“Ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο”

της Suryia Nayak

από το Beaver: beavercafe.blogspot.grfacebook.com/notes/beaver

μετάφραση: Ουρανία Τσιάκαλου

Κέλι Όλιβερ: Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτή τη συζήτηση λέγοντας ότι «Οι ρατσιστικές κοινωνικές δομές δημιουργούν ρατσιστικές ψυχικές δομές» (Όλιβερ 2001: 34)

Σουρίγια: Μου φαίνεται πως υπάρχει κάποια λογική σ’ αυτό, όλες ζούμε σε μια ρατσιστική κοινωνία, ο ρατσισμός διαμορφώνει το ποιες είμαστε και μας καθιστά, επομένως, όλες ρατσιστικά υποκείμενα. Και αυτό ακριβώς είναι το κόλπο, δεν έχει καμία σχέση και έχει απόλυτη σχέση με το χρώμα του δέρματος. Το ερώτημα είναι εάν αυτό λειτουργεί διαφορετικά για τους μαύρους και τους λευκούς ανθρώπους, και αν ναι, πώς και γιατί συμβαίνει αυτό.

Όντρ Λορντ: Θυμήθηκα την πρώτη πρόταση του δοκιμίου μου “Sexism: An American Disease in Blackface” στο Sister Outsider. Η πρόταση είναι η εξής: «Ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο». (Λορντ 1984: 60)

Σουρίγια: Συνδέοντας αυτήν την πρόταση με αυτό που είπε μόλις η Κέλι Όλιβερ στην αρχή της συζήτησης, μου φαίνεται ότι «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο», και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι, ακριβώς επειδή οι ρατσιστικές κοινωνικές δομές δημιουργούν ρατσιστικές ψυχικές δομές.

Μπελ Χουκς: «Με ρωτάν συχνά εάν το να είσαι μαύρη είναι πιο σημαντικό από το να είσαι γυναίκα· εάν ο φεμινιστικός αγώνας ενάντια στη σεξιστική καταπίεση είναι πιο σημαντικός από τον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και αντιστρόφως». (χουκς 1984: 29)

Πατρίτσια Χιλ Κόλλινς: Ρωτώ: «Ποια κριτήρια μπορούν να εφαρμοστούν στις ιδέες για να καθορίσουμε εάν είναι πράγματι Μαύρες και φεμινιστικές; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που μοιράζεται η Μαύρη φεμινιστική σκέψη με άλλα σώματα διανοητικής κριτικής, και ιδιαίτερα φεμινιστικής θεωρίας;» (Χιλ Κόλλινς 1990: 17)

Σάρα Σουλέρι: Για μένα, το ζήτημα είναι «εάν η σημασία της εμφυλοποιημένης φυλής επιστρέφει απαραιτήτως στον ρεαλισμό που κατά βάση επιχειρεί να αποκηρύξει» (Σουλέρι 1992: 761)

Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ: «Το ερώτημα είναι πώς θα αποτρέψουμε το εθνοκεντρικό Υποκείμενο από το να καθιερώσει τον εαυτό του ορίζοντας επιλεκτικά έναν Άλλο» (Σπίβακ 1988: 292)

Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θα έλεγα, επομένως, ότι το ερώτημα δεν είναι εάν η θεωρία της επιτελεστικότητας μπορεί να αντιμετατεθεί στη φυλή, αλλά τι συμβαίνει στη θεωρία όταν επιχειρεί να έρθει αντιμέτωπη με τη φυλή» (Μπάτλερ 1999: xvi)

Σουρίγια: Φαίνεται, λοιπόν, ότι η σχέση ανάμεσα στον Μαύρο φεμινισμό και τον λευκό φεμινισμό βρίσκεται στην καρδιά της φεμινιστικής θεωρίας, πρακτικής και βιωμένης εμπειρίας. Θα πρότεινα, λοιπόν, να κρατήσουμε την προκλητική πρόταση της Λορντ ότι «ο μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο», σαν μια άγκυρα για τη σημερινή μας συζήτηση. Μία πρόταση θα ήταν να πάρουμε τις εξής τέσσερις λέξεις από αυτή την πρόταση και να δούμε υπό το πρίσμα τους πώς και γιατί οι ρατσιστικές κοινωνικές δομές δημιουργούν ρατσιστικές ψυχικές δομές. Για παράδειγμα:
• Το πρίσμα της λέξης «Φεμινισμός» —θα μπορούσε να αφορά την ιδεολογία ως μηχανισμό μετατροπής του κοινωνικού σε ψυχικό.
• Το πρίσμα της λέξης «Δεν» — παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τη δύσκολη συσχέτιση που έχει η καθεμιά μας με το «δεν» και την απόσταση που δημιουργεί το «δεν».
• Το πρίσμα της λέξης «με» (in)—θα μπορούσε να μας βοηθήσει να δούμε πώς η ιδεολογία εμποτίζει και διαπερνά το δέρμα.
• Το πρίσμα της φράσης «Πρόσωπο βαμμένο μαύρο» (blackface) — μας δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε γιατί πρέπει να είμαστε προσεκτικές με τη μίμηση.

Στο πλαίσιο της σημερινής συζήτησης, το ότι «ο μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: η θεωρία της απελευθέρωσης των Μαύρων δεν είναι θεωρία της απελευθέρωσης των λευκών με πρόσωπο βαμμένο μαύρο, επομένως οι έννοιες είναι μεταβιβάσιμες. Με άλλα λόγια, οι απελευθερωτικές ιδεολογικές προσεγγίσεις, για να είναι απελευθερωτικές, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν ότι συγκεκριμένες κοινωνικές δομές δημιουργούν συγκεκριμένες ψυχικές δομές.

