Ιστορίες για μάγισσες, μαρξιστικός φεμινισμός και πολιτικές εναλλακτικές

Συνέντευξη της Σίλβια Φεντερίτσι

Στον Γιώργο Σουβλή* και την Αnkica Čakardić**

Μετάφραση Βαρβάρα Κυριλλίδου

Η Σίλβια Φεντερίτσι είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό, τόσο από τις επισκέψεις της στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με διάφορες αφορμές, όσο βεβαίως και από το βιβλίο της Ο Κάλιμπαν και μάγισσα. Φεμινίστρια και μαρξίστρια, επηρεασμένη από τη θεωρητική παράδοση του ιταλικού εργατισμού, η Φεντερίτσι συνδυάζει επί δεκαετίες ένα πλούσιο και πρωτότυπο συγγραφικό και ερευνητικό έργο, με τον μαχητικό ακτιβισμό και τη διεθνιστική αλληλεγγύη, από τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική μέχρι την υποσαχάρια Αφρική. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Γιώργο Σουβλή* και την Αnkica Čakardić** μιλά για την πολιτική της διαμόρφωση, τις θεωρητικές απόψεις της για τον μαρξισμό, την αναπαραγωγική εργασία και την καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά και για την πολιτική επικαιρότητα: τις αμερικανικές εκλογές, την εμπειρία των αριστερών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, τους αγώνες για τα κοινά. Τη συνέντευξη μετέφρασε η Βαρβάρα Κυριλλίδου.

1. Θα θέλατε να παρουσιάσετε τον εαυτό σας εστιάζοντας στις εμπειρίες, πολιτικές και ακαδημαϊκές, που επηρέασαν έντονα τη διαμόρφωσή σας;

Η πρώτη εμπειρία της ζωής μου, αυτή που με διαμόρφωσε περισσότερο, ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μεγάλωσα την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όταν η μνήμη ενός πολέμου ο οποίος είχε διαρκέσει χρόνια, και στον οποίο ήρθαν να προστεθούν τα χρόνια του φασισμού στην Ιταλία, ήταν ακόμη πολύ νωπή. Από νεαρή ηλικία είχα αντιληφθεί πως γεννήθηκα σε έναν κόσμο βαθιά διχασμένο και δολοφονικό, όπου το κράτος όχι μόνο δεν μας προστάτευε, αλλά μπορούσε να ήταν εχθρός, και πως η ζωή είναι εξαιρετικά επισφαλής. Όπως έλεγε αργότερα το τραγούδι της Τζόαν Μπάεζ, «There but for fortune, go you or go I you and I» (Εκεί, κατά τύχη δεν πέθανες εσύ ή εγώ, εσύ κι εγώ).

Μεγαλώνοντας στην μεταπολεμική, και υποτίθεται μεταφασιστική Ιταλία, ήταν δύσκολο να μην είσαι πολιτικοποιημένη. Ακόμη και ως μικρό κορίτσι δεν μπορούσα παρά να ήμουν αντιφασίστρια ακούγοντας όλες τις ιστορίες που μας έλεγαν οι γονείς μας, και τους μύδρους του πατέρα μου ενάντια στο φασιστικό καθεστώς. Επιπλέον μεγάλωσα σε μια κομμουνιστική πόλη, όπου την Πρωτομαγιά οι εργάτες φορούσαν κόκκινα γαρίφαλα στα σακάκια τους και ξυπνούσαμε με το άκουσμα του Bella Ciao, και όπου η πάλη μεταξύ κομμουνιστών και φασιστών συνεχίστηκε, με τους φασίστες να προσπαθούν κατά διαστήματα να ανατινάξουν το μνημείο που ήταν αφιερωμένο στους παρτιζάνους, και τους κομμουνιστές να επιτίθενται για αντίποινα εναντίον της έδρας του MSI – Movimento Sociale Italiano [Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα](1)  – που όλοι γνώριζαν πως δεν ήταν παρά η συνέχεια του απαγορευμένου σήμερα φασιστικού κόμματος. Κι όταν έγινα 18 χρονών, είδα εαυτήν ως ριζοσπάστρια, σε μια εποχή που το πρότυπο αγώνα ήταν ακόμη η αντιφασιστική πάλη και αυτή των εργατών στα εργοστάσια.

Ο ερχομός μου στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν επίσης βασικό σημείο καμπής στην πολιτική μου διαμόρφωση. Ήρθα το καλοκαίρι του ’67. Το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, όπου βρισκόμουν για να σπουδάσω τα επόμενα τρία χρόνια, ήταν μια πολύ δραστήρια πανεπιστημιούπολη στα σύνορα με τον Καναδά και πέρασμα για πολλούς ακτιβιστές εναντίον του πολέμου στην προσπάθειά τους να μην καταταχθούν. Έφτασα εκεί εν μέσω διάφορων κινητοποιήσεων, όπως αυτής για την αλληλεγγύη στους 9 του Μπάφαλο (2), που είχαν συλληφθεί προσπαθώντας να περάσουν τα σύνορα, αλλά και εκείνης ενάντια στην ενοχοποίηση του Μάρτιν Σόστρε [Martin Sostre], ενός πορτορικανού ακτιβιστή που του την είχε στήσει το FBI, και για τον οποίο η μαύρη κοινότητα έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό.

