Υπόθεση «Αμάρυνθος»

 

Γράφει η Βέρα Σιατερλή

  Η παράσταση «Αμάρυνθος» που σκηνοθέτησε η Μάρθα Μπουζιούρη και παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2018 που προκάλεσε έντονες συζητήσεις, γρήγορα έγινε sold out και γι αυτό προστέθηκε μια ακόμη παράσταση στις 11.30 αργά το βράδυ της τελευταίας ημέρας.

Η υπόθεση της Αμαρύνθου ήρθε στο φως της δημοσιότητας στα τέλη Οκτωβρίου 2006 και πήρε αυτόματα πρωτοφανείς διαστάσεις, καθώς κοινή γνώμη, ΜΜΕ, πολιτικοί και λοιποί φορείς δημοσίου λόγου είδαν σε αυτή πλούσιο κίτρινο -δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος- υλικό: βιασμός, ανήλικοι, καταγραφή σε video των τεκταινόμενων με κινητά, νεολαία σε κρίση, σχολικές καταλήψεις, συντηρητικές κλειστές επαρχιακές κοινωνίες, μετανάστες, ρατσισμός, προκαταλήψεις, κουκουλώματα.

Το έργο στημένο σε  θεατρικό ντοκιμαντέρ φέρνει στην επιφάνεια μια υπόθεση, που είχε συγκλονίσει αλλά και διχάσει την κοινή γνώμη προ δωδεκαετίας. Οι εντυπώσεις που προκαλούνται θυμίζουν περισσότερο αστυνομική ανάκριση παρά θεατρική πράξη. Ένα ντοκιμαντέρ πραγματεύεται ιστορικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά ή άλλα θέματα, για την παρουσίαση των οποίων βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία. Ο όρος αποδίδεται στον Τζον Γκρίερσον  ο οποίος όρισε το ντοκιμαντέρ ως την «καλλιτεχνική αναπαράσταση της πραγματικότητας». Και όντως έτσι εκτυλίχτηκαν τα γεγονότα γιατί αυτή είναι η Ελληνική Κοινωνική Πραγματικότητα!!!

Προφανώς δεν πρόκειται εδώ για στρατευμένη τέχνη, τέχνη η οποία εκφράζει και υπηρετεί κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Αντίθετα εξυφαίνεται μία θεατρική πραγματικότητα με ντοκουμενταριστικές προδιαγραφές όπου οι άμεσα εμπλεκόμενοι της υπόθεσης απουσιάζουν καθαυτοί, και καλείται ο θεατής να συνθέσει τα δεδομένα και τα στοιχεία  για να πάρει αυτός θέση, να ταυτιστεί ή να  αποστασιοποιηθεί, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει και να καταγγείλει. Σε ένα έργο τέχνης που η δημιουργός έρχεται να προσφέρει την έτοιμη λύση, μασημένη τροφή προπαγάνδας παράγεται χαμηλού επιπέδου θέατρο. Και τι νόημα θα είχε άλλωστε να δημιουργηθεί ένα έργο για να αρθρωθούν όσα περιμέναμε να αποτείνουν δικαίωση; Στην τέχνη δεν συνηθίζεται να περιγράφεται το προφανές ούτε εκδικάζεται ο βιασμός αλλά συντίθεται η ατμόσφαιρα, όπου αντί να κρίνουμε, αναρωτιόμαστε. Κανένας καλλιτέχνης δεν διατείνεται ότι κατέχει την Αλήθεια, ούτε προτίθεται να παίξει αυτό το ρόλο. Αντί να εκφράζει στερεότυπα σπάει το ρίσκο της μονοδιάστατης άποψης της ζωής, βάζοντας ερωτηματικά στο γιατί πρόκυψε κάτι τέτοιο και ποιες είναι οι γενεσιουργές αιτίες  για ανάλογες κοινωνικές πρακτικές.  Είναι σημαντικό στην τέχνη να μην δω το έργο αναμένοντας να επιβεβαιώσω αυτό που ήδη γνωρίζω και ξέρω γιατί κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα να παραχθεί το θεατρικό έργο.

Ανάμεσα στην Τέχνη και τον ακτιβισμό, υπάρχει η ειδοποιός διαφορά ότι ο ακτιβισμός χρησιμοποιεί θεατρικά μέσα για να εκφέρει ιδεολογικές καταφάσεις και καταγγελίες ενώ η Τέχνη υπαινίσσεται ερωτηματικά. Η Τέχνη δεν είναι διδακτική εικονογράφηση αλλά συνειδησιακή αφύπνιση, εμπειρία συγκριτικής ενσυναίσθησης.