Τζούντιθ Μπάτλερ: Συμφωνώ, «για το εγχείρημα αυτό χρειάζεται να σκεφτόμαστε τη θεωρία της εξουσίας μαζί με τη θεωρία του ψυχισμού» επειδή «η εξουσία που φαίνεται αρχικά εξωτερική, όταν επιβάλλεται πιεστικά στο υποκείμενο, πιέζοντας το υποκείμενο να υποταχθεί, αποκτά μία ψυχική μορφή που συγκροτεί την αυτό-ταυτότητα του υποκειμένου» (Μπάτλερ 1997:3)

Σουρίγια: Με άλλα λόγια, αυτό που μας φαίνεται εξωτερικό, ακόμα και όταν μας πιέζει να υποταχθούμε, μπαίνει κάτω από το δέρμα μας, μέσα στον ψυχισμό μας και μας οδηγεί στο να δώσουμε στον εαυτό μας μία ταυτότητα.

Ας παίξουμε λίγο με το παράθεμα της Λορντ, για να αποκτήσουμε μια αίσθηση των πιθανών συμπερασμάτων.

Η φράση «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» προκαλεί ερωτήματα όπως, θα υπήρχε ο μαύρος φεμινισμός χωρίς τον λευκό Φεμινισμό; Θα υπήρχε ο λευκός Φεμινισμός χωρίς τον μαύρο φεμινισμό; Στο πλαίσιο της ρατσιστικής υπόθεσης της λευκής υπεροχής, είναι δυνατόν να αναποδογυρίσουμε τη φράση για να πούμε ότι ο μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με λευκό πρόσωπο; Μπορεί να υπάρξει φεμινισμός χωρίς τα προθέματα μαύρος και λευκός; Πώς λειτουργούν τα σημαίνοντα «μαύρος» και «λευκός»;

Μία ιδεολογία δεν γίνεται μαύρη ιδεολογία αν βάψουμε πάνω της ένα μαύρο πρόσωπο. Μία λευκή, ευρωκεντρική ιδεολογία δεν μετατρέπεται σε μαύρη εκδοχή βάζοντας μαύρα πρόσωπα στη λογοτεχνία, την έρευνα, τα συνέδρια ή τους θεσμούς. Καμία ιδεολογία, κανένα κίνημα, καμία πίεση για αλλαγή δεν γίνεται μαύρη με την αύξηση της εκπροσώπησης/αναπαράστασης μιας συγκεκριμένης δερματικής απόχρωσης. Επομένως, δεν έχει καμία σχέση και έχει απόλυτη σχέση με το χρώμα του δέρματος.

Κάλπνα Σισάντρι-Κρουκς: Στο βιβλίο μου Desiring Whiteness, υποστηρίζω ότι «η φυλή είναι στη βάση της ένα καθεστώς ματιάς που εγκαθιδρύει μία δομή σχέσεων» (Σισάντρι-Κρουκς 2000: 4) «λέξεις όπως μαύρος και λευκός, όταν χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά—λειτουργούν σαν ονόματα … λειτουργούν σαν τα κύρια ονόματα. Το κύριο όνομα δεν είναι ούτε ολοκληρωτικά δικό μας (δηλαδή το όνομά μας μάς το δίνουν άλλοι) ούτε έχει κάποιο νόημα … Καμία ποιοτική περιγραφή δεν μπορεί να καθιερώσει τη μαύρη ή τη λευκή ταυτότητα σε όλους τους πιθανούς κόσμους, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι το μαύρο και το λευκό δεν υπάρχουν» (Σισάντρι-Κρουκς 2000: 141)

Τόνι Μόρρισον: Στο διήγημά μου “Recitatif”, πειραματίστηκα με την αφαίρεση οποιουδήποτε φυλετικού κώδικα από ένα αφήγημα για δύο χαρακτήρες διαφορετικών φυλών, για τους οποίους η φυλετική ταυτότητα έχει κρίσιμη σημασία» (Μόρρισον 1992: xi)

Κάλπνα Σισάντρι-Κρουκς: Διαβάζοντας το “Recitatif” μπόρεσα να καταλάβω τα εξής ερωτήματα: «Όταν το σημαίνον «μαύρος» ή «λευκός» αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σώμα, τι ανακαλύπτουμε για το σώμα αυτό; Υπάρχει κάποια γνώση, κάτι που γνωρίζουμε, χάρη στη λειτουργία του σημαίνοντος;» (Σισάντρι-Κρουκς 2000: 148)

Σουρίγια: Το κλειδί δεν βρίσκεται στο ουσιαστικό ή τα ουσιαστικά, αλλά στο πώς τα ουσιαστικά λειτουργούν σαν μανδύες, σαν κιβώτια που μεταφέρουν και μεταμορφώνουν τις ρατσιστικές κοινωνικές δομές σε ρατσιστικές ψυχικές δομές.

Όντρ Λορντ: Θα έθετα την εξής προειδοποίηση: «σε ένα πατριαρχικό σύστημα εξουσίας όπου το προνόμιο του λευκού δέρματος αποτελεί τεράστιο ατού, οι παγίδες που χρησιμοποιούνται για την ουδετεροποίηση των Μαύρων και λευκών γυναικών δεν είναι οι ίδιες» (Λορντ 1980: 118). Το διακύβευμα είναι να προσέξουμε την ιδιαιτερότητα αυτών των παγίδων.

Σουρίγια: Μου φαίνεται ότι οι «παγίδες», Λορντ, στην πρότασή σου «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» συνεπάγονται πολλά περισσότερα από έναν διπολικό διαχωρισμό μαύρο/λευκό ή μία απάντηση στην έλλειψη συμπερίληψης/στον αποκλεισμό των μαύρων φεμινιστριών από πλευράς των λευκών φεμινιστριών. Φαίνεται πως λες πολλά παραπάνω από το ότι οι Μαύρες γυναίκες είναι «ο άλλος» και «ετεροποιημένες». Το ότι ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο σημαίνει την αμφίδρομη εξάρτηση ανάμεσα στη διαφορά και τα εγγενή πολιτικά και επιστημολογικά προβλήματα, παράδοξα και τις αμφιθυμίες της εξάρτησης και της εμπιστοσύνης ή του στηρίγματος στον «Άλλο».

