Η προβολή της ταινίας “Je t’adore” και η εκδήλωση του Μωβ στις 24 Νοεμβρίου

Στις 24 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη βία κατά των γυναικών, το Μωβ πρόβαλε μια μικρή ταινία, της Φρόσως Βαϊκάλη, με θέμα την ομορφιά και τον χειρισμό της μέσα από τα κανάλια δημοσιότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Η ταινία μάς δείχνει, με τον τρόπο της, τους καταναγκασμούς που επιβάλλονται στις γυναίκες για να ανταποκριθούν στα προωθούμενα πρότυπα. Είναι μια διαφορετική μορφή βίας, η οποία προβληματίζει όλες τις γυναίκες αλλά κυρίως τις νεότερες, γι’ αυτό, ίσως, και το ακροατήριο αποτελείτο κυρίως από κοπέλες κάτω των 30 χρόνων, όπως και η δημιουργός. Ακολούθησε συζήτηση τόσο για την ταινία όσο και γενικότερα για την έμφυλη βία.
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε ξανά τη συνέλευση του αυτοδιαχειριζόμενου χώρου του Εμπρός, που φιλοξένησε την εκδήλωσή μας, όπως είχε κάνει και πέρυσι την ίδια ημερομηνία.
Παραθέτουμε την παρουσίαση της ταινίας από τη δημιουργό, και σύντομα θα μπορέσουμε να την αναρτήσουμε για να μπορούν να την δουν οι αναγνώστριες και αναγνώστες του Μωβ.

Το Μωβ


Σύνοψη

Η Καμίγ έχει ένα πρόσωπο φανερά παραμορφωμένο από ένα ατύχημα που είχε σε εφηβική ηλικία. Επιστρέφει στη γενέτειρά της για να κάνει επιτέλους την πλαστική επέμβαση που χρόνια ονειρευόταν. Στο μεσοδιάστημα συναντά έναν τύπο ο οποίος φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτήν. Πρόκειται για ένα φωτογράφο, ο οποίος την πείθει να τη φωτογραφήσει.

Λίγα λόγια για την ταινία

Επέλεξα τον τίτλο «J’e t’adore» που σημαίνει «Σε λατρεύω» στα γαλλικά, γιατί είναι ένα εξαιρετικά δυνατό σημαίνον αλλά και επειδή παραπέμπει στο γνωστό άρωμα «J’adore» (=Λατρεύω) του Dior. Οι πρώτες μου σκέψεις για τη δημιουργία αυτής της ταινίας ήρθαν όταν είδα πριν από τέσσερα χρόνια μία τεράστια διαφημιστική αφίσσα του αρώματος αυτού, σε περίοπτη θέση πάνω από το Σηκουάνα, να καλύπτει το υπό καθαρισμό δικαστικό μεγαρο στο Παρίσι. Αναρωτήθηκα πως θα ήταν αν πίσω από τη φράση “J’adore” ή πιο συγκεκριμένα “Je t’adore” πόζαρε μία κοπέλα με παραμορφωμένο πρόσωπο. Η αντωνυμία «te» (=σε) θα μπορούσε να αναφέρεται στους ανθρώπους που κοιτούν την αφίσσα ή και στην ίδια την κοπέλα.

Το « Je t’adore » είναι μία ιστορία που θίγει τη σχέση ανάμεσα στον πόθο και στην εικόνα, της οποίας η υποκειμενικότητα αντικατοπτρίζεται στην ιδέα του τέρατος, το οποίο είναι παρόν καθ’όλη την διάρκεια της ταινίας. Έως ποιο σημείο όμως μπορούμε να μιλάμε για υποκειμενικότητα της ομορφιάς όταν πρόκειται για ένα παραμορφωμένο πρόσωπο; Η ομορφιά είναι μία αξία λιγότερο αποδομημένη από άλλες. Η σύνδεση της με την εικόνα – η οποία κυριολεκτικά κατέκλυσε την κοινωνία τον 20ο αιώνα – την υπερτίμησε, παρά το γεγονός ότι υπόκειται σε κριτική και αποτελείται όλο και περισσότερο από ασύμβατα μεταξύ τους μοντέλα. Ο φωτογράφος, μέσω της έκθεσης του, ήθελε να αποδομήσει την έννοια της ομορφιάς, αλλά αποτυγχάνει πλήρως, καθώς αυτό που κάνει είναι απλώς η επιβολή ενός άλλου μοντέλου.