Πολύ σύντομα προσχώρησα στις μαθητικές και αντιπολεμικές διαμαρτυρίες. Ξεκίνησα να συνεργάζομαι με την TELOS και με μια αντεργκράουντ εφημερίδα, την Town Crier. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έμαθα για τα επακόλουθα της δουλείας, του ρατσισμού και του ιμπεριαλισμού. Όσο βρισκόμουν εκεί γνωρίστηκα με την ιταλική «Νέα Αριστερά», τον Εργατισμό και τις εξωκοινοβουλευτικές ομάδες που διαμορφώθηκαν στον απόηχο του γαλλικού ’68 και του ιταλικού Θερμού Φθινοπώρου. Με είχε εμπνεύσει η ανάγνωση του Μαρξ από τον Τρόντι, σύμφωνα με την οποία πρώτα έρχεται η εργατική τάξη και μετά το κεφάλαιο. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το κεφάλαιο δεν προκύπτει από τη δική του αυτόνομη λογική, αλλά αναπτύσσεται σε απάντηση της πάλης της εργατικής τάξης, που είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός της κοινωνικής αλλαγής. Αυτό αποτέλεσε μεγάλο μάθημα για εμένα: μου δίδαξε να αναζητώ πάντα τον αγώνα και να ψάχνω τις κοινωνικές αντιφάσεις ως το κλειδί για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Εργατισμός επίσης προσέφερε μια κριτική του ιστορικού υλισμού και της πολιτικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Φυσικά όμως έχει σημασία ότι ήρθα σε επαφή με τη νέα ιταλική πολιτική σκέψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί εκεί δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω την ιστορία της αποικιοκρατίας και της υποδούλωσης, καθώς και την ιστορία για τον κατώτατο μισθό.

Αυτή η ιστορία –και φυσικά η εμπειρία του να έχω μεγαλώσει σε μια πατριαρχική ακόμη μεταπολεμική Ιταλία– διαμόρφωσε την προσέγγισή μου στο φεμινισμό, κι αυτό αποτέλεσε άλλη μια πραγματικά επαναστατική τομή στη ζωή μου. Δεν θα μιλήσω για το ζήτημα αυτό, γιατί μιλάει η δουλειά μου. Αντί γι’ αυτό, θα αναφερθώ στο τι σήμαινε για εμένα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να είμαι σε θέση να περνώ χρόνο διδάσκοντας στη Νιγηρία, γεγονός που ήταν και η πρώτη μου επαφή με την υποσαχάρια Αφρική. Μέχρι τότε είχα διαβάσει πολύ για την αποικιοκρατία, όπως και για τις πολιτικές ανάπτυξης και υπανάπτυξης. Όμως η Νιγηρία στάθηκε για μένα άλλη μια περίοδος υποκειμενικού πολιτικού μετασχηματισμού. Όχι γιατί άλλαξε την άποψή μου για τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά επειδή αποκάλυψε μια ολόκληρη πραγματικότητα, πολύ διαφορετική σε σύγκριση με το πώς τη βίωνα μέσα από τις γνώσεις που μου πρόσφεραν τα βιβλία. Στη Νιγηρία έμαθα για τις σχέσεις μέσα στην κοινότητα, για τη σημασία της γης, έμαθα τι κατάρα αποτελεί το πετρέλαιο για τις χώρες στις οποίες το βρίσκουν, αλλά και για τη μεγάλη δημιουργικότητα των ανθρώπων της Αφρικής.

Το τέλος της περιόδου όπου δίδασκα εκεί συνέπεσε με την κλιμάκωση της «κρίσης χρέους» και την πολιτική καταπίεση. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισα να περνώ όλο και περισσότερο χρόνο στο Μεξικό, και πρόσφατα και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, εξαιτίας και της έκδοσης του Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα (3): στο Μεξικό, στην Αργεντινή και το Εκουαδόρ, και πλέον και στη Βραζιλία. Αναφέρω τη Λατινική Αμερική γιατί, παρά τις δυσκολίες που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν, και ιδίως οι γυναίκες (εξαιτίας των πολιτικών του εξορυκτισμού και της πανταχού παρούσας βίας – από στρατεύματα, παραστρατιωτικούς, ναρκέμπορους, αλλά και από τη DEA (Οργανισμός για την Καταπολέμηση των Ναρκωτικών), με τον δικό της «Πόλεμο ενάντια στα Ναρκωτικά»), οι αγώνες που κάνουν οι άνθρωποι για να διατηρήσουν την αυτονομία τους, για να αναδημιουργήσουν, ερχόμενοι από μια κατάσταση ολικής απαλλοτρίωσης, και οι αυτόνομες συλλογικές μορφές αναπαραγωγής και αυτό-κυβέρνησης, δεν αποτελούν ένα μοντέλο, αλλά μια πηγή έμπνευσης, που επηρεάζει θετικά τη δική μου πολιτική σκέψη και πρακτική.

2. Κατά τη δεκαετία του ’70 συμμετείχατε στην ομάδα Lotta Femminista (Φεμινιστική Πάλη), με τη Λεοπολντίνα Φορτουνάτι [Leopoldina Fortunati], τη Μαριαρόζα Νταλα Κόστα [Mariarosa Dalla Costa], την Σέλμα Τζέιμς [Selma James] και τις υπόλοιπες. Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε την ιστορική και πολιτική σχέση μεταξύ της Φεμινιστικής Πάλης και του Εργατισμού; Γιατί ήταν σημαντικό για την ομάδα να υιοθετήσει μια κριτική στάση απέναντι στο κράτος και στα συνδικάτα;

Δεν υπήρξα μέλος της Φεμινιστικής Πάλης. Βρισκόμουν ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν σχηματίστηκε. Οι ιταλίδες με τις οποίες δουλέψαμε μαζί για την καμπάνια που αφορούσε τον μισθό για την οικιακή εργασία είχαν διαχωρίσει τη θέση τους από την Φεμινιστική Πάλη, ακριβώς εξαιτίας του ζητήματος που έθετε το WfH (Wages for Housework) (Μισθός για την Οικιακή Εργασία). Τόσο η Μαριαρόζα Νταλα Κόστα όσο και η Λεοπόλντα Φορτουνάτι μίλησαν γι’ αυτό, κι εγώ αναφέρομαι σε εκείνες. Όσον αφορά εμένα, μίλησα ήδη για όσα χρωστάω στον Εργατισμό και το πώς επηρέασε την προσέγγισή μου για τον Μισθό για την Οικιακή Εργασία. Μπορώ να προσθέσω πως το Operai e Capitale (Εργάτες και Κεφάλαιο) του Τρόντι (4), εκτός του ότι προσδίδει στην ταξική πάλη κεντρικό ρόλο για τη διαμόρφωση της κίνησης των κεφαλαίων, εισήγαγε την έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου». Για την ακρίβεια δεν χρησιμοποίησε αυτό τον όρο, αλλά υποστήριξε πως, από κάποιο συγκεκριμένο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης κι έπειτα, το εργοστάσιο ξεκινά να αναδιαμορφώνει την κοινωνία κατ’ εικόνα του, για τις δικές του παραγωγικές ανάγκες. Αυτό ήταν σε συμφωνία με την ανάλυσή μας για την κοινότητα, το σπίτι και την οικογένεια ως κέντρα για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, ως καπιταλιστικές κατασκευές, παρά σαν κληροδότημα των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, κάτι που αποτελούσε κυρίαρχη ιδέα την εποχή εκείνη ακόμη και στο φεμινιστικό κίνημα.

