Οι φεμινίστριες απογοητεύουν τις μουσουλμάνες υποστηρίζοντας ρατσιστικούς γαλλικούς νόμους.

της Christine Delphy

Ο γαλλικός φεμινισμός του κυρίαρχου ρεύματος είναι ρατσιστικός; Είμαι συνιδρύτρια του περιοδικού Nouvelles Questions Feministes μαζί με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ το 1977 και έχω συμμετάσχει για πολύ καιρό στο Κίνημα Απελευθέρωσης των Γυναικών (Mouvement de Libération des Femmes), αλλά μου γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η στάση των Γάλλων και των Γαλλίδων προς τη μαντήλα και τις μουσουλμάνες δεν είναι απλά ακατανόητη, αλλά καταδικαστέα.

Ο πρώτος ανοιχτά αντι-μουσουλμανικός νόμος πέρασε το 2004 και απαγόρευσε στις μαθήτριες να φοράνε μαντήλα (χιτζάμπ), με βάση την πεποίθηση ότι τα «θρησκευτικά σύμβολα» έρχονται σε αντίθεση με την εκκοσμίκευση –την πολιτική ουδετεροθρησκεία. Όμως η ιδεολογική εκστρατεία απέναντι στο ισλάμ ξεκίνησε πάνω από 40 χρόνια πριν. Ο δημοσιογράφος Τομά Ντελτόμπ διαπίστωσε ότι ανάμεσα στη δεκαετία του 1980 και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δεν πέρασε ούτε μία εβδομάδα χωρίς να αναρωτηθεί η μία από τις δύο μεγαλύτερες Γαλλικές εφημερίδες «Πρέπει να φοβόμαστε το Ισλάμ» ή «Είναι το Ισλάμ συμβατό με τη δημοκρατία;».

Τα περιοδικά, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είχαν την ίδια εμμονή. Με τον καιρό τα πράγματα έγιναν χειρότερα, καθώς το κοινό πείστηκε ότι ο δυτικός πολιτισμός δέχεται απειλή από το Ισλάμ γενικά και ότι ο κίνδυνος αυτός ενσαρκώνεται στη Γαλλία στα 5 εκατομμύρια παιδιά –γιους και κόρες- των βορειοαφρικανών μεταναστών, μουσουλμάνων ή όχι, που ζουν στη Γαλλία.

Τώρα η εκκοσμίκευση χρησιμοποιείται ως επιχείρημα κατά των μουσουλμάνων, καθώς αυτός ο νόμος έχει υποστεί ριζικές επανερμηνείες από πολιτικούς, δημοσιογράφους και λομπίστες και έχει παραχαραχθεί. Όπως έγραψε ο Σαΐντ Μπουαμάμα το 2004, η γαλλική εκδοχή της ισλαμοφοβίας, που προσπαθεί να περάσει ως πολιτική ουδετεροθρησκεία, δεν είναι παρά ένας τρόπος να καταστεί αξιοσέβαστος ο ρατσισμός. Ακόμα και πριν το νόμο του 2004 που απέκλεισε από τα σχολεία τις έφηβες που φοράνε μαντήλα –παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά τους στη μόρφωση- οι κύριες γυναικείες ομάδες της Γαλλίας δε δέχονταν γυναίκες με μαντήλες στις συναντήσεις τους.

Αποφάσισαν πολύ νωρίς ότι αυτές οι γυναίκες δεν μπορούν να είναι φεμινίστριες –μάλλον είναι αντίθετες σε οτιδήποτε πρεσβεύει ο φεμινισμός- και ότι η μαντήλα είναι σύμβολο καταπίεσης. Χρειάστηκε εμείς οι λίγες που αντιτεθήκαμε σε αυτόν τον νόμο των διακρίσεων να αρχίσουμε να συζητάμε αν τα τακούνια, το κραγιόν και διάφορες ενδείξεις θηλυκότητας πρέπει επίσης να καταχωρηθούν ως σύμβολα καταπίεσης.

Η κατηγορία είναι ειρωνική: εκτιμάται ότι αυτές οι γυναίκες φοράνε μαντήλα επειδή τις αναγκάζουν οι άντρες του κύκλου τους και ότι η λύση για αυτή την αθέμιτη παρέμβαση είναι να τις αποβάλουμε από το σχολείο και να τις στείλουμε πίσω στις ίδιες καταπιεστικές οικογένειες. Αν οι Γαλλίδες φεμινίστριες θεώρησαν τις μουσουλμάνες που φοράνε μαντήλα καταπιεσμένες γυναίκες, αυτό θα ήταν λόγος όχι να τις αποβάλλουν από τα σχολεία ή να περιορίσουν τις κινήσεις τους, αλλά να τις αγκαλιάσουν. Σε ολόκληρη τη χώρα, οι μουσουλμάνες δεν αντιμετωπίζονται ως «πραγματικές» Γαλλίδες.

Σε τέτοιες συνθήκες, το να φοράει κάποια ένα ορατό θρησκευτικό σύμβολο μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα ή και πολλά πράγματα μαζί. Μπορεί να σημαίνει ότι μια μουσουλμάνα εκφράζει την αλληλεγγύη της στα άτομα της εθνοτικής της κοινότητας. Μπορεί να δείχνει μια απόπειρα απόδρασης από αυτές τις συνθήκες βρίσκοντας καταφύγιο στην πνευματικότητα που προσφέρει η θρησκεία. Μπορεί να είναι μια σιωπηλή μορφή ανυπακοής στο κατεστημένο. Για τις γυναίκες που φοράνε μαντήλα, η πατριαρχική καταπίεση έρχεται να αθροιστεί με τον πρόσθετο ακρωτηριασμό των ρατσιστικών διακρίσεων.

Οι λευκές φεμινίστριες θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι αυτές οι γυναίκες θέλουν να αναπτύξουν το δικό τους φεμινισμό με βάση τη δική τους κατάσταση και ότι αυτός ο φεμινισμός θα λάβει υπόψη του τη μουσουλμανική τους κουλτούρα. Αντίθετα, οι συντρόφισσές μου συμπράττουν ώστε να βαθύνει κι άλλο ένα από τα χειρότερα ρήγματα της γαλλικής κοινωνίας, ενώ ο χρόνος πιέζει.

μετάφραση: Ματίνα Καραγιαννίδου-Σταμπουλή

theguardian.com