Όντρ Λορντ: Στο «Ανοιχτό Γράμμα στη Μαίρη Ντέιλι», μιλάω ευθέως, «Υπονοώντας, ωστόσο, ότι όλες οι γυναίκες υφίστανται την ίδια καταπίεση μόνο και μόνο επειδή είμαστε γυναίκες παραβλέπουμε τα πολλά και διάφορα εργαλεία της πατριαρχίας. Αγνοούμε, έτσι, το πώς οι γυναίκες χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία η μία ενάντια στην άλλη χωρίς επίγνωση» (Λορντ 1979: 67). Για να είμαι ξεκάθαρη, «πέραν της γυναικείας αλληλεγγύης, υπάρχει και πάλι ο ρατσισμός» (Λορντ 1979: 70).

Σουρίγια: Η φράση «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» φτάνει στην καρδιά θεμελιωδών ερωτημάτων που αφορούν στη βάση, τη συμμετοχή, τον ορισμό και τον στόχο του φεμινισμού. Η δήλωση αυτή εγείρει ερωτήματα για το ποια και τι προ-αποκλείεται, ποια συγκροτείται, πώς συγκροτείται, με ποιους τρόπους και γιατί;

Τζούντιθ Μπάτλερ: «Ποια είδη εμπρόθετης δράσης προ-αποκλείονται μέσω του ορισμού ενός επιστημολογικού υποκειμένου, ακριβώς επειδή οι κανόνες και οι πρακτικές που διέπουν την επίκληση του υποκειμένου αυτού και ρυθμίζουν την εμπρόθετη δράση εκ των προτέρων αποκλείονται ως πιθανά πεδία ανάλυσης και κριτικής παρέμβασης;» (Μπάτλερ 1990: 197).

Σουρίγια: Μία προσεκτική ανάγνωση της φράσης «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» χρησιμοποιεί τα στοιχεία του ερωτήματος που θέτει η Μπάτλερ σε σχέση με τον προ-αποκλεισμό και τη ρύθμιση, όχι μόνο της εμπρόθετης δράσης, αλλά και της ανάλυσης και της κριτικής παρέμβασης των κανόνων και των πρακτικών που τοποθετούν τον μαύρο φεμινισμό σε σχέση με τον λευκό φεμινισμό.

Τζούντιθ Μπάτλερ: Η δήλωση ότι «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» ενσωματώνει και επιτελεί την ίδια της την αποδόμηση. Και εξηγώ: «η αποδόμηση της ταυτότητας δεν είναι αποδόμηση της πολιτικής· περισσότερο, καθιερώνει τους ίδιους τους όρους μέσω των οποίων αρθρώνεται η ταυτότητα, ως όρους πολιτικούς» (Μπάτλερ 1990: 203)

Σουρίγια: Η Λορντ καθιερώνει ως όρους πολιτικούς τους ίδιους τους όρους μέσω των οποίων αρθρώνεται και αναγνωρίζεται ο φεμινισμός. Μου αρέσει η χρήση της λέξης εργαλείο από τη Λορντ και η προειδοποίησή της ότι εάν δεν έρθουμε αντιμέτωπες με τα πολλά και διάφορα εργαλεία μιας ρατσιστικής πατριαρχίας, πώς στο καλό θα αποκτήσουμε επίγνωση του ότι τα χρησιμοποιούμε η μία ενάντια στην άλλη ως μαύρες και λευκές φεμινίστριες. Προτείνω μία φεμινιστική μηχανική της θεωρίας που θα μπορούσε να μας ενθαρρύνει να δουλέψουμε τη μηχανολογία της θεωρίας. Θεωρώ ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε θα πρέπει να είναι κοφτερά, ακριβείας και να κατάλληλα για τη δουλειά που τα θέλουμε—ένα φεμινιστικό επανα-καλιμπράρισμα. Επιπλέον, το θέμα που αναλύουμε, για παράδειγμα οι έννοιες, τα ζητήματα, οι εντάσεις, και το οποίο χρειάζεται να ξανα καλιμπραριστεί είναι που συγκροτεί τα εργαλεία που χρειάζονται για τη δουλειά αυτή. Με άλλα λόγια, η φράση «ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο» την ίδια στιγμή που αποτελεί το θέμα της ανάλυσης, συγκροτεί και τα εργαλεία για την ανάλυση. Ας είμαι ξεκάθαρη, το ότι «πέραν της γυναικείας αλληλεγγύης υπάρχει και πάλι ρατσισμός» ισχύει και για τον μαύρο αλλά και για τον λευκό φεμινισμό, και οι ρατσιστικές κοινωνικές δομές δημιουργούν ρατσιστικές ψυχικές δομές, και αυτό ισχύει είτε αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Μαύρες είτε ως λευκές φεμινίστριες—αλλά και πάλι, η Λορντ έχει δηλώσει ότι ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο.

Λουί Αλτουσέρ: Έτσι όπως καταλαβαίνω τη σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές δομές και τις ψυχικές δομές, «η ιδεολογία “δρα” ή “λειτουργεί” με τέτοιο τρόπο που “στρατολογεί” υποκείμενα ανάμεσα στα άτομα (τα στρατολογεί όλα) ή “μεταμορφώνει” τα άτομα σε υποκείμενα (τα μεταμορφώνει όλα) μέσω αυτής ακριβώς της λειτουργίας που ονομάζω έγκληση (interpellation)» (Αλτουσέρ 1971: 33)

Σουρίγια: Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η στρατολόγηση είναι διαφορετική για διαφορετικά άτομα και η μεταμόρφωση είναι διαφορετική για διαφορετικά άτομα.

