Έμφυλη βία και αυτοάμυνα: Μια συνέντευξη για τη δίκη στο Ναύπλιο

Τη συνέντευξη πήρε η Άρτεμις Φύσσα

Στις 27 Σεπτέμβρη, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ναυπλίου καταδίκασε την Π. Α. σε 15 χρόνια και 4 μήνες φυλάκισης για την ανθρωποκτονία ενός 46χρονου. Η Π. τραυμάτισε θανάσιμα τον 46χρονο στις 22/6/16, όταν εκείνος επιτέθηκε και παρενόχλησε σεξουαλικά την ίδια και την τότε 17χρόνη φίλη της.

Με αφορμή την υπόθεση αυτή, έχει ανοίξει στο ελληνικό φεμινιστικό κίνημα μία συζήτηση, η οποία ξεκινώντας από τη βία κατά των γυναικών, υπερασπίζεται το δικαίωμα τους στην αυτοάμυνα, την προάσπιση δηλαδή της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας. Η φεμινιστική σκοπιά μας καλεί να δούμε το ζήτημα της γυναικείας αυτοάμυνας στην πολιτική του διάσταση, προσεγγίζοντας υποθέσεις όπως αυτή της Π. όχι σαν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ως συμπτώματα μιας εδραιωμένης και διάσπαρτης έμφυλης βίας. Το «Ξ» μίλησε με την Άννα και την Έσρα, ενεργά μέλη της φεμινιστικής κίνησης «Καμιά Ανοχή» μετά τη λήξη της δίκης, την οποία παρακολούθησαν οι ίδιες από κοντά, ανάμεσα σε πολλές ακόμη αλληλέγγυες.

 

Ξεκινώντας, θα ήθελα να μας μεταφέρετε το κλίμα από το δικαστήριο.

Έσρα: Πρώτα απ´όλα, με το ζόρι χωράγαμε στην αίθουσα, αφού είχαν έρθει περισσότερες από 50 γυναίκες από διαφορετικές πόλεις και σίγουρα η παρουσία και η αλληλεγγύη μας είχε μεγάλη σημασία σε μια τέτοια υπόθεση.

Δεν ήταν όμως μόνο αλληλέγγυες προς την Π. στην αίθουσα του δικαστηρίου: ήταν εκεί και μάρτυρες κατηγορίας -όπως συγγενικά και φιλικά πρόσωπα του 46χρόνου– αλλά και μάρτυρες υπεράσπισης. Οι μαρτυρίες ακολοθούσαν, κατά τη γνώμη σας κάποια κοινή γραμμή;

Άννα: Όσον αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης, τα πράγματα ίσως να μην πήγαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο… Υπήρξε μια δυσκολία να ειπωθεί πως η Π. βρισκότανε σε αυτοάμυνα, ότι δηλαδή εκείνος πήγαινε κατά πάνω της και ότι εκείνη αναγκάστηκε να βγάλει μαχαίρι – αυτό δεν ειπώθηκε αρκετά.

Μπορούμε να υποθέσουμε γιατί;

Άννα: Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Π. προέρχεται από ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, γι’ αυτό άλλωστε η ίδια είχε φύγει από το σπίτι. Όπως ανέφερε στο δικαστήριο

«ζούσα στο δρόμο γιατί φοβόμουνα»

και είχε μαζί της μαχαίρι, γιατί είχε μάθει να φοβάται. Αυτή η συνθήκη -αυτός ο φόβος- πιθανόν να αφορά και τη μητέρα της, η οποία κατέθεσε στο δικαστήριο. Γενικά όμως, όλοι οι μάρτυρες ήταν εκεί να εγγυηθούν για τους χαρακτήρες της μίας και της άλλης πλευράς. Δηλαδή αυτό που καλέστηκαν να κάνουν, ήταν από τη μια μεριά να πουν για το 46χρόνο ότι ήταν ένας ευυπόληπτος πολίτης και ότι δεν μπορεί ο ίδιος να έκανε κάτι για να το προκαλέσει, ενώ από την άλλη, οι μάρτυρες της Π. ήταν εκεί για να πουν ότι ήταν ένα φοβισμένο παιδί, από ένα κακοποιητικό περιβάλλον, που ζούσε στο δρόμο. Ότι προφανώς ο 46χρόνος κάτι θα της έκανε, γιατί η ίδια δεν είναι βίαιος άνθρωπος. Αυτό ακούστηκε αρκετά… Το ότι φοβότανε, ότι στο σπίτι ήταν ιδιαίτερα δύσκολα τα πράγματα, ότι δεν είχε πού να στραφεί.