3. Έχουμε την εντύπωση ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ορισμένες θέσεις σας και σε εκείνες της Πάντι Κουίκ [Paddy Quick], της Μαρία Μης [Maria Mies] και του Γουόλι Σίκομπ [Wally Seccombe]. Όλες σας υποστηρίζετε ότι, στην υλιστική θεώρηση της γυναικείας καταπίεσης στον καπιταλισμό, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη παραμέτρους όπως ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας, η κοινωνική αναπαραγωγή, ο έλεγχος των γυναικείων σωμάτων και της αναπαραγωγικής τους δύναμης, καθώς και η δυναμική επιρροή των οικογενειακών πρότυπων. Τοποθετήσατε σαφώς το έργο σας εντός της θεωρητικής κληρονομιάς της συζήτησης για την οικιακή εργασία, και αντλήσατε από το επιχείρημα της Νταλα Κόστα και της Τζέιμς, σύμφωνα με τις οποίες η εκμετάλλευση των γυναικών στον καπιταλιστικό έμφυλο καταμερισμό εργασίας και η απλήρωτη εργασία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τι θεωρείτε ως ειδικά καπιταλιστικούς «νόμους κίνησης» σε αντιδιαστολή με αυτούς της φεουδαρχίας; Ποια ιστορική διαδικασία θεωρείτε ότι έδωσε ώθηση στις διακριτά καπιταλιστικές προσταγές;

Παρόλο που όλες οι συγγράφισσες που αναφέρατε βασίζουν τη θέση της γυναίκας στην καπιταλιστική κοινωνία στη διαδικασία της αναπαραγωγής, είναι σημαντικές οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ μας.

Μια διαφορά (για παράδειγμα, ανάμεσα στην ανάλυση για τον Μισθό για την Οικιακή Εργασία και την ανάλυση της Μαρία Μης), είναι ότι εμείς πάντα ορίζαμε την οικιακή εργασία ως μια καπιταλιστική κατασκευή, και συγκεκριμένα ως εργασία, ο κοινωνικός σκοπός της οποίας είναι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Έχω επισημάνει πολλές φορές πως, στην πραγματικότητα, η οικιακή/αναπαραγωγική εργασία έχει διπλό χαρακτήρα: παράγει την ζωή μας και ταυτόχρονα αναμένεται από αυτήν να αναπαράγει την εργατική δύναμη. Είναι για το λόγο αυτό που υπόκειται σε ειδικούς περιορισμούς. Στο έργο της Μης δεν συναντάται πάντα αυτή η διάκριση. Στην ανάλυσή της υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της οικιακής εργασίας και της αναπαραγωγής που αφορά την επιβίωση στις αποκαλούμενες «υπανάπτυκτες» χώρες.

Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια. Αλλά υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ της αναπαραγωγικής/οικιακής εργασίας υπό συνθήκες στις οποίες οι γυναίκες έχουν πρόσβαση στη γη ή σε άλλες μορφές αναπαραγωγής, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε πολλές κοινότητες αυτοχθόνων, από την μια, και της οικιακής εργασίας από την άλλη, η οποία είναι απλήρωτη, και στην οποία οι γυναίκες εξαρτώνται από τον ανδρικό κυρίως μισθό. Με την Μης συμφωνούμε, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό στα περισσότερα. Εκτιμώ τον τρόπο με τον οποίο διεύρυνε την έννοια της αναπαραγωγής ώστε να συμπεριλάβει την αγροτική εργασία στο μεγαλύτερο μέρος των χωρών του αποκαλούμενου τρίτου κόσμου.

Η διάκριση μεταξύ του φεουδαρχικού και του καπιταλιστικού συστήματος πηγάζει από την ριζική απαλλοτρίωση στην οποία υπόκεινται οι εργάτες στον καπιταλισμό και από την απομάκρυνσή τους από τα μέσα παραγωγής. Πρόκειται για την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής ανάπτυξης καθώς και της εντατικής εκμετάλλευσης της εργασίας. Όπως επισήμανα στο βιβλίο μου Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα, ο καπιταλισμός είναι το πρώτο σύστημα εκμετάλλευσης που βλέπει την εργασία, και όχι την γη, ως την κύρια πηγή πλούτου. Για το λόγο αυτό, ο ίδιος ανέπτυξε εντελώς νέες πολιτικές για την πειθάρχηση του σώματος, ειδικότερα του σώματος των γυναικών, καθώς και για τη διαχείριση της αναπαραγωγής, ξεκινώντας με την τεκνοποίηση. Ο καπιταλισμός πρέπει να ελέγχει την αναπαραγωγική εργασία, καθώς αυτή αποτελεί κεντρική παράμετρο στην διαδικασία της συσσώρευσης, έτσι ώστε η αναπαραγωγική εργασία να λειτουργεί ως η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Με άλλα λόγια, πρέπει να ελέγχει την ικανότητά μας να εργαζόμαστε, και όχι, π.χ., την αναπαραγωγή του αγώνα μας.