Έλσμπεθ Πρόμπυν: Η Μαύρη ιδεολογία δεν είναι λευκή ιδεολογία με πρόσωπο βαμμένο μαύρο, επειδή «Εγκαλούμαστε με διαφορετικό τρόπο» και «τυγχάνουμε διαφορετικής υποδοχής από διαφορετικές ιδεολογίες με διαφορετικούς τρόπους» (Πρόμπυν 2003: 298).

Σουρίγια: Τώρα που έχουμε ορίσει ορισμένες βασικές αρχές/ένα γενικό πλαίσιο· ας δούμε τώρα τα 4 πρίσματα που περιγράψαμε στην αρχή της συζήτησής μας:

Το πρώτο πρίσμα είναι η λέξη «Φεμινισμός»

Ο φεμινισμός—θα μπορούσε να οριστεί ως μια ιδεολογία που αντιτίθεται και εκθέτει τις καταπιεστικές πατριαρχικές κοινωνικές παραγωγές των γυναικών. Ακόμα και αν θέλει κάποια να υποστηρίξει ότι οι συνέπειες της καταπίεσης της πατριαρχίας είναι οικουμενικές, οι φεμινιστικές ιδεολογίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν με οικουμενικό τρόπο, επειδή ως υποκείμενα τυγχάνουμε διαφορετικής υποδοχής και συγκροτούμαστε διαφορετικά.

Τζούντιθ Μπάτλερ: Πράγματι, θα έλεγα ότι συνδεόμαστε παθιασμένα με τραυματικές εγκλήσεις (interpellations) (Μπάτλερ 1997: 6, 105). Έτσι, λοιπόν, υπάρχει η υποδοχή, και υπάρχει και η παθιασμένη σύνδεσή μας με την υποδοχή, ακόμα και όταν η υποδοχή μας καταπιέζει.

Σουρίγια: Ακριβώς επειδή οι μαύροι άνθρωποι στρατολογούνται, μεταμορφώνονται και συνδέονται με διαφορετικό τρόπο από ότι οι λευκοί άνθρωποι και οι λευκοί άνθρωποι στρατολογούνται, μεταμορφώνονται και συνδέονται με διαφορετικό τρόπο από ότι οι μαύροι άνθρωποι, η ιδεολογία που χρειάζεται για να δούμε την ιδιαιτερότητα της στρατολόγησης, την ιδιαιτερότητα της μεταμόρφωσης και την ιδιαιτερότητα της σύνδεσης δεν μπορεί να είναι η ίδια για τους μαύρους και τους λευκούς ανθρώπους.

Έλσμπεθ Πρόμπυν: Ας μετατοπίσουμε την εστίαση από την ιδεολογία στον χώρο, παραμένοντας όμως στους μηχανισμούς της παραγωγής και της συγκρότησης. «ο χώρος και η θέση που κατοικούμε μας παράγουν» (Πρόμπυν 2003: 294). Επομένως, η υποκειμενικότητα συγκροτείται από τον χώρο και τη θέση. Εάν δεχτούμε ότι οι μαύροι και οι λευκοί άνθρωποι κατοικούν σε διαφορετικούς χώρους, συνεπάγεται ότι ο χώρος και η θέση που παράγει τη μαύρη υποκειμενικότητα, δεν ταυτίζεται με τον χώρο και τη θέση που παράγουν τη λευκή υποκειμενικότητα.

Σουρίγια: Έτσι, έχουμε μια κατάσταση όπου ο μαύρος και ο λευκός ψυχισμός συγκροτούνται και ρυθμίζονται διαφορετικά, επειδή καταλαμβάνουν διαφορετικούς χώρους και στρατολογούνται, μεταμορφώνονται και συνδέονται παθιασμένα με διαφορετικούς τρόπους.

Νόρμα Αλαρκον: Αυτό που ακούω να λες είναι ότι η φεμινιστική σκέψη δεν μπορεί να βασίζεται στην αναγωγιστική παραδοχή μιας κοινής εμπειρίας του να είσαι γυναίκα, «αν το φύλο αποτελεί την κεντρική έννοια στη φεμινιστική σκέψη, η επιστημολογία ισοπεδώνεται με τέτοιο τρόπο που χάνεται έπειτα η εικόνα των σύνθετων και πολλαπλών τρόπων με τους οποίους συγκροτείται το υποκείμενο και το αντικείμενο της πιθανής εμπειρίας … Έτσι, δεν υπάρχει καμία περαιτέρω διερώτηση σχετικά με το υποκείμενο της γνώσης πέραν του γεγονότος ότι είναι “γυναίκα”» (Άλαρκον 1990: 361).

Σουρίγια: Μπορώ τώρα να προσθέσω εδώ το ζήτημα της αναγνώρισης και της μη αναγνώρισης, που βρίσκεται στην καρδιά της αλτουσεριανής έγκλησης και στην καρδιά αυτού που μόλις είπε η Άλαρκον. Καθώς το τι αναγνωρίζουμε ή δεν αναγνωρίζουμε καθορίζει το αν χάνουμε ή δεν χάνουμε την εικόνα των πολλαπλών και σύνθετων τρόπων με τους οποίους συγκροτούνται οι γυναίκες, αλλά καθορίζει και το εάν θα προχωρήσουμε τη διερώτησή μας και τον φεμινιστικό ακτιβισμό μας πέραν της κατηγορίας του να είσαι γυναίκα.

