Συγγραφείς των Βαλτότοπων – Οι αδελφές Μπροντέ

Γράφει η Δώρα Στυλιανίδου

Ο 19ος αιώνας έφερε ελάχιστες αλλαγές καλυτέρευσης στη ζωή των γυναικών. Η βασική ανισότητα και η καταπίεση υποχωρούσαν πολύ αργά. Στην Αγγλία χρειάζονταν έξτρα εργατικά χέρια και η Βιομηχανική Επανάσταση χρησιμοποιούσε, εκτός απο τις γυναίκες, μικρά παιδιά που δούλευαν εξαντλητικά ωράρια μέσα σε τοξικά απόβλητα και δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Το πόσιμο νερό ήταν συχνά μολυσμένο, παράσερνε σκουπίδια και βρώμικη λάσπη και πολλές φορές περνούσε μέσα απο νεκροταφεία όπως στην περίπτωση της μικρής κωμόπολης Hawοrth του Yorkshire, οπου έζησαν και πέθαναν εξαιτίας αυτού και του σκληρού κλίματος, οι τρεις αδελφές Μπροντέ.

Ο πατέρας τους ήταν ιρλανδός μετανάστης που φλεγόταν να κηρύξει το λόγο του Θεού και έγινε κληρικός. Η μητέρα τους απεβίωσε νέα, όπως και οι μεγαλύτερες αδελφές τους Μαρία και Ελίζαμπεθ, που πέθαναν το 1825 απο φυματίωση. Επέζησαν η Σάρλοτ, η Εμιλι, η Αν και ο Μπράνγουελ. Την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών ανέλαβε η θεία τους, κάτω απο την αυστηρή αλλά στοργική φροντίδα του κύριου Μπροντέ.

Παρόλη την χριστιανική κατήχηση, ο εφημέριος Μπροντέ ενθάρυνε τα παιδιά του στην κριτική σκέψη και στην ελευθερία να τριγυρνούν αμέριμνα, απολαμβάνοντας τη φύση στα βαλτοτόπια της περιοχής. Διάβαζαν αχόρταγα αγγλική λογοτεχνία όπως Μπάυρον, Σέλει, σερ Γουόλτερ Σκοτ και το περιοδικό του Σκοτεινού Δάσους, εξασκώντας συνέχεια το μυαλό τους, που σύντομα άρχισε να μηχανεύεται ιστορίες για να διασκεδάσει. Είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες, γράφοντας για τα φανταστικά βασίλεια της Ανγκρία και του Γκόνταλ, φτιάχνοντας όλο και πιο περίπλοκες ρομαντικές και περιπετειώδεις ιστορίες. Το επόμενο βήμα δεν μπορούσε να είναι άλλο απο το λογοτεχνικό γράψιμο.

Οι τρεις νεαρές αδελφές ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους,  ενθαρύνοντας και εμπνέοντας η μια την άλλη. Άρχισαν να γράφουν ένα μυθιστόρημα η κάθε μια, κλεισμένες το βράδυ στα δωμάτια τους, αλλά και πολλές φορές μαζί, έχοντας χάσει την επαφή με τον αδελφό τους που, πιστεύοντας ότι είναι μεγάλος ποιητής και δεν χρειαζόταν να κοπιάσει για την τέχνη, έπινε πολύ, χαρτόπαιζε και γύρευε απο ένα παράνομο έρωτα την ολοκλήρωση που εκείνες -με πειθαρχία και επιμονή- αναζητούσαν στο συνεχές και ακούραστο γράψιμο. Ο Μπράνγουελ, ολότελα καταστραμένος απο το πιοτό, πεθαίνει ραγίζοντας την καρδιά του πατέρα του. Η ειρωνία της τύχης είναι ότι το μόνο καλλιτεχνικό έργο που απέμεινε απο τον Μπράνγουελ, ειναι ένας άχαρος πίνακας όπου είχε ζωγραφίσει τις τρεις αδελφές του.

Οσο προοδευτικός και αν ήταν ο εφημέριος δεν περίμενε πολλά απο τις κόρες του και συμβάδιζε με τις συντηρητικές και περιοριστικές απόψεις της εποχής του για τις γυναίκες. Ομως η Σάρλοτ, η Έμιλι και η Αν που την ημέρα πληρούσαν τους όρους τριών θεοσεβούμενων θυγατέρων ενός κληρικού, που δεν εναντιωνόντουσαν ποτέ στο πατριαρχικό πρόταγμα του ίδιου και της κοινωνίας, την νύχτα μεταμορφωνόντουσαν με μια αδάμαστη θέληση μέσα απο τις ηρωίδες των έργων τους σε ανυπότακτες, δυναμικές γυναίκες που όριζαν αυτές το πεπρωμένο τους και σε ερωτευμένες μαινάδες που είχαν κάθε δικαίωμα στο μίσος και την εκδίκηση.

Οι σφοδροί άνεμοι των βαλτότοπων, η συνεχής κακοκαιρία και η απογοήτευση απο την σκληρή και κακοποιητική δουλειά της γκουβερνάντας που συχνά έκαναν οι τρεις αδελφές, τις ωθούσαν να γράφουν συνέχεια, για να κατευνάσουν τους δαίμονες που τις βασάνιζαν μέσα απο την τέχνη. Το άσβηστο κερί της λογοτεχνίας έκαιγε στο δωμάτιο τους όλη τη νύχτα.