4. Στο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα αναφέρεστε στο άρθρο του Ρόμπερτ Μπρένερ [Robert Brenner]  Agrarian roots of European capitalism (Οι Αγροτικές ρίζες του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού) (5). Ποια είναι η γνώμη σας για την Σχολή του Πολιτικού Μαρξισμού (6) και την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την «μεγάλη μετάβαση»;

Δεν θυμάμαι τώρα όλη την επιχειρηματολογία του Μπρένερ και της Σχολής του Πολιτικού Μαρξισμού. Συμφωνώ με τη βαρύτητα που δίνει στον μετασχηματισμό των αγροτικών σχέσεων στην Ευρώπη, ως ζωτικής σημασίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη, αν και η δημιουργία μιας γεωργικής αγοράς έγινε δυνατή εξαιτίας των κοιτασμάτων ασημιού που ήρθαν στην Ευρώπη, ως επακόλουθο της κατάκτησης τεράστιων περιοχών της Νότιας Αμερικής. Η κριτική μου όμως στη Σχολή αυτή είναι η ίδια που έχω και για την προσέγγιση του Μαρξ: είχαν άγνοια για το ρόλο που έπαιξε η ανακατασκευή της αναπαραγωγικής εργασίας στην «απογείωση» του καπιταλισμού. Σωστά είχαν δει τον διαχωρισμό των αγροτών από τη γη ως βασική συνθήκη για την ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Όμως αγνόησαν το διαχωρισμό της παραγωγής από την αναπαραγωγή, την υποτίμηση της αναπαραγωγικής εργασίας, τον περιορισμό της σε μια φαινομενικά μη οικονομική σφαίρα. Και, βεβαίως, τη συνακόλουθη υποτίμηση της θέσης των γυναικών, οι οποίες, με τη μετάβαση στον καπιταλισμό, είναι προορισμένες να αποτελέσουν τα κύρια υποκείμενα αυτής της εργασίας. Όπως ο Μαρξ, έτσι και ο Μπρένερ και η Σχολή του Πολιτικού Μαρξισμού, αγνοούν το κυνήγι μαγισσών του 16ου και του 17ου αι. στην ανάλυσή τους για τον αντίκτυπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στις αγροτικές σχέσεις, κάτι το οποίο θεωρώ μέγα σφάλμα.

5. Το κίνημα Μισθός για την Οικιακή Εργασία έκανε ένα επιστημολογικό άλμα στην φεμινιστική και μαρξιστική θεωρία, επισημαίνοντας την διαλεκτική σχέση αγοράς και νοικοκυριού. Όπως το αντιλαμβάνεστε εσείς, είναι δυνατό να επιτευχθεί η συσσώρευση πλεονάσματος ή ακόμη και η σταθεροποίηση της αγοράς, χωρίς τον σφετερισμό της απλήρωτης οικιακής εργασίας των γυναικών; Μπορούμε να βρούμε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στη συζήτηση για τον Μισθό για την Οικιακή Εργασία και την «ενωτική» φεμινιστική θεωρία (στη γραμμή της Λιζ Βόγκελ [Lise Vogel], της Σου Φέργκιουσον [Sue Ferguson], της Τσίντζια Αρούτσα [Cinzia Arruzza] κ.ά.), όταν πρόκειται για την κατανόηση της σχέσης καπιταλισμού και πατριαρχίας;

Όχι, δεν πιστεύω πως αυτό είναι δυνατό: η απλήρωτη εργασία των γυναικών, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αποτελεί την προϋπόθεση για την υποτίμηση της εργασιακής σχέσης. Χωρίς αυτή την εργασία, η καπιταλιστική τάξη θα ήταν υποχρεωμένη να κάνει μια σημαντική επένδυση σε όλες τις υποδομές που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και έτσι θα δημιουργούνταν σοβαρές επιπτώσεις στους ρυθμούς συσσώρευσης. Υπάρχει επίσης και μια πολιτική πλευρά στην υποτίμηση και στην επακόλουθη πολιτογράφηση της αναπαραγωγικής εργασίας, ότι δηλαδή υπήρξε η υλική βάση για τη δημιουργία μιας εργασιακής ιεραρχίας που διαιρεί τις γυναίκες και τους άνδρες. Αυτό επιτρέπει στο κεφάλαιο να εκμεταλλεύεται τη γυναικεία εργασία πιο αποτελεσματικά, μέσω του γάμου και των συζυγικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ιδεολογίας του έρωτα, και να κατευνάζει τους άνδρες, δίνοντάς τους μια υπηρέτρια πάνω στην οποία να μπορούν να ασκούν την εξουσία τους.

Δεν έχω διαβάσει το έργο της Σου Φέργκιουσον και της Τσίντζια Αρούτσα. Όσον αφορά την Λιζ Βόγκελ, ορισμένες από τις κυριότερες ιδέες που αποτέλεσαν τη βάση της θεωρίας της προέρχονται από το έργο της Νταλα Κόστα και της Τζέιμς, οι οποίες είχαν ήδη προσφέρει μια ενωτική θεωρία, εξηγώντας πώς ανακατασκευάζονται οι πατριαρχικές σχέσεις στον καπιταλισμό, και ξεκινώντας με τον ορισμό της κοινωνικής λειτουργίας των γυναικών ως απλήρωτη αναπαραγωγή/παραγωγή της εργασιακής δύναμης. Το σημείο στο οποίο πιστεύω πως η Νταλα Κόστα αλλά και εγώ διαχωριζόμαστε από την Βόγκελ, είναι η θεώρηση του σοσιαλισμού ως ενός απελευθερωτικού συστήματος. Τόσο ο Μαρξ όσο και η μαρξιστική- σοσιαλιστική παράδοση έχουν μια αισιόδοξη άποψη για την καπιταλιστική ανάπτυξη, καθώς θεωρούν πως δημιουργεί την απαραίτητη συνθήκη για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Γράφω βρισκόμενη στο Μεξικό, έχοντας προηγουμένως ταξιδέψει σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Παντού αυτούς τους μήνες ερχόμουν αντιμέτωπη με κοινότητες που βρίσκονται ενώπιον της καταστροφής από το χέρι εξορυκτικών εταιρειών και εταιρειών μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, οι οποίες σήμερα αποτελούν τους ηγετικούς τομείς της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μιλώντας μέσα από το έργο μου και από την δική μου οπτική γωνία, μπορώ να πω ότι έμαθα πολλά από τον Μαρξ και συνεχίζω να χρησιμοποιώ το έργο του. Αλλά το λιγότερο που με απασχολεί σήμερα είναι η κατασκευή μιας «ενωτικής θεωρίας», όπως στην περίπτωση της Βόγκελ. Εκτός κι αν οι σημερινοί μαρξιστές είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την μεροληψία τους υπέρ της ανάπτυξης, η οποία μέχρι στιγμής συνεχίζει να αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της θεωρίας και της πολιτικής τους.