Έσρα: Και ο δικαστής κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της Π. έκανε την ερώτηση που περιμέναμε:

«γιατί είχες ένα μαχαίρι στην τσάντα σου;»,

αφού η δεύτερη κατηγορία ήταν παράνομη οπλοκατοχή. Η Π. απάντησε ότι κατείχε για καιρό μαχαίρι, αφού ζούσε στους δρόμους. Επρόκειτο δηλαδή για ένα μέσο αυτοπροστασίας σύνηθες, σε περιπτώσεις όπως η περίπτωση της Π. Πάντως, όπως ανάφερε η συνήγορος της, δεν το είχε χρησιμοποιήσει το μαχαίρι ποτέ έως τη νύχτα στην Κόρινθο.

Η πολιτική αγωγή τι γραμμή ακολούθησε;

Έσρα: Ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής έλεγε πως υπάρχει ένας νεκρός και αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να συμβεί. Υποστήριξε ότι η Π. είχε την πρόθεση να τον σκοτώσει, επειδή το χτύπημα ήταν στην καρδιά. Να σημειωθεί ότι και η πολιτική αγωγή αλλά και η δικηγόρος της Π. υπογράμμισαν ότι η ανθρώπινη ζωή είναι το υπέρτατο έννομο αγαθό. Από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, λόγω του αδικήματος της ανθρωποκτονίας, η ζωή του 46χρονου θύματος είναι το μοναδικό υπέρτατο έννομο αγαθό που το δικαστήριο δεν πρέπει να παραβλέψει. Από την πλευρά της δικηγόρου της Π, επισημάνθηκε ότι δεν πρέπει όλο αυτό να αντιμετωπίζεται μονόπλευρα: αφού εδώ υπάρχει και το θέμα της αυτοάμυνας, η οποία αναγνωρίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Όταν δύο κορίτσια κάθονται νύχτα σε ένα παγκάκι και έρχεται ένας άντρας, που είναι μεθυσμένος, που αρχίζει να χρησιμοποιεί λεκτική βία και μετά αρχίζει να τις παρενοχλεί, τραβώντας τη μία κοπέλα από τα μαλλιά της, δεν πρέπει να αμυνθούν; Τελικά πού αρχίζει η σεξουαλική παρενόχληση και πού τελειώνει; Πώς μπορούσαν να είναι σίγουρα τα κορίτσια ότι αυτός ο άντρας δεν είχε ο ίδιος μαχαίρι; Πώς μπορούσαν να ξέρουν ότι δε θα τις βίαζε; Σε τέτοιες φάσεις, ο φόβος πυροδοτεί ενέργειες άμυνας για την υπεράσπιση του υπέρτατου αγαθού, δηλαδή της δικής τους ζωής.

Η αυτοάμυνα είναι μια λέξη που επανέρχεται συνεχώς, ιδιαίτερα με αφορμή αυτή τη δίκη. Θεωρείτε ότι υπάρχουν νομικά κενά στο να κατοχυρώνεται μια πράξη γυναικείας αυτοάμυνας ως τέτοια κι επομένως και η δικαστική απόφαση να λαμβάνει υπόψιν ακριβώς αυτό το στοιχείο;

Άννα: Νομίζω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η λέξη – κλειδί είναι η βία. Τι θεωρείται βία; Γιατί, για παράδειγμα σε μία ληστεία, αν το θύμα ήταν άντρας, όπως και εκείνος που προσπαθούσε να αποκρούσει και κατά λάθος τον σκότωνε, δε θα ήταν τόσο δύσπιστοι στο δικαστήριο ως προς το ότι πράγματι κινδύνευε, ότι πράγματι ο επιτιθέμενος ήθελε το κακό του… Είναι πολύ σύνηθες το ν’ αμφισβητείται ο λόγος της γυναικάς, όταν μιλάει για βιασμό, για σεξουαλική κακοποίηση ή βία.

Υπάρχουν παρόμοια περιστατικά σε χώρες του εξωτερικού, στα οποία να έχει αναγνωριστεί κάποια τέτοια πράξη ως αυτοάμυνα και η γυναίκα να έχει αθωωθεί, ή να της έχει επιβληθεί «ελαστικότερη» ποινή από εκείνη της Π.;

Έσρα: Πρόσφατα στην Γαλλία, η υπόθεση της Jacqueline Sauvage και στην Τουρκία η υπόθεση της Cilem Dogan – δύο γυναίκες που σκότωσαν τους άντρες τους – ήταν η αφορμή να ανοίξουν τα ζητήματα της αυτοάμυνας. Και στις δυο περιπτώσεις στο δικαστήριο, πρωτόδικα, δεν αναγνωρίστηκε αυτό το δικαίωμα. Όμως, λόγω της αποφασιστικότητας των φεμινιστικών κινημάτων και των δράσεων αλληλεγγύης, τελικά οι ‘’ενοχες’’ απελευθερώθηκαν.