Η ιστορία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Αυτά τα τρία μέρη αντιπροσωπεύουν λίγο πολύ τα τρία στάδια μιας γνωριμίας και ενδεχομένως τρεις φάσεις της αρχής μιας ερωτικής σχέσης. Οι τίτλοι όμως αυτών των κεφαλαίων, μας κάνουν να περιμένουμε κάτι άλλο από αυτό που συμβαίνει στη ροή της ιστορίας. Η πρόθεση μου ήταν να αποδομήσω αυτά τα τρία σημαίνοντα μέσω της ματαίωσης των θεατών αλλά και των ηρώων της ταινίας.

Η Καμίγ γνωρίζει ένα αγόρι, υπάρχει σεξουαλική έλξη, η Καμίγ είναι αντικείμενο λατρείας… Δεν συμβαίνει ποτέ όμως ακριβώς αυτό. Και αν η μητρική φιγούρα της γραμματέως είναι εκεί για να της θυμίσει την υπεροχή της ψυχής (έναντι σε αυτή του σώματος ενδεχομένως), οι συμβουλές της είναι άνευ νοήματος, μιας και το λέει ήδη εγχειρισμένη, έχοντας αποκτήσει την εμφάνιση που είχε η Καμίγ παλαιότερα, η οποία εμφάνιση είναι πλέον της μόδας.

Στο τέλος της ιστορίας λοιπόν, το πρόσωπο της Καμίγ ανάγεται στο απόλυτο πρότυπο ομορφιάς και σε αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού, κατόπιν εορτής όμως, δεδομένου ότι η Καμίγ έχει ήδη εγκαταλείψει αυτή της την εμφάνιση για μία άλλη που επιθυμεί περισσότερο. Αντικείμενο λατρείας δεν έγινε ποτέ η ίδια η Καμίγ, αλλά η εικόνα μίας γυναίκας η οποία δεν υπάρχει πια ως τέτοια.

Όλη αυτή η ειρωνία θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει αρκετά το τι συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες όσον αφορά τη σύνδεση της γυναικείας ομορφιάς με την εικόνα. Όποια εν τέλει και να είναι η μόδα: από την απόλυτη ή μερική καταπίεση των διατροφικών ορμών (skinny chic) έως τις τελευταίες τάσεις προσθήκης λίπους ή σιλικόνης σε γλουτούς (χυμώδης ομορφιά αλά Kim Kardashian), οι πρώτες ενδιαφερόμενες είναι οι γυναίκες. Όχι απαραιτήτως επειδή θα εφαρμόσουν αυτές τις πρακτικές (δεν προσέχουν π.χ. όλες οι γυναίκες τη διατροφή τους, ούτε όλες οι γυναίκες κάνουν αποτρίχωση – και αν το κάνουν δεν είναι φυσικά κάτι που θεωρώ μεμπτό) αλλά επειδή θα βρεθούν στη θέση να μην νιώσουν, έστω και ασυνείδητα, ή και να μην θεωρούνται ρητά από τους γύρω τους, ποτέ ιδανικές, ποτέ αρκετές και ποτέ να μην ανταποκρίνονται εντελώς στο επίπεδο ομορφιάς μίας φωτογραφίας ενός μοντέλου που το πιο πιθανό, ως προϊόν ρετουσαρίσματος, να μην μοιάζει καν με το μοντέλο που φωτογραφήθηκε ως φυσικό πρόσωπο.