Σότζερνερ Τρουθ: Το 1851, στο Συνέδριο Γυναικών στο Οχάιο, όπου ανάμεσα σε κάποιες άλλες γυναίκες, αναγκάστηκα να ρωτήσω ξανά και ξανά, καθώς δεν ήταν προφανές, παρά το ότι είχα ξεγυμνώσει το στήθος μου, Εγώ δεν Είμαι Γυναίκα; Ως Μαύρη σκλάβα, δεν αναγνωριζόμουν ως γυναίκα.

Μισέλ Πεσέ: Σότζερνερ Τρουθ, η πρόκληση που θέτεις έχει να κάνει με το ότι η «πράξη της αναγνώρισης περιλαμβάνει ταυτόχρονα τη δυναμική της μη αναγνώρισης» (Πεσέ 1994: 141-151).

Τζούντιθ Μπάτλερ: «Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε ξεχωριστές ταυτότητες στον αγώνα για αναγνώρισης αλλά εμπλεκόμαστε ήδη σε μία αμοιβαία συναλλαγή, μία συναλλαγή που μας εκτοπίζει από τις θέσεις μας, από τις θέσεις μας ως υποκειμένων» (Μπάτλερ 2004: 44).

Στιούαρτ Χολ: «Οι ταυτότητες δομούνται μέσω της διαφοράς, όχι έξω από τη διαφορά … μόνο μέσω της συσχέτισης με τον άλλον, της συσχέτισης με αυτό που δεν είναι, με αυτό ακριβώς του οποίου έχει έλλειψη, με αυτό που έχει ονομαστεί «καταστατικό εκτός» μπορεί να δομηθεί το θετικό νόημα του οποιουδήποτε όρου—και επομένως της ταυτότητάς του … Οι ταυτότητες λειτουργούν ως σημεία ταύτισης και σύνδεσης μόνο και μόνο λόγω της δυνατότητάς τους να αποκλείουν, να αφήνουν έξω, να καθιστούν «εκτός», να καθιστούν αποκείμενα. Κάθε ταυτότητα έχει στο «περιθώριό» της ένα περίσσευμα, κάτι παραπάνω. Η ενότητα, η εσωτερική ομοιογένεια, η οποία αντιμετωπίζεται από τον όρο ταυτότητα ως θεμελιακή δεν είναι φυσική, αλλά αποτελεί μία κατασκευασμένη μορφή κλεισίματος.

Σουρίγια: Σότζερνερ Τρουθ, εσύ προσωποποίησες το «καταστατικό εκτός», ενσάρκωσες το παράδειγμα της μη αναγνώρισης ότι η ταύτιση και η σύνδεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες στο συνέδριο βασίζεται σε κοινά στοιχεία που έχουν μεταξύ τους. Δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν ότι η ταύτισή τους βασίζεται σε αυτό που είναι διαφορετικό και ως εκ τούτου αποκλείεται, δεν συμπεριλαμβάνεται. Έτσι, για να έχουν μία κοινή ταύτιση και ταυτότητα ως γυναίκες μέσα σε μια ομάδα γυναικών στο συνέδριο, οι γυναίκες αυτές δεν σε αναγνώρισαν, Σότζερνερ Τρουθ, ως γυναίκα, ήσουν μια ετερότητα, και αναγκάστηκες να επαναλάβεις την ερώτησή σου «Εγώ δεν είμαι Γυναίκα;» Το συνέδριο αυτό είχε να κάνει με το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν, να συμμετέχουν στους κρατικούς μηχανισμούς, και έτσι το «καταστατικό εκτός», το «δεν-» που συγκροτεί αυτό το οποίο «είναι» φέρει εκτεταμένες συνδηλώσεις—σε αυτό ακριβώς αναφερόταν η Λορντ όταν μιλούσε για τα πολλά και διάφορα εργαλεία και παγίδες της ρατσιστικής πατριαρχίας.

Και αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο πρίσμα—τη λέξη «Δεν»

«Ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο»: είναι ξεκάθαρο ότι η Λορντ δεν αναφέρεται απλώς στην ομοιότητα και τη διαφορά. Η Λορντ όχι μόνο προβληματοποιεί την έννοια ενός κοινού φεμινισμού, αλλά και εισάγει το «δεν». Η διάκριση ανάμεσα στον μαύρο φεμινισμό και τον λευκό φεμινισμό γίνεται διαθέσιμη από αυτό το όποιο «δεν» είναι. Αυτό δεν θα πρέπει να το συγχέουμε με καθορισμένες, αντιθετικές ουσιοκρατικές κατηγορίες του μαύρου και του λευκού. Το «δεν» λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σωματοποιεί μία δύσκολη αλληλεξάρτηση της διαφοράς από τον «Άλλον», ειδικά όπου υπάρχει διαφορικό εξουσίας. Εάν η βάση της ταύτισης και της αναγνώρισης τίθεται σε σχέση με τον «Άλλον», και εάν για τους μαύρους φεμινισμούς ο Άλλος είναι οι λευκοί φεμινισμοί, και αντιστρόφως, τότε η σχεσιακότητα είναι παράδοξη σε γνωστικό επίπεδο και εντόνως άβολη σε συναισθηματικό επίπεδο.

Χόμι Μπάμπα: «Το να διαφέρεις από εκείνους που είναι διαφορετικοί σε καθιστά όμοιο» (Μπάμπα 1986: xxviii).

Σουρίγια: Με άλλα λόγια, η συγκρότηση του μαύρου φεμινισμού εξαρτάται από μία αλληλεξάρτηση με τον λευκό φεμινισμό, η οποία θεμελιώνεται στο «δεν». Είναι μαύρος φεμινισμός επειδή δεν είναι λευκός φεμινισμός. Η δυναμική αυτή σωματοποιείται και επιτελείται στη γλωσσική δομή της δήλωσης. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, ο χώρος και η θέση ανάμεσα στις λέξεις ο μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο λειτουργεί ως χώρος και θέση ανάμεσα στον μαύρο και τον λευκό φεμινισμό.

