της διατροφής. Η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή είναι πλημμέλημα. Η ποινική δίωξη του αδικήματος της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής χωρεί αυτεπαγγέλτως, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη (36 ΚΠΔ) και εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο (συνήθως οι υποθέσεις προσδιορίζονται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί και άνω του ενός έτους), που είναι και το μειονέκτημα της όλης διαδικασίας και σχετίζεται με την αργή απονομή της δικαιοσύνης. Η ποινή που επιβάλλει το ποινικό δικαστήριο είναι σύμφωνα με το άρθρο 358 του Π.Κ. φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους (ειδικότερα το πλαίσιο ποινής είναι από 10 ημέρες – 1 έτος). Σε περίπτωση που ο δράστης (υπόχρεος) κατ’ επανάληψη και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, μπορεί να τιμωρηθεί πολλάκις.

Το Ποινικό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, εφόσον ο δράστης (υπόχρεος της διατροφής) δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος, καταδικαστεί σε μία τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη (συνήθως χορηγείται αναστολή για μία τριετία). Αυτό σημαίνει ότι εάν ο υπόχρεος δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος και καταδικαστεί σε μία ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το Δικαστήριο αναστέλλει για τρία (3) χρόνια την εκτέλεση της ποινής και ο υπόχρεος δεν την εκτίει (δηλ. δεν μπαίνει φυλακή/ πληρώνει χρήματα). Αν όμως κατά το διάστημα της αναστολής (ήτοι μέσα στην τριετία) ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι εάν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ο καταδικασθείς ήδη μία φορά καταδικαστεί ξανά σε ποινή φυλάκισης (ποινή στερητική της ελευθερίας), επέρχεται άρση της αναστολής μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη και η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται κανονικά στην

συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί. Δηλαδή, με πιο απλά λόγια, ο υπόχρεος εκτίει την ποινή κανονικά μετά την άρση της αναστολής, που μπορεί να είναι είτε ποινή φυλάκισης, είτε εάν η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο.

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΟΤΑΝ Ο ΥΠΟΧΡΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Tι συμβαίνει στην περίπτωση που ο γονέας που οφείλει διατροφή δεν έχει εισόδημα ούτε κινητή ή ακίνητη περιουσία, ώστε να γίνει κατάσχεση. Σε αυτή την περίπτωση, δεν παύει να οφείλεται διατροφή, το δικαστήριο δηλαδή, ακόμα και εάν ο υπόχρεος δηλώσει άνεργος και χωρίς περιουσία, θα επιδικάσει διατροφή έτσι και αλλιώς, αν και μειωμένη, διότι θεωρείται ότι ο υπόχρεος οφείλει έτσι και αλλιώς να φροντίσει να εξασφαλίσει κάποια πηγή εισοδήματος, προκειμένου να διαθρέψει τα παιδιά του. Όμως, ακόμα και με μια δικαστική απόφαση στα χέρια, ο έτερος γονέας δυστυχώς δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση για χάρη των τέκνων, όσο δεν υπάρχουν εισοδήματα ή περιουσία για να κατασχέσει. Εάν όμως ο γονέας που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αποκτήσει στη συνέχεια εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία (συνήθως από κληρονομιά), τότε με βάση τις αποφάσεις για τις οφειλόμενες διατροφές για τα προηγούμενα χρόνια, θα προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση. Για το λόγο αυτόν έχει νόημα να ασκείται κάθε διετία η σχετική αγωγή περί διατροφής, ώστε ακόμα και όταν δεν είναι δυνατή η είσπραξη, να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η απαίτηση. Σημειώνεται ότι ακόμα και όταν δεν υπάρχουν εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ο υπόχρεος εξακολουθεί να έχει ποινική ευθύνη, που σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξαναγκασμού, ιδίως όταν ο υπόχρεος δηλώνει μεν άνεργος, αλλά υπάρχουν κρυφά εισοδήματα. Σε αυτή την περίπτωση είναι σκόπιμο σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας εκείνος ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια των τέκνων να δηλώνει μηνυτής και όχι πολιτικώς ενάγων, διότι σε αυτή την περίπτωση μπορεί να παρασταθεί χωρίς δικηγόρο και να αποφύγει τα αυξημένα δικαστικά έξοδα.

Σοφία Λαμπουσάκη, Δικηγόρος

πηγή: singleparent.gr

αλιεύει η ΤΣΙΜΠΙΝΟΥ ΖΑΦΕΙΡΕΝΙΑ