Σε όλο τον κόσμο, από τις αγροτικές περιοχές μέχρι τις αστικές παραγκουπόλεις, σε έναν κόσμο που η διαδικασία της μετατροπής του σε φαβέλα είναι σε διαρκή εξέλιξη, η καπιταλιστική ανάπτυξη σημαίνει θάνατο… Αν κάτι αποτελεί πρόκληση σήμερα, είναι το πώς θα δημιουργήσουμε μια εναλλακτική σε αυτό.

6. Στο βιβλίο με τίτλο Enduring Western Civilization (Ο Διαρκής Δυτικός Πολιτισμός) (7), το οποίο και επιμεληθήκατε, ενστερνίζεστε ότι ο Δυτικός Κανόνας συμβάδισε με τον αποκλεισμό του «άλλου» – τον αποκλεισμό με βάση το φύλο, τον σεξουαλικό αποκλεισμό, τον εθνικό, το θρησκευτικό και το «φυλετικό». Αυτή η διαδικασία, ανάμεσα στα άλλα, ήταν στενά συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση των δυτικοποιημένων αναλυτικών κατηγοριών μέσα από τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, κάτι που επηρέασε επίσης τις κοινωνικές επιστήμες και τις έννοιες που χρησιμοποιούν προκειμένου να κατανοήσουν την κοινωνική πραγματικότητα. Προκειμένου να αποδομήσει την μετα-αποικιακή θεωρία, η οποία εξέφραζε ριζοσπαστικές κριτικές του δυτικού κανόνα, ο Βιβέκ Τσίμπερ [Vivek Chibber] στο τελευταίο του βιβλίο Postcolonial Theory and the Specter of Capital (Μετα-αποικιακή θεωρία και το φάντασμα του καπιταλισμού) (8) προσφέρει μια στέρεη υπεράσπιση των θεωρητικών προσεγγίσεων που δίνουν έμφαση σε καθολικές κατηγορίες, όπως ο καπιταλισμός και η τάξη. Το έργο του, με άλλα λόγια, αποτελεί μια συζήτηση για τη συνάφεια του μαρξισμού ενώπιον των σφοδρών επικριτών του. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το είδος συλλογιστικής, όσο και γενικότερα, για τη χρήση των καθολικών κατηγοριών στην κριτική του καπιταλισμού που απορρέουν από αυτή την μελέτη; Υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ των δύο, της κριτικής δηλαδή του δυτικού κόσμου και της χρήσης ενός αναλυτικού ρεπερτορίου που απορρέει από αυτόν, ή αλληλοαναιρούνται;

Όπως προείπα, δεν νιώθω άνετα να σχολιάζω έργα που δεν έχω διαβάσει ή έργα τα οποία δεν συμβουλεύτηκα εδώ και αρκετό καιρό. Οπότε θα περιοριστώ σε μερικά σχόλια αναφορικά με την έννοια της «Δύσης» και την υποτιθέμενη ανάγκη των καθολικών κατηγοριών. Όπως έδειξα μαζί με άλλους στο Enduring Western Civilization, η έννοια της Δύσης και του Δυτικού είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου, όταν, στον απόηχο της  επανάστασης των Μπολσεβίκων, το Δυτικό κατέληξε ως ταυτόσημο του καπιταλιστικού, του βιομηχανικά/τεχνολογικά ανεπτυγμένου, του καινοτόμου κ.τ.λ., ενώ ο κομμουνισμός φυλετικοποιήθηκε, θεωρήθηκε ως «ασιατικός», ως οπισθοδρόμηση, ως ανίκανος για ανάπτυξη. Για τον ίδιο λόγο δεν χρησιμοποιώ ποτέ τον όρο «Δυτικός», ο οποίος επίσης υποθάλπει ταξικές σχέσεις, κρύβοντας τις άνισες και ανταγωνιστικές σχέσεις στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες –την επονομαζόμενη Δύση– και, αντίστοιχα, τις ταξικές/ανταγωνιστικές σχέσεις σε περιοχές όπως η Αφρική και η Λατινική Αμερική.

Οι όροι Δύση/Δυτικός είναι πολιτικοί όροι, αβάσιμοι ως προς το περιεχόμενό τους και προορισμένοι να παρουσιάζουν την παγκόσμια πολιτική ως διαμορφούμενη από αντιτιθέμενους κόσμους, στους οποίους οι διαιρέσεις και οι ιεραρχίες είναι ανύπαρκτες, και όπου κατά συνέπεια επικρατεί ένα κοινό συμφέρον.

Όσον αφορά τις καθολικές κατηγορίες, μπορώ να πω ότι είναι ξεκάθαρο πως ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης στις αναλύσεις μας είναι αναγκαίο, αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό και την ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας αν δεν τα δούμε από την οπτική γωνία των διαφορετικών υποκειμένων. Σε μια κοινωνία η οποία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα κατασκευής ιεραρχιών επί αιώνες, κι επομένως εντελώς διαφορετικών εμπειριών, η ιδέα μιας καθολικής άποψης έχει χρεοκοπήσει. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός στην ολότητά του, αν δεν τον προσεγγίσει κανείς από την άποψη των σκλάβων, των αποικιοκρατούμενων, όπως και από την άποψη των βιομηχανικών εργατών, των προλετάριων γυναικών, αλλά και των προλετάριων ανδρών (και θα έλεγα και από την άποψη των παιδιών), και φυσικά από οικολογική άποψη.