Έρχεται όμως μετά ο λόγος του Τύπου να δημιουργήσει συνθήκες εμπορικής περιέργειας όπως έγινε μα το άρθρο του Β. Καψάσκη με την Μάρθα Μπουζιούρη.

Αποσπάσματα από το άρθρο τον Μάιο του 2018: «…Γιατί η παράσταση «Αμάρυνθος» δεν εξετάζει τι συνέβη στις τουαλέτες. Ήταν ξεκάθαρο για μένα από την αρχή ότι δεν ήθελα να προσεγγίσω τους ανθρώπους που εμπλέκονταν άμεσα στην υπόθεση, δηλαδή την κοπέλα και τα αγόρια. Σε ηθικό επίπεδο, η πρόθεσή μου ήταν να γνωστοποιηθεί τι κάνουμε και στις δύο μεριές αλλά να μη χρησιμοποιήσω τις μαρτυρίες τους. Και δεν το έκανα.

Η μαθητική και η φοιτητική κοινότητα της χώρας βρίσκεται σε αναβρασμό και απαντά με αλλεπάλληλες απεργίες, διαμαρτυρίες και καταλήψεις στις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις που προωθεί η υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου. Το υπό κατάληψη λύκειο της Αμαρύνθου, όμως, τραβά επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας για τελείως διαφορετικούς λόγους. Μια 16χρονη (τότε) αριστούχος μαθήτρια από τη Βουλγαρία καταγγέλλει στην αστυνομία τον βιασμό της από τέσσερις Έλληνες συμμαθητές της στις τουαλέτες του σχολείου. Το φύλο, η ηλικία, η καταγωγή και η κοινωνική τάξη του φερόμενου θύματος δίνουν στο θέμα την απαραίτητη δυναμική που χρειάζεται για να κάνει τα ΜΜΕ της εποχής να ενδιαφερθούν. Έτσι, για τρεις περίπου εβδομάδες η μικρή παραλιακή κωμόπολη της Εύβοιας μετατρέπεται σε κέντρο του ελληνικού μικρόκοσμου. Τα βανάκια των τηλεοπτικών συνεργείων κατασκηνώνουν για μέρες έξω από το σχολείο, κυνηγώντας την ιστορία σαν λαγωνικά, ενώ η «υπόθεση της Αμαρύνθου» παίζει σε όλα τα δελτία ειδήσεων. Στην ουσία, η υπόθεση της Αμαρύνθου άφησε πίσω της δύο πολωμένα στρατόπεδα. Από τη μία μεριά βρίσκονται οι άνθρωποι που μίλησαν για ένα έγκλημα ταξικού χαρακτήρα με ρατσιστικές και σεξιστικές προεκτάσεις, το οποίο συγκαλύφθηκε από την τοπική κοινωνία. Η άλλη πλευρά έκανε λόγο για ένα μύθευμα, μια συκοφαντία, η οποία διέσυρε ανεπανόρθωτα και τα παιδιά αλλά και ολόκληρη την περιοχή. Το θέμα φτάνει μέχρι και στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια, ο οποίος δηλώνει: «Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Είμαστε πολίτες μιας χώρας, όπου αναπτύχθηκαν τα πιο ευγενή ιδεώδη. Δεν μπορεί να τα αμαυρώνουν μερικοί, οι οποίοι είναι έξω από τις μεγάλες αρχές και τις ηθικές αρχές της ελληνικής κοινωνίας». Ως συνέπεια της ξαφνικής δημοσιότητας, τα στρατόπεδα θυτών και θυμάτων χαράσσουν τα όριά τους και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, οι πάντες σπεύδουν να εκφέρουν την άποψή τους για το τι πραγματικά συνέβη. Υπήρξαν πάρα πολλές γενικεύσεις και από τις δυο πλευρές. Εύκολοι αφορισμοί, στερεότυπα, αιχμές κτλ. Η πλευρά που υποστήριζε την αθωότητα των αγοριών έκανε λόγο για την «εύκολη Βουλγάρα», απέκλειε το ενδεχόμενο τα παιδιά αυτά να έχουν κάνει κάτι τέτοιο με βάση τον πρότερο έντιμο βίο τους. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι το ένα αγόρι από τους φερόμενους βιαστές ήταν γιός αστυνομικού και ένα άλλο γιός καθηγητή «…με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει…» όπως αναφέρεται και στην παράσταση.  Πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα τάσσονται στο πλευρό της μαθήτριας. Στον αντίποδα, η τοπική κοινωνία νιώθει ότι απειλείται, συσπειρώνεται, εξοργίζεται κι έτσι αντιδρά με βία.