Με αφορμή ειδικότερα την υπόθεση της Cilem, το φεμινιστικό κίνημα στην Τουρκία άνοιξε το ζήτημα του δικαιώματος της αυτοάμυνας σε τόσο μεγάλη κλίμακα, ώστε σε παρόμοιες δικαστικές υποθέσεις που ακολούθησαν, τα δικαστήρια άρχισαν να αθωώνουν ή να μειώνουν τις ποινές πολλών γυναικών αναγνωρίζοντας ακριβώς το δικαίωμά τους στην αυτοάμυνα.

Υπάρχει ένα έμφυλο στοιχείο, το οποίο ίσως ο νόμος αγνοεί;

Έσρα: Η αυτοάμυνα των γυναικών σύμφωνα με τα δικαστήρια συνήθως δεν ευσταθεί, επειδή λείπουν τα επαρκή αποδεικτικά μέσα. Και στην περίπτωση της Π., το δικαστήριο επί της ουσίας δε δέχτηκε αυτοάμυνα, αφού δεν κατείχε και το θύμα μαχαίρι. Δεδομένου ότι οι περισσότερες πράξεις έμφυλης βίας γίνονται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, ή σε απόμερα σημεία, μακριά απ’ τα μάτια των περαστικών, δεν μπορεί εύκολα να αποδειχτεί πόσο βίαιη κι επικίνδυνη ήταν μια συμπεριφορά. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει στα δικαστήρια, είναι ότι υποτιμάται ο λόγος της γυναίκας, ότι αμφισβητείται η μαρτυρία της ως θύμα. Πώς μπορεί λοιπόν να αλλάξει αυτό;

Μπορεί να αλλάξει μέσα από τη δράση του φεμινιστικού κινήματος, η οποία στοχεύει να εξηγήσει σε πλατιά κοινωνικά στρώματα τη βία που υφίστανται οι γυναίκες. Τότε θα αρχίζει και ο λόγος της -κάθε- γυναίκας να αναγνωρίζεται ως πιο πειστικός. Στην περίπτωση της Π., η πολιτική αγωγή ισχυρίστηκε ότι δεν είχε αμυνθεί η Π., γιατί το θύμα δεν είχε κάνει κάτι στις κοπέλες. Δεν τις είχε βιάσει, ή τραυματίσει. Αυτό για εμάς είναι πάρα πολύ προβληματικό: πρέπει δηλαδή πρώτα να τραυματιστείς ή να βιαστείς για να σου αναγνωρίσουν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα;

Εμείς λέμε ότι η έμφυλη βία υπάρχει στην πραγματικότητα. Αρνούμαστε να περιμένουμε πρώτα να χυθεί αίμα μίας ακόμη γυναίκας, για να πιστέψουμε – εκ των υστέρων – οτι αμύνθηκε.

«Ας πεθάνει λοιπόν κι ένας άντρας»…;

Έσρα: Αυτό το είχε πει η Cilem Dogan (στην Τουρκία) στους δημοσιογράφους όταν την είχαν ρωτήσει αν αισθάνεται ένοχη. Είχε πει:

«Πάντα πεθαίνουν οι γυναίκες. Ας πεθάνει λοιπόν κι ένας άντρας».

Εμείς βέβαια δεν υποτιμούμε την ανθρώπινη αξία και φυσικά η ζωή είναι το πιο σημαντικό αγαθό – αλλά όχι μόνο η αντρική ζωή! Και η γυναικεία ζωή! Και υπάρχει η πραγματικότητα της γυναικοκτονίας, του βιασμού, της παρενόχλησης, της σεξουαλικής βίας. Και κάθε γυναίκα που αμύνεται ενάντια σε όλα αυτά λέει ότι και η δική της ζωή είναι ισότιμη με εκείνη του άντρα.

Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε τέτοιες κινήσεις αλληλεγγύης, όπως στην περίπτωση της Ξάνθης, ή στην υπόθεση που συζητάμε. Κινηματικά πού βρισκόμαστε; Ανοίγει το ζήτημα της αυτοάμυνας από τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του φεμινιστικού κινήματος, από κινήσεις όπως η «Καμιά Ανοχή»;

Άννα: Κινηματικά βρισκόμαστε στην αρχή, δηλαδή και εμείς ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με το θέμα, όταν προέκυψε η υπόθεση της Ν. η οποία έχει κάποιες ομοιότητες. Πρόκειται για μια κοπέλα που είχε έναν κακοποιητικό σύντροφο, σε κάποια φάση νόμισε πώς θα της επιτεθεί, όπως έκανε συχνά και τον μαχαίρωσε – αλλά αυτός έζησε. Αυτή είναι η διαφορά. Με τη συγκεκριμένη λοιπόν υπόθεση άνοιξε το ζήτημα της αυτοάμυνας και η Ν. δέχτηκε τη στήριξη, ενίοτε πιο ουσιαστική, ενίοτε πιο τυπική, από όλες τις γνωστές φεμινιστικές συλλογικότητες, αλλά και από κομμάτια της Αριστεράς. Πολλοί και πολλές βγήκαν προς υπεράσπισή της. Αυτή η στήριξη βέβαια προήλθε από συλλογικότητες που αναγνωρίζουν την ύπαρξη της πατριαρχίας και της βίας – κι εκεί είναι η ουσία. Γιατί την ίδια ώρα που το εκάστοτε δικαστήριο δεν αρνείται το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, αρνείται να πιστέψει ότι υπάρχει η απειλή, ιδιαίτερα όταν αυτή η απειλή αφορά μια γυναίκα.

Άρα είναι ζήτημα περισσότερο αξιακό, παρά νομικό;

Άννα: Ναι! Διότι αν κάποιος διαρρήξει το σπίτι σου, ή πάει να σε κλέψει, μπορείς (σου αναγνωρίζεται το δικαίωμα) να αμυνθείς. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει αξία ο λόγος των γυναικών. Αυτό φάνηκε και στη δίκη στην υπόθεση της Ξάνθης, στην οποία το δικαστήριο αρνήθηκε να πιστέψει ότι εκείνη η κοπέλα είχε βιαστεί – παρ’ ότι μάλιστα μπορούσε να αποδειχτεί (υπήρχε σχετικό βίντεο, το οποίο το δικαστήριο αρνήθηκε να δεχτεί ως αποδεικτικό στοιχείο).

Ποια είναι λοιπόν τα επόμενα βήματα;

Άννα: Θα είμαστε εκεί και στο Εφετείο, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη παρόμοια δίκη προκύψει, γιατί θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να διεκδικήσουμε αυτό το δικαίωμα. Έχει αυξηθεί η βία κατά των γυναικών τα τελευταία χρόνια -ή ίσως καταγράφεται πλέον πιο συστηματικά- και πρέπει να σταματήσουμε να συζητάμε γι’ αυτό εκ των υστέρων και μόνο στο μεταξύ μας.

Έσρα: Μετά απ’ αυτή την υπόθεση, πρέπει να κάνουμε δύο βήματα: το πρώτο αφορά την Π. η οποία τώρα χρειάζεται την έμπρακτη αλληλεγγύη μας, τόσο σε οικονομικό (κάλυψη δικαστικών εξόδων κλπ) όσο και σε πιο προσωπικό επίπεδο. Αλλά πρέπει να ανοίξουμε το ζήτημα της αυτοάμυνας και ευρύτερα, κινηματικά και ν’ αλλάξουμε το ίδιο το νόημα της λέξης, το πώς δηλαδή η κοινωνία αντιλαμβάνεται το περιεχόμενό της. Η αυτοάμυνα, αλλά και η άμυνα υπέρ μιας άλλης γυναίκας, είναι μια απόλυτα δικαιολογημένη αντίδραση. Αυτή η αντίδραση, αυτή η απάντηση των γυναικών σε πολλές μορφές βίας, πρέπει να συναντήσει τη στήριξή μας.

Κάθε φορά που μια γυναίκα αμύνεται, η κοινωνία παθαίνει σοκ, αφού κανείς δεν περιμένει να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι, είτε θεωρείται δεδομένο πως πρέπει να αμυνθεί μόνο εφόσον βιαστεί, είτε η αντίδραση της στη βία που δέχεται, αντιμετωπίζεται σα δικαιολογία για να υποστεί εκ νέου βία! Αυτό είναι, προφανώς, προβληματικό. Η αυτοάμυνα δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα. Στην περίπτωση της Π. μπορούσε κι εκείνη να μην έχει κάνει τίποτα. Μπορεί να πάθαινε σοκ, ή να πάγωνε… Δεν ξέρουμε τι θα είχε συμβεί σε μια τέτοια περίπτωση. Μπορεί να είχε γίνει εκείνη το θύμα σε μία ακόμα υπόθεση σαν αμέτρητες άλλες… Όμως εμείς πρέπει να αγωνιστούμε, για να σταματήσουν να θεωρούνται ως ένοχες πάντα -και μόνο- οι γυναίκες.

ΠΗΓΗ: Ξεκίνημα, 1-10-17