7. Τι πιστεύετε σχετικά με παρούσα κατάσταση με τους πρόσφυγες; Ποια είναι η γνώμη σας για το «νέο κύμα» εθνικισμού και εθνικής ιδεολογίας που παρατηρείται στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου; Πώς μπορούμε να παλέψουμε ενάντια σε αυτές τάσεις;

Είναι αδύνατον να εκφράσω με λίγα λόγια τον πόνο και την αγανάκτηση που νιώθω βλέποντας τι κάνουν στους πρόσφυγες οι κυβερνήσεις, αλλά και τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη – τους πρόσφυγες εξαιτίας πολέμων που αυτές οι ίδιες κυβερνήσεις χρηματοδότησαν. Είναι τρομακτικό να βλέπεις πως, χρόνο με το χρόνο, σχεδόν κάθε εβδομάδα, στην Μεσόγειο, βάρκες που κουβαλούν πρόσφυγες ναυάγησαν και εκατοντάδες εκατοντάδων πέθαναν, μετατρέποντας τη Μεσόγειο σε ένα μεγάλο νεκροταφείο, μπροστά στα μάτια όλων, όχι σε κρυμμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης – για να μην αναφέρω τα «κέντρα φιλοξενίας», που δεν είναι παρά φυλακές, και όπου πετιούνται όσοι δεν έχουν χαρτιά και κρατούνται επ’ αόριστον σε άθλιες συνθήκες.

Αποτελεί βέβαια λυπηρό γεγονός πως η απάντηση πολλών, μεταξύ των οποίων και εργάτες, δεν είναι η αλληλεγγύη αλλά η απόρριψη, οι διώξεις και οι εθνικιστικές στάσεις. Είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό, δεδομένου ότι συχνά πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ φτωχών: εκείνοι που θέλουν να δημιουργήσουν εμπόδια είναι άνθρωποι που και οι ίδιοι αγωνίζονται για να επιβιώσουν, και νομίζουν πως θα μπορέσουν να προστατέψουν τους εαυτούς τους όχι μέσω της αλληλεγγύης με τους πρόσφυγες αλλά με πολιτικές αποκλεισμού. Θα ήθελα να προσθέσω όμως ότι χρειάζεται να μάθουμε περισσότερα για τους νεοναζί που επιτίθενται στους πρόσφυγες, στη Γερμανία για παράδειγμα, καθώς υπάρχουν αποδείξεις συνενοχής από πλευράς των αρχών και της αστυνομίας. Είναι γι’ αυτό που μπορούμε να σκεφτούμε πως η απότομη άνοδος των νεοναζί δεν είναι παρά ένα μέσο ελέγχου των προσφύγων, οι οποίοι ίσως φανούν χρήσιμοι ως φθηνή εργατική δύναμη, αλλά μόνο στο βαθμό που θα αποδεχτούν να παραμείνουν στη βάση της κοινωνικής ιεραρχίας.

8. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στο δυτικό κόσμο: η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς με τους Δημοκρατικούς (σ.σ: η συνέντευξη δόθηκε πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ), η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού κόμματος, η πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η εμφάνιση των Ποδέμος στην Ισπανία. Βλέπετε κάποια ελπίδα για σημαντικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς σε αυτές τις εξελίξεις; Θα πρέπει η Αριστερά του σήμερα να οργανωθεί γύρω από την στρατηγική της «κατάληψης» τέτοιου είδους κοινωνικών ρόλων του κράτους; Ή θα πρέπει να αυτό-οργανωθεί σε άλλα αυθόρμητα και πολιτικά επίπεδα (για παράδειγμα, στον αγώνα για τα κοινά), έξω δηλαδή από την επίσημη κομματική πολιτική;

Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Μόλις μάθαμε –και προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους περισσότερους– ότι οι Ζαπατίστας έχουν προτείνει να συμμετέχουν στις προεδρικές εκλογές του 2018 με αυτόχθονα υποψήφια. Αυτό δεν σημαίνει, όπως φαίνεται, ότι άλλαξαν την πολιτική τους, αλλά ότι είναι τόσο πολιορκημένοι, ώστε προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να σπάσουν τον αποκλεισμό γνωστοποιώντας σε μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού τη μαζική και βίαιη επίθεση που έχουν βιώσει από τον θάνατο του Γκαλεάνο κι έπειτα. Λέγοντας αυτά, παρατηρούμε πως οι αριστερόστροφες κυβερνήσεις και οι πολιτικές του προοδευτισμού στο σύνολό τους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, βρίσκονται σε κρίση. Ελάχιστοι κινητοποιήθηκαν στη Βραζιλία για να απαιτήσουν την αποκατάσταση της Ντίλμα Ρούσεφ, αν και πολλοί καταδίκασαν την καθαίρεσή της ως κίνηση δολιοφθοράς, σχεδόν ως πραξικόπημα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι κυβερνητικές επιδόσεις αφορούν την ανακούφιση ορισμένων από τις πιο ακραίες μορφές φτώχειας. Δεν άλλαξαν όμως το κομβικό σημείο της παραγωγής, δεν εφάρμοσαν τις μεταρρυθμίσεις των κοινωνικών κινημάτων που τους έφεραν στην εξουσία που διεκδικούσαν, δεν χαλιναγώγησαν τη βία του στρατού και της αστυνομίας.

Ίσως μια διαφορετική συζήτηση θα μπορούσε να γίνει για τον τσαβισμό, καθώς αυτός έδειχνε μεγαλύτερο σεβασμό προς τη λαϊκή εξουσία. Και αυτός, όμως, βασίστηκε στην πολιτική του εξορυκτισμού, που κατέστησε τη χώρα εξαρτημένη από τα σκαμπανεβάσματα της παγκόσμιας αγοράς. Και τι να πει κανείς για τον Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος, αφού πέρασε μήνες να εξηγεί γιατί οι υποστηρικτές του δεν θα πρέπει να ψηφίσουν την Κλίντον, πριν από τις εκλογές είπε πως είναι ο μόνος τρόπος; Τι μάθημα κυνισμού κι αυτό…

