Το 1985 η Σαπφώ Νοταρά πεθαίνει μόνη στο διαμέρισμά της

 

Επιμελείται η Ιρέν Κόντου

 

Σαπφώ Νοταρά ( Σαπφώ Χανδάνου) δεν ζει πια στο 22 της πλατείας Κουμουνδούρου, εκεί που έμενε κάποτε για ένα φεγγάρι και η Φλέρυ Νταντωνάκη, ερχόμενη από τη Νέα Υόρκη. Το ενοίκιο του οποίου πλήρωνε κάποιος νέος επιχειρηματίας θαυμαστής της, που παρέμεινε όμως άγνωστος.

Τη Σαπφώ τη βρήκε νεκρή η αστυνομία σε κατάσταση αποσύνθεσης, σπάζοντας την πόρτα του διαμερίσματος της δυο μέρες μετά τον θάνατο της. Και αν δεν υπήρχε εκείνος ο πατσατζής,στο μαγαζί του οποίου σύχναζε, να ανησυχήσει με την απουσία της, ποιος ξέρει πότε θα την έβρισκαν.

Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το επώνυμο Νοταρά το πήρε από το δρόμο που βρισκόταν η δραματική σχολή στην οποία φοιτούσε.

Συνδεόταν με στενή φιλία με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή.

Το ημερολόγιο έδειχνε 11 Ιουνίου του 1985, ήταν 78 ετών με βεβαρημένη ήδη υγεία. Κι ας είχε εμφανιστεί λίγα χρόνια πριν στη θεατρική Πορνογραφία του Μάνου Χατζιδάκι, που «ανέβηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1982 και κατέβηκε στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, λόγω ελλείψεως θεατών»!

Η ενασχόληση της με τον βελονισμό ως εναλλακτική μορφή θεραπείες από τις αρρώστιες που την έκαναν να υποφέρει, ακόμη και η έφεση της στην καφεμαντεία και την χαρτομαντεία, οδήγησαν πολλούς στο να τη χαρακτηρίσουν μετά θάνατον απόκοσμη γυναίκα, απομονωμένη μάγισσα, μεταφυσικό ον!

Ο ερμηνευτής Ηλίας Λιούγκος είχε την τύχη να ηχογραφήσουν ντουέτο το τραγούδι «Στην οδό του Μπλαμαντό» του Χατζιδάκι σε στίχους του Ζαν-Πολ Σαρτρ, μεταφρασμένους από τον Αλέξη Σολομό. Κάτι που δε γνωρίζει πολύς κόσμος είναι ότι η Σαπφώ αδυνατούσε να κάνει την τραγουδίστρια και να συνοδεύσει τον Λιούγκο, γι’ αυτό και τελικά απήγγειλε το κείμενο, ενώ ταυτόχρονα φωνητικό «ισοκράτημα» τής έκανε ο Μίνως Αργυράκης, ο σκηνογράφος της παράστασης.

Λέγεται ακόμη πως δε χαριζόταν σε κανέναν, από τη μεγάλη Έλλη Λαμπέτη μέχρι τους αγενείς σερβιτόρους. Στην πρώτη, που έτυχε να παίξουν μαζί στο θέατρο και πολύ την ταλαιπωρούσε, της είχε πει να το βουλώσει και να κοιτάει τον καρκίνο της καλύτερα!

Σε έναν σερβιτόρο, πάλι, που τη σερβίριζε και γελούσε, είχε πει το εξής: «Τι γελάς βρε! Εδώ δεν είμαι ο ρόλος. Εδώ είμαι η κυρία Νοταρά! Είναι σα να σε συναντήσω εγώ στην Πανεπιστημίου, να σε γνωρίσω και να σου πω “φέρε μου γρήγορα ένα νερό”!».

Με τον Δημήτρη Χορν στην ταινία «Κυριακάτικο Ξύπνημα».  

Ο επιστήθιος φίλος της, ποιητής Ματθαίος Μουντές, που λάτρεψε την ανάγνωση της στον Έρωτα στα χιόνια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θυμάται τα φορέματα της όλο μαύρες βούλες απ’ τα καψίματα των τσιγάρων. Και τον χρόνο που περνούσε από πάνω της, όχι τόσο ως καταστροφέας της σωματικής της ευθυτένειας, όσο ως ρημαχτής της εσωστρεφικής της ζωής. Έχω, του εκμυστηρευόταν, στην κουζίνα από δω το ψυγείο, από κει ένα τραπέζι και στη μέση μια καρέκλα. Κάθομαι να καπνίσω ένα τσιγάρο και ξημερώνομαι ως το πρωί εκεί…

Όταν οι αστυνομικοί ερεύνησαν το μικρό διαμέρισμα της, εξετάζοντας την περίπτωση δολοφονίας, τα μόνα πράγματα που βρήκαν ήταν χαρτόκουτα στοιβαγμένα, πολλά χαρτόκουτα που δεν περιείχαν τίποτα απολύτως.

Στη θεατρική «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι

Μου ακούγονται έως και χαριτωμένα όλα αυτά, μια προσπάθεια των άλλων, των βολεμένων, των κανονικών, των φυσικώς και πνευματικώς υγιών, εκείνων που βρήκαν τον άνθρωπο τους κι έχουν έναν ώμο ν’ ακουμπάνε την πίκρα τους -που θα ‘λεγε και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος- να ξορκίσουν τα φαντάσματα της ανέραστης ερημιάς τους και της εντάφιας οδύνης τους.

Η Σαπφώ Νοταρά δεν ήταν απλά η Μαριγώ που χασμουριόταν προκαλώντας το θυμό της προληπτικής κυράς της στη Χαρτοπαίχτρα. Ούτε η σουρεαλιστική καρικατούρα που φώναζε «Καράτε!» και ξυλοφόρτωνε άντρες στη σειρά.   Δεν ήταν ακόμη εκείνη η στριφνή γυναίκα στο Συνοικία το Όνειρο, που όλη την ώρα έβριζε τον σύζυγο της, Μάνο Κατράκη, ως ρεμπετασκέ, μα την ύστατη στιγμή η τρυφερότητα της προς το πρόσωπο του, έφερνε δάκρυα στα μάτια των θεατών. Περισσότερο ήταν ένα κινούμενο μπουρλότο που άνοιγε πόρτες, εισβάλλοντας και κουβαλώντας τον τρόμο μιας πηχτής και αδυσώπητης ερημιάς.

Όπως έγραψε ο Μουντές τον Δεκέμβριο του 1985, λίγους μήνες μετά την αναχώρηση της, «η Νοταρά καλλιέργησε με πείσμα την ερημιά της σαν ένα φυτό εσωτερικού χώρου. Με ημίφως, άνυδρα και με μία σπαρακτική καρτερία».

Πηγή: www.lifo.gr, thelook.gr, in.gr