Νέλι Μπλάι: Αμερικανί­δα, πρωτοπόρος της ερευνητικής δημοσιογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες

Νέλι Μπλάι
1864 – 1922

Συντάσσει η Βέρα Σιατερλή

Αμερικανί­δα, πρωτοπόρος της ερευνητικής δημοσιογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες

 

Η Νέλι Μπλάι (Nellie Bly) – ψευδώνυμο της Ελίζαμπεθ Τζέιν Κόχραν (Elizabeth Jane  Cochran) – γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1864 στο Κόχραν Μιλς της Πενσυλβάνιας. Το 1880, ενώ ζούσε με την οικογένειά της στο Πίτσμπουργκ, διάβασε τυχαία στην τοπική εφημερίδα Pittsburgh Dispatch ένα άρθρο που χλεύαζε τις γυναίκες που αναζητούσαν εργασία και απάντησε ανώνυμα με ένα οξύ άρθρο.

Το άρθρο αυτό, υποδήλωνε ότι οι γυναίκες πρέπει να ενδιαφέρονται μόνο για ασχολίες που αφορούν τον ελεύθερό τους χρόνο μετά το νοικοκυριό. Στην απάντησή της η Μπλάϊ επισήμαινε ότι δεν έχουν όλες οι γυναίκες την ευτυχία να επιλέγουν αν θα μένουν στο σπίτι ή θα δουλεύουν. «Όταν τα καθήκοντα τελειώνουν για την ημέρα, με κουρασμένα το σώμα και πονοκέφαλο, γυρίζει γρήγορα σε ένα ακατάστατο σπίτι που απαιτεί επιπλέον δουλειές…..αυτή η μικρή οικονομική συνεισφορά σημαίνει τόσα για το σπίτι. Έτσι, μέρα με τη μέρα, εβδομάδα μετά την εβδομάδα, άρρωστη ή υγιής, δουλεύει για να ζήσει … Αυτό το φτωχό κορίτσι δεν κερδίζει την υπόληψη βολτάροντας με σοφέρ στο αυτοκίνητο, δεν αγκαλιάζει και δεν φιλάει ένα σκυλάκι και δεν κρίνει τους ανθρώπους από τα ρούχα και τις λογοτεχνικές τους γνώσεις. Ωστόσο μερικές από αυτές είναι κυρίες, εξαιρετικές κυρίες, περισσότερο από πολλές άλλες που είχαν ένα σωρό προνόμια».

Ο εκδότης ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την απάντηση που αναζήτησε μέσω της εφημερίδας την ταυτότητα της αρθογράφου, ελπίζοντας να έρθει σε επαφή μαζί της και της προσέφερε μία θέση δημοσιογράφου στην εφημερίδα. Η ίδια επέλεξε να υπογράφει με το ψευδώνυμο «Nellie Bly», που ήταν η ηρωίδα ενός δημοφιλούς τραγουδιού του Στίβεν Φόστερ. Έκτοτε συνέχισε να γράφει μερικά από τα πιο προκλητικά άρθρα της εποχής της.

Το 1887, υποδυόμενη την ψυχικά άρρωστη, κατόρθωσε να μπει και να ζήσει για μερικές ημέρες σ’ ένα άσυλο γυναικών. Το ρεπορτάζ της «Ten Days in a Mad-House», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «New York World», θεωρήθηκε τόσο αποκαλυπτικό, που η Μπλάϊ απέκτησε στην εφημερίδα θέση πλήρους απασχόλησης – και μέχρι το τέλος της χρονιάς, όπως αναφέρει η Jean Marie Lutes στις σημειώσεις της. Η πόλη αύξησε τον προϋπολογισμό για το Τμήμα Δημόσιων Φιλανθρωπικών Οργανώσεων  ” με 50.000 δολάρια που προορίζονταν για το νησί του Blackwell” και συνέβαλε στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ασύλων. Η ιστορία της Μπλάϊ θεωρείται ότι δημιούργησε ένα νέο είδος ρεπορτάζ, το ερευνητικό. Η εφημερίδα ανήκε στον «πατέρα της κίτρινης δημοσιογραφίας» Τζόζεφ Πούλιτζερ, γνωστό παγκοσμίως από τα ομώνυμα δημοσιογραφικά βραβεία.