Τζούλια Κρίστεβα: «Η έννοια της διακειμενικότητας αντικαθιστά την έννοια της δι-υποκειμενικότητας, και η ανάγνωση της ποιητικής γλώσσας τουλάχιστον διπλασιάζεται» (Κρίστεβα 1969: 37).

Σουρίγια: Άρα μπορεί να έχουμε τη διακειμενικότητα ως δι-υποκειμενικότητα, όπου το άθροισμα των μερών είναι μεγαλύτερο από τα επιμέρους στοιχεία, όπως στην κομβικότητα (ή διαθεματικότητα).

Τζούλια Κρίστεβα: «Κάθε λέξη (κείμενο) αποτελεί έναν κόμβο λέξεων (κειμένων) όπου τουλάχιστον μπορεί να διαβαστεί μία άλλη λέξη (κείμενο) … κάθε κείμενο αποτελεί την απορρόφηση και τη μεταμόρφωση ενός άλλου … η λέξη ως ελάχιστη κειμενική μονάδα, επομένως, τελικά καταλαμβάνει τη θέση του μεσάζοντα, συνδέοντας δομικά μοντέλα με πολτισμικά (ιστορικά) περιβάλλοντα, αλλά και τη θέση του ρυθμιστή» (Κρίστεβα 1969: 37)

Σουρίγια: Κρίστεβα, μας δίνεις μία μέθοδο για να αποδομήσουμε τη δι-υποκειμενική αλληλεξάρτηση των λέξεων ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο—μια μέθοδο για να δούμε τη λειτουργία και τη θέση του χώρου ανάμεσα στις λέξεις· τη σημασία, τη συγκρότηση και τον σχηματισμό των κενών στο κείμενο.

Τζούλια Κρίστεβα: «Η λέξη είναι χωροποιημένη» (Κρίστεβα 1969: 37).

Ρατζαγκοπάλαν Ραντακρίσνα: «Η πολτική της τοποθεσίας είναι παραγωγική … επειδή καθιστά μία τοποθεσία ευάλωτη στις διεκδικήσεις μίας άλλης και επιτρέπει πολλαπλές συγκρουόμενες αναγνώσεις της μιας πραγματικότητας από ποικίλες τοποθεσίες και θέσεις … εάν δεν μελετηθούν σε όλη τους την αλληλοσυνδεσιμότητα οι πολλαπλές μεσολαβήσεις που εγκαλούν την τοποθεσία, οι αναλύσεις των τοποθεσιών δεν είναι τίποτα παραπάνω από ασκήσεις αμυντικής αυτό-απορρόφησης» (Ραντακρίσνα 2000: 57-58).

Σουρίγια: Υπάρχουν ορισμένες διασταυρούμενες εντάσεις εδώ, το «δεν» δεν είναι μόνο «δεν» σε σχέση με αυτό που πραγματικά είναι, ή δεν είναι, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς πλησιάζει σιγά σιγά την επικίνδυνη αξίωση ενός αυθεντικού. Το μαύρο μπορεί να είναι μαύρο επειδή δεν είναι λευκό και το λευκό είναι λευκό επειδή δεν είναι μαύρο, αλλά τόσο το μαύρο, όσο και το λευκό είναι αμοιβαίως καταστατικά. Το σύνορο ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό παράγει ένα ψευδές δίπολο. Το διακύβευμα είναι να οριοθετήσει αυτό το «δεν» το σύνορο της ιδιαιτερότητας που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον μαύρο φεμινισμό από τον λευκό φεμινισμό—πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τη μεταμφίεση του λευκού φεμινισμού με πρόσωπο βαμμένο μαύρο; Ωστόσο, τα σύνορα είναι ακαθόριστα· τα σύνορα είναι αμοιβαίως καταστατικά, η ένταση των συνόρων δεν είναι πραγματική, αποτελούν μία κατασκευή που παύει να υπάρχει όταν αποδομείται.

Συνοψίζοντας: Οι Ρατσιστικές Κοινωνικές Δομές δημιουργούν Ρατσιστικές Ψυχικές Δομές—όπου, παρά το ότι η στρατολόγηση, η μεταμόρφωση και οι παθιασμένες συνδέσεις είναι διαφορετικές, το «ΔΕΝ» μας θυμίζει ότι η διαφορά είναι ενδεχομενική, σε αλληλοεξάρτηση και συσχέτιση με το ΔΕΝ. Το διακύβευμα είναι να δώσουμε φωνή στην ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων παγίδων, δίνοντας ταυτόχρονα φωνή στην αλληλεξάρτηση της διαφοράς, χωρίς να πέσουμε στο δόλωμα της αυθεντικότητας και των συνόρων.

Ας προχωρήσουμε τώρα στο τρίτο πρίσμα, στη λέξη «Με» (“in”).

Πώς το κοινωνικό μπαίνει μέσα στον ψυχισμό για να δημιουργήσει και να μεταμορφώσει; Έχουμε δείξει ότι η στρατολόγηση και οι παθιασμένες συνδέσεις σημαίνουν ότι το να εντάσσεσαι είναι διαφορετικό για τους μαύρους και τους λευκούς ανθρώπους και έχει διαφορετικές συνέπειες, αν και συγκροτούνται η μία μέσω της άλλης.

Τζούντιθ Μπάτλερ: «Μία θεωρία της διαμόρφωσης του υποκειμένου πρέπει να λογοδοτεί για αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης, και η έννοια της ενσωμάτωσης πρέπει να τίθεται υπό διερώτηση, ώστε να εξακριβώνεται η ψυχική τοπογραφία που αποκτά» (Μπάτλερ 1997: 19).