Γρήγορα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κατ’ επέκταση η κοινή γνώμη χάνουν το ενδιαφέρον τους, η νεαρή κοπέλα μαζί με τη μητέρα της «εξοστρακίζονται» στην Αθήνα, όπου της προσφέρεται υποτροφία σε ιδιωτικό σχολείο για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της. Η υπόθεση παίρνει πια τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Τον Μάρτιο του 2010, το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Χαλκίδας κρίνει ομόφωνα αθώους τους συνολικά επτά κατηγορουμένους που είχαν παραπεμφθεί σε δίκη (τέσσερις μαθητές με την κατηγορία του βιασμού και τρεις μαθήτριες για συνέργεια), αφού θεωρεί ότι δεν στοιχειοθετείται η κατηγορία του βιασμού. Έχει περάσει, όμως, καιρός κι έτσι η είδηση περνάει στα ψιλά. Η απόφαση του δικαστηρίου προκαλεί την αντίδραση γυναικείων οργανώσεων, ενώ η νεαρή κοπέλα καλείται να αντιμετωπίσει τώρα με τη σειρά της τις μηνύσεις που έχουν καταθέσει σε βάρος της οι πρώην κατηγορούμενοι για ψευδορκία, ψευδή ανωμοτί κατάθεση, ψευδή καταμήνυση, παραπλάνηση σε ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση.

Όπως συνηθίζω να λέω, το θέατρο δεν έρχεται να δικάσει και στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ξαναδικάσει. Έχει βγει μια αθωωτική απόφαση δικαστηρίου. Βέβαια, από την άλλη, δεν μπορεί ούτε να προσφέρει είδος βολικής ουδετερότητας. Στην περίπτωση της Αμαρύνθου εμπεριέχονται πάρα πολλές διαφορετικές εκφάνσεις βίας. Μπαίνοντας στη διαδικασία να ξαναθυμηθώ όσα είχαν συμβεί και καθώς το έψαχνα, τόσο έβρισκα πτυχές που για μένα ήταν προβληματικές. Στην ουσία, η υπόθεση της Αμαρύνθου άφησε πίσω της δύο πολωμένα στρατόπεδα. Από τη μια μεριά βρίσκονται οι άνθρωποι που μίλησαν για ένα έγκλημα ταξικού χαρακτήρα με ρατσιστικές και σεξιστικές προεκτάσεις, το οποίο συγκαλύφθηκε από την τοπική κοινωνία. Η άλλη πλευρά έκανε λόγο για ένα μύθευμα, μια συκοφαντία, η οποία διέσυρε ανεπανόρθωτα και τα παιδιά αλλά και ολόκληρη την περιοχή. Δημιουργήθηκε δηλαδή αυτή η πόλωση, η οποία βέβαια συμβαδίζει με την τάση μας να συσπειρωνόμαστε είτε προς τη μία είτε προς την άλλη μεριά. Ήταν μια ιστορία που έσκασε σαν πυροτέχνημα, έγινε πολύ ντόρος, αλλά όσο γρήγορα διαδόθηκε, τόσο απότομα «έσβησε». Την ξαναθυμήθηκα εντελώς τυχαία όταν διάβασα κάπου ότι αυτή η κοπέλα που είχε αρχικά καταγγείλει τον βιασμό μηνύθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση. Η καταγγέλλουσα βρέθηκε ξαφνικά στη θέση του κατηγορουμένου και κατά τη γνώμη μου, κατά πολύ το ζήτημα της σεξουαλικής βίας… »

 

Στην  συνέντευξη για το lifo όμως ειπωθήκαν πράγματα που αναίρεσαν την συλλογιστική της ελευθερίας προβληματισμού και υποστήριξαν ότι η κουλτούρα του βιασμού, ο ρατσισμός και μια ολόκληρη κοινότητα που κάνει πλάτες, δώσανε το “δικαίωμα” στους βιαστές να βιάσουν και το δικαίωμα στη λήθη με ρατσιστική ψυχραιμία : «…Στην παράσταση έχουμε ήδη καλέσει όλα τα πρόσωπα που προσεγγίσαμε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αν έρθουν θα βρεθούν για πρώτη φορά μαζί σε έναν κοινό χώρο …»

 

Τότε οι φεμινιστικές οργανώσεις συνέταξαν και δημοσιοποίησαν την παρακάτω απόφαση που παραθέτω ολόκληρη:

 

«ΔΙΚΗ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ:

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΕΝ ΒΡΗΚΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

 

Οργή και θλίψη μας προκάλεσε η αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου για την υπόθεση της Αμαρύνθου. Ήταν τον Οκτώβριο του 2006, που η ανήλικη αλλοδαπή μαθήτρια είχε καταγγείλει τον ομαδικό βιασμό της από 4 συμμαθητές της, ενώ 3 συμμαθήτριες βιντεοσκοπούσαν το «κατόρθωμά» τους.

Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, η υπόθεση αναβίωσε στο δικαστήριο, αλλά για εμάς είναι φανερό ότι δεν έγινε δυνατόν να βγει στο φως η αλήθεια. Κατά τη διαδικασία κατέθεσαν περίπου 40 μάρτυρες υπέρ των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και εκπαιδευτικοί, ενώ από την πλευρά της καταγγέλλουσας δεν υπήρξε κανείς και καμία μάρτυρας, εκτός βέβαια της μητέρας της. Και μάλιστα, το δικαστήριο δεν δέχθηκε καν να υποβληθεί το πόρισμα της εξέτασης της καταγγέλλουσας από εγκεκριμένη κλινική ψυχολογίας διαπιστευμένη με διεθνή στάνταρ. Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι και κατηγορούμενες, ανέφεραν σημεία και τέρατα εναντίον της, σε βαθμό πραγματικού βασανιστηρίου (που το δικαστήριο δεν απέτρεψε) ενώ μέσα στην αίθουσα κυριαρχούσαν συνθήκες κατατρομοκράτησης, ώστε να μην τολμήσει κανένας και καμία να προσέλθει ως μάρτυρας για να καταθέσει αντικρούοντας τις αδιανόητες κατηγορίες.

Τις προηγούμενες από τη δίκη ημέρες, κάποιες και κάποιοι από τους κατηγορούμενους είχαν δώσει και συνεντεύξεις για τη δημιουργία κατάλληλου κλίματος, ενώ είχαν φροντίσει, από την πρώτη ημέρα της καταγγελίας κιόλας, να εξαφανιστεί το βίντεο.

Στη σύγχρονη ξενοφοβική και ρατσιστική Ελλάδα είναι προφανές ότι κυριάρχησε το κλίμα να «προστατεύσουμε τα δικά μας παιδιά έναντι της ξένης».

Στη σύγχρονη σεξιστική Ελλάδα εξακολουθεί να κυριαρχεί η άποψη ότι το θύμα του βιασμού «τα ήθελε», ότι ο βιασμός δεν είναι ξένος προς τη «γυναικεία φύση», και υπάρχουν δυστυχώς πολλές σχετικές αποδείξεις και από άλλες καταγγελίες βιασμών που εκδικάζονται δικαστήρια. Η μικρή μαθήτρια από τη Βουλγαρία τιμωρείται για το πολλαπλό έγκλημά της: 1) είναι φτωχή (είναι γνωστό ότι ήταν εργαζόμενη και παράλληλα αριστούχα μαθήτρια) 2) είναι ξένη και 3) είναι γυναίκα. Την καθορίζει, δηλαδή, «διαφορετικότητα» τάξης φυλής και φύλου, και παρ’ όλα αυτά τολμά να καταγγείλει ότι έπεσε θύμα βιασμού. Το ότι το θύμα κατέληξε αιμόφυρτο στο νοσοκομείο δεν φαίνεται να αξιολογείται από τους κρίνοντες και να αίρει κάθε έννοια «συναίνεσής» της στην «ασέλγεια» που διαπράχθηκε σε βάρος της.

Υπενθυμίζουμε ότι, 11 γυναικείες συλλογικότητες είχαν οργανώσει διαδήλωση στην Αμάρυνθο στις 4-11-2006, στην οποία είχαν συμμετάσχει εκατοντάδες γυναίκες και είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα. Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε το χειρότερο σενάριο, όπως αναφερόταν και στην τότε ανακοίνωση: «Επειδή δεν ξεχνούμε ότι ο βιασμός μπορεί να συμβεί σε κάθε γυναίκα, νέα ή μεσήλικα ή ακόμα υπερήλικα, το πρωί ή το βράδυ, σε πολυσύχναστες ή ερημικές περιοχές, συχνότερα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Η εποχή που, όταν η γυναίκα που έπεφτε θύμα βιασμού έπρεπε να δικαστεί και να καταδικαστεί από την κοινωνία και καμιά φορά και από τα δικαστήρια σαν να ήταν η ίδια ένοχη, πρέπει να πάψει να αναβιώνει, πρέπει να μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας».