Στις 14 Νοεμβρίου 1889, η Μπλάϊ απέπλευσε από τη Νέα Υόρκη για να καταρρίψει το ρεκόρ του Φιλέα Φογκ, ήρωα του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες». Η εφημερίδα «New York World», στην οποία εργαζόταν η Μπλάϊ, έδωσε ευρεία δημοσιότητα στο θέμα με καθημερινά άρθρα και με τη θέσπιση διαγωνισμού, με έπαθλο ένα ταξίδι στην Ευρώπη, για όποιον θα μάντευε, με τη μεγαλύτερη προσέγγιση, τον χρόνο στον οποίο η Νέλι θα πραγματοποιούσε τον γύρο αυτό.

Στον διαγωνισμό πήραν μέρος περίπου 1.000.000 αναγνώστες της εφημερίδας, ενώ το ταξίδι της Νέλι Μπλάϊ συνεχιζόταν με κάθε μέσο και η ίδια συναντούσε λαμπρή υποδοχή σε κάθε μέρος απ’ όπου περνούσε. Τελικά, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, αφού είχε πραγματοποιήσει το γύρο του κόσμου σε 72 ημέρες, 6 ώρες, 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα. Το 2015 η βιογραφία της Νέλι Μπλάϊ που δημοσιεύτηκε το 1995 από την δημοσιογράφο Brooke Kroeger συμπληρώθηκε. Η Jean Marie Lutes, καθηγήτρια Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο Villanova, έχει συντάξει πολλά από τα γραπτά της Μπλάϊ στο υπέροχο βιβλίο της «Ο γύρος του κόσμου σε 72 ημέρες και άλλα κείμενα» (Around the World in Seventy-Two Days and Other Writings). Τα ίδια θέματα που στόχευσε η Μπλάϊ στα τέλη του 1800, όπως η αμοιβή των γυναικών, η μεταχείριση των ψυχικώς νοσούντων,  των αδύναμων, και η μετανάστευση, για να αναφέρουμε μόνο μερικά, εξακολουθούν να προκαλούν πολύ σημαντικές ανησυχίες μέχρι σήμερα.  Η Μπλάϊ προώθησε τα δικαιώματα των εργαζομένων και των γυναικών, πήρε συνεντεύξεις και δημοσίευσε άρθρα στο “box girls,” για τις εργάτριες σε εργοστάσιο κιβωτίων, για την Belva Lockwood, την πρώτη γυναίκα δικηγόρο που άσκησε δικηγορία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1897 και την Susan B. Anthony πρώτη γυναίκα υποψήφια για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών το 1884 την οποία η Μπλάϊ αποκάλεσε “πρωταθλητρια του φύλου της”. Ακόμη έγραψε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1888 που έθεσε το ερώτημα «μπορεί να προτείνουν οι γυναίκες;» (Should women propose?)δηλαδή γάμο.

Το 1895 παντρεύτηκε έναν βιομήχανο τον Ρόμπερτ Σίμαν – κατά σαράντα χρόνια μεγαλύτερό της.  Ποτέ όμως δεν αναπαύθηκε στις δάφνες της, η Μπλάϊ ανέλαβε τον έλεγχο της εταιρείας του συζύγου της, «διέθεσε τα πρώτα χαλύβδινα βαρέλια στην Αμερική και κατέθεσε διάφορες αιτήσεις για εφευρέσεις με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου ενός δοχείου απορριμμάτων.» Αλλά μετά το θάνατό του, έχοντας οικονομικά προβλήματα, επέστρεψε στη δημοσιογραφία κι εργάστηκε στην εφημερίδα New York Journal όμως ο κόσμος στον οποίο είχε επιστρέψει η Μπλάϊ ήταν πολύ διαφορετικός.

Η Νέλι Μπλάι πέθανε από πνευμονία στις 27 Ιανουαρίου 1922 στο St. Mark’s Hospital στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία μόλις 57 ετών.

Το έργο της Μπλάι μπορεί να ήταν εντυπωσιακό, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση υπερβολικό ή άξεστο- όπως γνωρίζουμε τώρα, οι συνθήκες που εξέθεσε τόσο στον κλάδο της εργασίας όσο και στο άσυλο ήταν σκληρές και βραχύς από τα βασανιστήρια. Είναι δε απορίας άξιο γιατί άργησε τόσο πολύ για να αναγνωριστεί η δουλειά της.

Πηγή: www.thedailybeast.com, www.sansimera.gr/biographies