Σουρίγια: Όπου η Μπάτλερ μιλάει για «ενσωμάτωση», ο Φάνον μιλάει για «επιδερμοποίηση» (epidermalization) σε σχέση με την ιδιαιτερότητα του ρατσισμού. Σε αυτό το σημείο, μπαίνει η επιδερμίδα ή το μαύρο δέρμα με πολύ συγκεκριμένο και άμεσο τρόπο.

Φραντς Φάνον: Στο Μαύρα Δέρματα, λευκές Μάσκες, χρησιμοποιώ τον όρο «επιδερμοποίηση» για να περιγράψω τη διαδικασία όπου, «εάν υπάρχει κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητα, τότε αυτό αποτελεί το αποτέλεσμα μιας διπλής διαδικασίας:–πρωτίστως οικονομικής, δευτερευόντως—ως εσωτερίκευση—ή καλύτερα, επιδερμοποίηση—αυτής της κατωτερότητας» (Φάνον 1967: 4). Πιο συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε ένα «φυλετικό επιδερμικό σχήμα» (Φάνον 1967: 84).

Όντρ Λορντ: «Μήπως κακός σήμαινε μαύρος; Το ατελείωτο τρίψιμο με χυμό λεμονιού στις ρωγμές και τις σχισμές του σώματός μου που μέστωνε και σκούραινε. Και, αχ, οι αμαρτίες μου: οι σκούροι αγκώνες μου και τα γόνατά μου, τα ούλα και οι ρόγες μου, οι πτυχώσεις του λαιμού μου και το σπήλαιο της μασχάλης μου» (Λορντ 1983: 149).

Σουρίγια: Μία προσεκτική ανάγνωση των λόγων σου, Λορντ—ο χώρος και η θέση των «ρωγμών», των «σχισμών», των «πτυχώσεων», του «σπηλαίου» λειτουργούν επιτελεστικά στο φυλετικό επιδερμικό σχήμα (και επικαλούνται μια ατελείωτη επανάληψη) για να σωματοποιήσουν την αγωνία και την αμφιθυμία που βρίσκεται στο κενό ανάμεσα στο μη λευκό το οποίο πρέπει να μετατραπεί σε μη μαύρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δέρμα λειτουργεί ως επιφάνεια για την ενσωμάτωση ή την επιδερμοποίηση της ψυχικής ζωής της εξουσίας. Η μαύρη επιδερμίδα ή το μαύρο πρόσωπο, αποτελούν ταυτόχρονα ένα κενό σημαίνον και έναν σωματικό μανδύα/δέρμα για την ενσωμάτωση της ιδεολογίας. Έτσι, το δέρμα λειτουργεί ως συμβολικός τόπος έγκλησης. Για αυτόν τον λόγο δεν έχει καμία σχέση και έχει απόλυτη σχέση με το χρώμα του δέρματος. Επιπλέον, αποτελεί και μία διαφορετική πλευρά του πώς οι κοινωνικές δομές συγκροτούν, εγκαλούν και τραυματίζουν μαύρους και λευκούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους.

Τζούντιθ Μπάτλερ: «Η διαδικασία της εσωτερίκευσης κατασκευάζει τη διάκριση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική ζωή … Όπου οι κοινωνικές κατηγορίες εγγυώνται μία αναγνωρίσιμη και διαρκή κοινωνική ύπαρξη, είναι προτιμότερος ο ασπασμός κατηγοριών αυτού του είδους, ακόμα και αν εξυπηρετούν την καθυπόταξη, παρά η μηδενική κοινωνική ύπαρξη» (Μπάτλερ 1987: 19-20).

Σουρίγια: Επομένως, η σφοδρή παθιασμένη σύνδεση με αυτό το οποίο μας καταπιέζει—ένα από τα πολλά και διάφορα εργαλεία της πατριαρχίας, στα οποία αναφέρθηκε νωρίτερα η Λορντ.

Όλιβερ: «Οι αποικιοκρατούμενοι δεν εσωτερικεύουν, αλλά μάλλον επιδερμοποιούν τη ρατσιστική ιδεολογία» (Όλιβερ 2004: 51).

Φραντσ Φάνον: «Αρχίζω να υποφέρω από το ότι δεν είμαι λευκός στον βαθμό που ο λευκός μού επιβάλλει διακρίσεις, με καθιστά αποικιοκρατούμενο ιθαγενή, ληστεύει όλα τα υπάρχοντά μου, την ατομικότητά μου, μου λέει ότι είμαι ένα παράσιτο του κόσμου, “ότι είμαι ένα άγριο κτήνος, ότι οι άνθρωποί μου και εγώ είμαστε ένας αηδιαστικός σωρός κινούμενης κοπριάς που λιπαίνει τα γλυκά ζαχαροκάλαμα και το μεταξένιο βαμβάκι, ότι δεν έχω καμιά χρησιμότητα στον κόσμο”. Τότε εγώ πολύ απλά θα προσπαθήσω να κάνω τον εαυτό μου λευκό: με άλλα λόγια, θα αναγκάσω τον λευκό άντρα να αναγνωρίσει ότι είμαι άνθρωπος» (Φάνον 1967: 98).

Όντρ Λορντ: Να σας περιγράψω τώρα «το μαύρο κοριτσάκι-σίφουνας που κάποτε λαχταρούσε να είναι μαύρο ή οτιδήποτε άλλο από αυτό που ήταν, καθώς το μόνο που της επιτρεπόταν να είναι ήταν το άθροισμα του χρώματος του δέρματός της και της υφής των μαλλιών της, της σκιάς στα γόνατα και τους αγκώνες της, και όλα αυτά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν αποδεκτά ως ανθρώπινα» (Λορντ 1983: 174).