Δεν θα χαρακτήριζα τις πολιτικές για τα κοινά «αυθορμητίστικες». Μπορεί πλέον να γίνει λόγος για κοινοτικά καθεστώτα τα οποία έχουν αιώνες ιστορίας πίσω τους. Και δεν υπάρχει και πολύς αυθορμητισμός στην υπεράσπιση των κοινών αγαθών σε πολλά μέρη του κόσμου, όταν η υπεράσπιση αυτή αντιμετωπίζει τη βία των παραστρατιωτικών, του στρατού και των σεκιούριτι ιδιωτικών εταιρειών. Είναι προφανές ότι δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί σε αυτά τα θέματα. Σε τοπικό επίπεδο είναι δυνατό πολλές φορές να ασκηθεί κάποια επιρροή στις κυβερνήσεις. Αλλά αυτό που παρατηρούμε είναι ότι τα κέντρα λήψης αποφάσεων γίνονται όλο και πιο μακρινά και απρόσιτα στους ανθρώπους. Επίσης, παρατηρούμε τον σχηματισμό μιας διεθνούς δομής-εξουσίας, η οποία αντικαθιστά διαρκώς την εξουσία του εθνικού κράτους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από τη διαρκή παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στις πολιτικές των κρατών, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά στον «τρίτο κόσμο», διαπιστώνουμε μια πληθώρα «Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου» −όπως το TTP (Δια-Ειρηνική Εμπορική Συμφωνία] ή το TTIP (Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων), που ευτυχώς δεν έχει υπογραφεί ακόμη. Οι συμφωνίες αυτές καθορίζουν την άμεση κυριαρχία του κεφαλαίου  πάνω στην παγκόσμια οικονομία, έτσι ώστε καμία απόφαση να μην μπορεί να ληφθεί σε οικονομικό επίπεδο, αν δεν έχει προηγουμένως εγκριθεί από τις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ η εθνική κυριαρχία καταργείται ολοκληρωτικά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πώς να είναι κανείς αισιόδοξος για την εγκατάσταση αριστερών/ριζοσπαστικών κυβερνήσεων;

9. Ένας άνεμος αλλαγής φύσηξε στην Λατινική Αμερική στο τέλος του 21ου αιώνα, σαρώνοντας τις νεοφιλελεύθερες δικομματικές κυβερνήσεις, και ζητώντας την επαναθεμελίωση των κρατών στη βάση της διευρυμένης συμμετοχής και της σύνταξης δημοκρατικών συνταγμάτων. Καθοριστική παράμετρος της νέας αυτής προοδευτικής πολιτικής πραγματικότητας είναι τα νέα κοινωνικά κινήματα που προέκυψαν διεκδικώντας τόσο κοινωνικοπολιτικά όσο και οικονομικά δικαιώματα. Ωστόσο προέκυψαν και συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών, τις περισσότερες φορές εξαιτίας του κυβερνητικού αναπτυξιακού μοντέλου. Πιο συγκεκριμένα, ο Ραφαέλ Κορρέα στο Εκουαδόρ και ο Έβο Μοράλες στη Βολιβία εξέφρασαν την ανησυχία τους για την «Pachamama» (τη Μητέρα Γη) και υιοθέτησαν τη γλώσσα του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», όπως την προωθούσε ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Τσάβες και ο τωρινός του διάδοχος Νικολάς Μαδούρο. Κι αυτό, παρόλο που στην πράξη υπονόμευσαν μέσα από τις πολιτικές τους τα αιτήματα που εξέφραζαν τα κινήματα αυτά, για παράδειγμα ιδιωτικοποιώντας φυσικούς πόρους. Πιστεύετε πως τέτοιου είδους εντάσεις μπορούν να επιλυθούν με ένα τρόπο που θα προωθεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική;

Επισκέφθηκα το Εκουαδόρ τον Απρίλιο της χρονιάς που μας πέρασε και συναντήθηκα πολλές φορές με οικολογικές και γυναικείες οργανώσεις: οι εκθέσεις τους ήταν ομόφωνες. Γιατί, αναρωτιούνται οι άνθρωποι, η Αριστερά στην Ευρώπη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες μιλούν για τον Κορρέα λες και είναι ριζοσπάστης, όταν οι πολιτικές του είναι εντελώς ευθυγραμμισμένες με τον νεοφιλελευθερισμό; Γιατί, ενώ ο Κορρέα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη κυβέρνηση, επιτίθεται πλέον στη γη των αυτοχθόνων και επιδεικνύει στις καθημερινές πολιτικές του πλήρη περιφρόνηση για τις γυναίκες; Ο Κορρέα έχοντας ανέλθει στην εξουσία με την υποστήριξη  ενός κινήματος ιθαγενών εισήγαγε στο σύνταγμα της χώρας την αρχή πως και η γη έχει δικαιώματα και αρχικά φαινόταν αποφασισμένος να μην εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της. Από τότε όμως άλλαξε άποψη και τώρα προωθεί τις ξένες επενδύσεις και την εξόρυξη πετρελαίου στο εθνικό πάρκο  Γιασούνι [Yasunì]. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι έχει επανειλημμένα έρθει σε σύγκρουση με τους αυτόχθονες πληθυσμούς που κάποτε τον είχαν υποστηρίξει και ότι η κυβέρνησή του έχει δεχθεί δριμεία κριτική ότι περιφρονεί τις κινήσεις από τα κάτω, ότι είναι αυταρχική και ότι υποστηρίζει τις δυνάνεις των εταιρειών.

Ο Έβο Μοράλες μιλάει επίσης για την «Pachamama» όταν βρίσκεται στο εξωτερικό, αλλά ακολουθεί μια παρόμοια πολιτική εξορυκτισμού, που όχι μόνο καταστρέφει τη γη, τα δάση και τα ποτάμια, αλλά δημιουργεί και ένα είδος εσωτερικής αποικιοκρατίας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ομάδες εργατών που μπορεί να στηρίζουν τις πολιτικές τους, καθώς ο εξορυκτισμός για μερικούς σημαίνει μισθός, δίχως οι ίδιοι να υπολογίζουν το κόστος της καταστροφής για την επιβίωση των πολλών. Το ίδιο συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες με ορισμένες κοινότητες νεαρών εργατών, που υποστηρίζουν το fracking (9).