Επίσης υπενθυμίζουμε ότι υπήρξε ευρύτατη συμπαράσταση από πολύ περισσότερους φορείς, καθώς και από θεσμικά πρόσωπα. Η επιτροπή αλληλεγγύης που είχε σχηματισθεί τότε, φρόντισε για κάλυψη των πολύπλευρων αναγκών που δημιούργησε η δίωξη και ο εξοβελισμός της νεαρής μαθήτριας και της μητέρας της, για κατοικία, δουλειά και σχολείο.

Σήμερα, μετά τρεισήμισι χρόνια, οι καθηγητές και ο διευθυντής γνωστού ιδιωτικού σχολείου το οποίο της έδωσε υποτροφία και απ’ όπου αποφοίτησε, διαβεβαιώνουν τόσο για τις επιδόσεις της όσο και για το άμεμπτο ήθος της σε όλη τη διάρκεια της φοίτησής της.

Πιστεύουμε ότι η αντιμετώπιση της υπόθεσης Αμαρύνθου εντάσσεται στο κλίμα συγκάλυψης της βίας κατά των γυναικών και της κατίσχυσης της οικογενειακής ή κοινωνικής (στην προκειμένη περίπτωση) «συνοχής» έναντι του δικαιώματος των γυναικών για αυτονομία του σώματος και σεβασμό της αξιοπρέπειας, και αναβιώνει επικυρώνοντας το πατριαρχικό δικαίωμα για τον έλεγχο του σώματος των γυναικών.

Επαναβεβαιώνουμε σήμερα την αλληλεγγύη μας προς την νεαρή, ενήλικη πλέον, παθούσα και καταγγέλλουσα, και ζητούμε την αποδοχή του αιτήματός της για έφεση της εκδοθείσας απόφασης.

Αθήνα, 12 Απριλίου 2010»

ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ

·        Παγκόσμια Πορεία Γυναικών

·        Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας

·        Κέντρο Έρευνας και Δράσης για την Ειρήνη

·        Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών

·        Γυναικεία Ομάδα Αυτοάμυνας

·        Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης

·        Πολιτικός Σύνδεσμος Γυναικών

·        Γυναίκες της κίνησης πολιτών Μοσχάτου Μεσοποταμία

·        Ομάδα Γυναικών ΟΚΔΕ-Σπάρτακος

·        Ομάδα φύλου Νεολαίας ΣΥΝ

·        Δίκτυο Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ

·        Τομέας Γυναικών ΠΑΣΟΚ

·        Θεματική Ομάδα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οικολόγων Πρασίνων

·        Πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το γυναικείο ζήτημα

 

Προφανώς συντάσσομαι υπέρ της καταγγελίας της σεξιστικής και ρατσιστικής απόφασης της δικαιοσύνης η οποία έρχεται να αναπαράξει τα στερεότυπα και την κουλτούρα του βιασμού που καταγράφεται από τα ΜΜΕ πάντα, ως κάτι άλλο από αυτό που ακριβώς είναι: ΒΙΑΣΜΟΣ. Ο ρόλος της τέχνης είναι άλλος και παρ όλο που το έργο δεν με κατενθουσίασε σαν τέτοιο, όμως πιστεύω ότι τουλάχιστον τάραξε νερά καθώς συζητάμε ξανά για την έκβαση και την υπόθεση «Αμάρυνθος»! Όσο για την Μάρθα Μπουζιούρη νομίζω ότι με την συνέντευξή της στο lifo έδωσε στα ΜΜΕ την ευκαιρία ξανά να πουλήσουν την κουλτούρα του βιασμού*.

 

* Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ για όσους και όσες μπερδεύονται:

«Είναι μια κουλτούρα που επιβραβεύει τους άνδρες επειδή πηδάνε όσο πιο πολύ ανώνυμο μουνί είναι δυνατόν, ενώ καταδικάζει τις γυναίκες που εκδηλώνουν όποιες ελάχιστες σεξουαλικές επιθυμίες. Μια κουλτούρα στην οποία οι υποτιθέμενοι φίλοι μιας νεαρής γυναίκας θα την βιντεοσκοπήσουν ενώ βιάζεται και μετά θα χρησιμοποιήσουν το βίντεο για δείξουν πως είναι «πουτάνα».  Μια κουλτούρα μέσα στην οποία τα περισσότερα θύματα σεξουαλικής επίθεσης και βιασμού δεν το καταγγέλουν ποτέ επειδή φοβούνται πως δεν θα γίνουν πιστευτά – και ξέρουν πως ακόμη και αν γίνουν πιστευτά το πιθανό είναι πως θα εξευτελιστούν και παρενοχληθούν, θα κατηγορηθούν και θα ντροπιαστούν, μέσα από μια νομική διαδικασία που στο τέλος δεν οδηγεί πουθενά» Kate Harding  2015