Σουρίγια: Τόσο ο Φάνον, όσο και η Λορντ καταδεικνύουν την αναπόδραστη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην ιδεολογία, τη σωματοποίηση και την ψυχική ζωή της εξουσίας. Εάν ο φεμινισμός αποτελεί ένα πολιτικό κίνημα που αμφισβητεί και αντιστέκεται στους «όρους», στο «επιτρεπτό» και το «αποδεκτό» της καταπίεσης και εάν οι όροι είναι διαφορετικοί για τους μαύρους ανθρώπους, τότε συνεπάγεται ότι ο μαύρος φεμινισμός ενδεχομένως απαιτεί μία αμφισβήτηση και αντίσταση σε διαφορετικούς όρους από ότι ο λευκός φεμινισμός. Νομίζω πως τώρα θα πρέπει να προχωρήσουμε στο τελευταίο πρίσμα—τη φράση «Πρόσωπο βαμμένο μαύρο» (blackface). Χρησιμοποιώντας τη λέξη «blackface» η Λορντ προκλητικά δημιουργεί συνδηλώσεις με τους μαύρους και λευκούς περιπλανώμενους καλλιτέχνες του Μαεσαίωνα.

Χόμι Μπάμπα: Το βαμμένο μαύρο πρόσωπο εμφανίζει ως διά μαγείας τη μίμηση του «αρκετά/μη λευκού» (the quite/not white) (Μπάμπα 1994: 92). Η μίμηση αποτελεί «την επιθυμία για έναν αναμορφωμένο, αναγνωρίσιμο Άλλο, ως υποκείμενο μιας διαφοράς που είναι σχεδόν η ίδια, αλλά όχι αρκετά ίδια» (Μπάμπα 1994: 86).

Σουρίγια: Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, κάθε είδος αποικιοκρατίας και λευκού φεμινισμού που εμφανίζεται με πρόσωπο βαμμένο μαύρο αποτελεί παράδειγμα αποικιοκρατίας, ο αποικιοκράτης δομεί τον αποικιοκρατούμενο ως σχεδόν ίδιο αλλά όχι αρκετά ίδιο, επειδή:

Η επιτυχία της κατάκτησης έγκειται στη συντήρηση της διαφοράς ανάμεσα στον αποικιοκρατούμενο και τον αποκιοκράτη—ο αποικιοκράτης δεν θέλει να κάνει ο αποικιοκρατούμενος το λάθος να πιστέψει ότι είναι ίσοι—ε, λοιπόν, αυτή η κατάσταση είναι αγχωτική.

Χόμι Μπάμπα: Η αμφιθυμία υπάρχει στο κενό του «σχεδόν», «η μίμηση δομείται γύρω από την αμφιθυμία· για να είναι αποτελεσματική, η μίμηση πρέπει να παράγει συνεχώς την απόκλισή της, το περίσσευμά της, τη διαφορά της» (Μπάμπα 1994: 86).

Σουρίγια: Χρησιμοποιώντας τον όρο «πρόσωπο βαμμένο μαύρο» (blackface), η Λορντ λέει να είμαστε προσεκτικές με τη μίμηση, να είμαστε προσεκτικές με τις μεταμφιέσεις και με το πώς «το σχεδόν πρέπει να παράγει απόκλιση».

Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί η Λορντ μας προειδοποιεί ότι ο Μαύρος φεμινισμός δεν είναι λευκός φεμινισμός με πρόσωπο βαμμένο μαύρο. Καταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίο είναι τόσο καχύποπτη με αυτού του είδους τη μίμηση.

Επειδή:

Η μίμηση είναι μία από τις παγίδες που χρησιμοποιούνται για την ουδετεροποίηση των μαύρων και των λευκών γυναικών. Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια της Λορντ «τα εργαλεία του αφέντη δεν θα ξηλώσουν ποτέ το σπίτι του» (Λορντ 1979: 112).

Η μίμηση στέκεται αμυντικά απέναντι στο επώδυνο αποτράβηγμα της αναίρεσης της στρατολόγησης και της παθιασμένης σύνδεσης. Η μίμηση επιτρέπει τη μεταμφίεση μιας αδιαφοροποίητης διαφοροποιημένης θέσης.

Η μίμηση κάνει τη σύμπραξη με την καταπίεση πιο αποδεκτή.

Το «σχεδόν το ίδιο» εγκαθιστά αλλά και συρρικνώνει το κενό ανάμεσα σε διαφορετικά υποκείμενα, κάνοντας την «ανυπόφορη σχεσιακότητα» πιο υποφερτή. Ε λοιπόν, το «σχεδόν το ίδιο» σημαίνει ότι είναι λιγότερο αναγκαίο να θέσουμε υπό διερώτηση την κατασκευή της διαφοράς.

Πολύ επικίνδυνη περιοχή!!!

Συμπέρασμα

Σουρίγια: Η αλλαγή της εμφάνισης, της μάσκας, του προσώπου δεν αλλάζει θεμελιωδώς το αντικείμενο που βρίσκεται από κάτω. Δεν αλλάζει την υποδοχή και δεν κάνει τίποτα για να διαφοροποιήσει τα άνισα διαφορικά εξουσίας που προϋποθέτει ο ρατσισμός. Είναι σαν το φάντασμα της όπερας—παραμένει άσχημο κάτω από τη μάσκα. Και για αυτόν τον λόγο, δεν έχει καμία σχέση και έχει απόλυτη σχέση με το χρώμα του δέρματος.

Όντρ Λορντ: «Τα παλιά μοτίβα, όσο έξυπνα και αν αναδιατάσσονται για να μιμηθούν την πρόοδο, μας καταδικάζουν ακόμα σε διακοσμητικά διαφοροποιημένες επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων συναλλαγών, της ίδιας και της ίδιας ενοχής, του μίσους, της αλληλοκατηγορίας, του θρήνου και της καχυποψίας» (Λορντ 1980: 123).