Οφείλω να ομολογήσω πως υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των απόψεων γι’ αυτές τις κυβερνήσεις, των απόψεων που ανέπτυξαν ριζοσπάστες θεωρητικοί της Λατινικής Αμερικής – όπως ο Λουίς Τάπια [Luis Tapia], ο Ραούλ Ζιμπέκι [Raul Zibechi], ο Ράκελ Γκουτιέρεζ [Raquel Gutiérrez], η Σίλβια Ριβέρα Κουσικάνκι [Silvia Rivera Cusicanqui] και πολλοί άλλοι και άλλες από την μια και της άποψης που διακατέχει πολλούς αριστερούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη από την άλλη.

10. Θα θέλατε να κάνετε ένα σχόλιο για τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές; Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με την στάση και την πολιτική της Χίλαρι Κλίντον προς τις γυναίκες; Της αρέσει να παρουσιάζει τον εαυτό της ως «φεμινίστρια» και ένθερμη υποστηρίκτρια των γυναικείων δικαιωμάτων.

Οι επερχόμενες αμερικανικές εκλογές δεν αποτελούν παρά ένα θλιβερό θέαμα, ενώ οι επικίνδυνες επιπτώσεις τους είναι ήδη εμφανείς, αν αληθεύει ότι δεκάδες ομάδες υπέρμαχων της λευκής φυλής εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, αισθανόμενες πως έχουν υποστήριξη και νομιμοποίηση από τις δηλώσεις του Τραμπ.

Είναι αποθαρρυντικό να βλέπει κανείς τμήματα της αμερικανικής εργατικής τάξης να  παρασύρονται από κάποιον σαν τον Τραμπ. Αλλά φυσικά ούτε η Κλίντον –με τους δεσμούς της με την Γουόλ Στρητ, τη CIA και τον πολεμικό μηχανισμό– αποτελεί εναλλακτική λύση. Και αν μπορεί και το παίζει φεμινίστρια, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο ότι από την δεκαετία του ’70 κι έπειτα ο φεμινισμός θεσμοθετήθηκε, έτσι ώστε οι γυναίκες να μπορέσουν να ενσωματωθούν στην παγκόσμια οικονομία ως φθηνό εργατικό δυναμικό.

* Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας και συνεργάτης διαφόρων μπλογκ και περιοδικών (Jacobin, ROAR, Salvage).

** Η Αnkica Čakardić είναι λέκτορας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Ζάγκρεμπ.

______________________

Σημειώσεις της Μεταφράστριας:

1.   Movimento Sociale Italiano (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα) (MSI): Νεοφασιστικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1946. Πρώτη φορά συμμετείχε σε εκλογές το 1948. Έκτοτε λάμβανε πάντα μικρά ποσοστά και οι υποστηρικτές του εντοπίζονταν κυρίως στο Νότο. Το 1993 προσχώρησε σε αυτό η εγγονή του Μουσολίνι, Αλεσάντρα, ενώ το 1994 με το όνομα Alleanza Νazionale [Εθνική Συμμαχία] συμπαρατάχτηκε με το Forza Italia του Μπερλουσκόνι, το οποίο και κέρδισε τελικά τις εκλογές.

2.   Οι 9 του Μπάφαλο (Buffalo Nine): Στις 19 Αυγούστου του 1968, ομάδα φοιτητών του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και στήριζαν την άρνηση στράτευσης, κατέφυγαν στην Ουνιταριανή Εκκλησία του Μπάφαλο, για να αποφύγουν τις διώξεις για τη δράση τους. Η τοπική αστυνομία μαζί με ομοσπονδιακούς και το FBI την περικύκλωσαν και, αφού εισέβαλαν, συνέλαβαν τους διαδηλωτές χτυπώντας τους με γκλόμπ. Τόσο το περιστατικό όσο και οι δίκες των 9 που ακολούθησαν δημιούργησαν ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης από τους φοιτητές εκεί, και σειρά αντιπολεμικών κινητοποιήσεων.

3.    Silvia Federici, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα: Γυναίκες, σώμα και Πρωταρχική συσσώρευση (μετ. Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων, 2012.

4. Mario Tronti, Operai e Capitale [Εργάτες και Κεφάλαιο], Torino: Einaudi, 1966 (Roma: DeriveApprodi, 2006). Το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα το συλλογικό Εργάτες και Κεφάλαιο: Για τα 50 χρόνια από την έκδοσή του με κείμενα στα ελληνικά των Τόνι Νέγκρι, Μάριο Τρόντι και Φράνκο Μπεράρντι (Μπίφο).

5.   Robert Brenner (1982), «Agrarian Roots of European Capitalism», Past and Present, n. 97, 16-113.

6.   Ο Πολιτικός Μαρξισμός αποτελεί ρεύμα της μαρξιστικής θεωρίας που αναπτύχθηκε από την Έλεν Γουντ και τον τον Ρόμπερτ Μπρένερ, με σκοπό την απομάκρυνση της μαρξιστικής ανάλυσης από ανιστορικά και στρουκτουραλιστικά μοντέλα.

7.   Silvia Federici (επιμ.), Enduring Western Civilization: The construction of the Concept of the West and its “Others”, Westport, Connecticut: Praeger, 1995.

8.  Vivek Chibber, Postcolonial Theory and the Specter of Capital, New York: Verso, 2013.

9.   Fracking: ή αλλιώς υδραυλική ρωγμάτωση (διάρρηξη). Μια σχετικά νέα και εξαιρετικά επικίνδυνη μέθοδος γεώτρησης σχιστολιθικού φυσικού αέριου, το οποίο θεωρείται από ορισμένους το νέο πετρέλαιο. Τα βασικότερα ζητήματα επικινδυνότητας της χρήσης της είναι η πιθανή πρόκληση τεχνητών σεισμών εξαιτίας της γεωλογικής καταστροφής από τις εντατικές γεωτρήσεις και η διαχείριση των τοξικών υγρών λημμάτων που προκύπτουν.

ΠΗΓΗ: Rednotebook 6 Ιαν.2017