Ποιές ήταν οι τρεις αδελφές που μέχρι σημερα αποτελούν ένα μοναδικό φαινόμενο λογοτεχνικής οικογένειας της παγκόσμιας λογοτεχνίας;

Γεννήθηκαν στο Θόρντον και έζησαν στο Haworth του Γιορκσάιρ στην Αγγλία. Πέρασαν όλη την σύντομη ζωή τους στο πρεσβυτέριο του πατέρα τους, που ειχε παραχωρηθεί στην οικογένειά τους. Η Σάρλοτ γεννήθηκε το 1816 και ήταν η μεγαλύτερη απο τις τρεις αδελφές. Εκπαιδεύτηκε σαν δασκάλα και κατέληξε να κάνει την γκουβερνάντα απο το 1839 έως το 1844 σε αρκετές οικογένειες, μια σκληρή δουλειά για την εποχή της, καθώς πολλές νεαρές κοπέλες κατέφευγαν σ’αυτή λόγω ανέχειας και λόγω περιορισμού των επαγγελμάτων που ήταν ανοικτά στις γυναίκες.

Γυναίκες με μόρφωση στη Αγγλία αλλά και σε άλλες αναπτυσόμενες οικονομίες της Ευρώπης στρέφονταν επίσης στο γράψιμο σαν ένα μέσο βιοπορισμού και αυτοδιάθεσης, και έτσι εμφανίστηκε η “επαγγελματίας συγγραφέας” που πάσχζε να αυτονομηθεί πρωτίστως οικονομικά αλλά και κοινωνικά, κάτι που απαιτούσε ένα σχεδόν τιτάνιο αγώνα απο την κάθε γυναίκα που το επιχειρούσε..

Το 1842 η Σάρλοτ πηγαίνει στις Βρυξέλλες μαζί με την Έμιλι, όπου εργάστηκαν σε ένα οικοτροφείο διδάσκοντας αγγλικά, μέχρι το θάνατο της θείας τους την ίδια χρονιά. Η Σάρλοτ φεύγει απο το Βέλγιο για να επιστρέψει ξανά το 1843 όπου νοσταλγεί το σπίτι της, υποφέρει απο μοναξιά και δένεται πλατωνικά σε ένα έρωτα χωρίς ανταπόκριση με τον πατρεμένο εργοδότη της Κονσταντίν Εζέ. Το 1844 επιστρέφει τελικά στην Αγγλία και αρχίζει να γράφει καθημερινά, απολαμβάνοντας μαζί με τις αδελφές της μια μικρή οικονομική ευχέρεια, απο τα χρήματα που κληρονόμησαν απο την θεία τους. Οι τρεις αδελφές ονειρεύονταν να ανοίξουν με τα χρήματα που τους άφησε η θεία τους ένα σχολείο.

Η Έμιλι γεννήθηκε το 1818. Οταν ήταν 17 ετών παρακολούθησε το σχολείο θηλέων Roe Head όπου δίδασκε η Σάρλοτ αλλά έμεινε μόνο 3 μήνες γιατί νοσταλγούσε το σπίτι της, και κυρίως τον κάμπο με τους βαλτότοπους όπου ειχε τρέξει και εξερευνήσει ελεύθερα σαν παιδι με τα αδέλφια της αλλά και μόνη της. Τη θέση της στο σχολείο πήρε η Αν. Το 1838 η Έμιλι έγινε δασκάλα στο Χάλιφαξ, όμως αρρώστησε γιατί δούλευε 17 ώρες την ημέρα και επέστρεψε σπίτι της. Ανέλαβε το νοικοκυριό και τη φροντίδα του πατέρα της, έμαθε να παίζει πιάνο και γερμανικά και δεν επεδίωξε ποτέ ξανά να φύγει. Ήταν μοναχική, περήφανη και ασυμβίβαστη, λάτρευε τους βαλτότοπους και αδιαφορούσε πλήρως για τον καθωσπρεπισμό της εποχής της..

Η τρίτη και τελευταία αδελφή, η Αν, γεννήθηκε το 1820 και βίωσε κι αυτή με την σειρά της τη σκληρή και πολλές φορές απάνθρωπη δουλειά της γκουβερνάντας, και τα βασανιστικά και εξευτελιστικά οικοτροφεία.

Το 1846 οι αδελφές Μπροντέ εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή με ποιήματά τους, με τα ψευδώνημα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ, επειδή δεν ήθελαν να αποκαλύψουν ότι ήταν γυναίκες γιατί πίστευαν ότι οι γυναίκες που έγραφαν δεν αντιμετωπίζονταν ισότιμα με τους άνδρες. Αν και πουλήθηκαν ελάχιστα αντίτυπα, οι κριτικές ήταν πολύ ενθαρρυντικές και, σίγουρες πια για τον εαυτό τους, οι αδελφές αφιέρωσαν τον περισσότερο χρόνο τους στο γράψιμο των μυθιστορημάτων τους.

Ποιός απο τους αναγνώστες λογοτεχνίας δεν γνωρίζει την “Τζέιν Ειρ” και τα “Ανεμοδαρμένα Υψη”; Στην εποχή μας θεωρούνται αναμφισβήτητα κλασσικά αριστουργήματα της αγγλικής λογοτεχνίας. Η “Τζέιν Ειρ” ειναι ένα βιβλίο όπου η Σάρλοτ καταγράφει με ένα ρεαλιστικό τρόπο την εμπειρία της απο το οικοτροφείο-βασανιστήριο όπου πέρασε κάποια χρόνια, την υποκριτική και βάναυση μεταχείριση των κοριτσιών στο εκκλησιαστικό σχολείο για τις άπορες, τη βαρβαρότητα της θρησκείας όταν επιβάλλει τον πλήρη έλεγχο πάνω στο άτομο, τη θυσία της θρησκευόμενης συμμαθήτριάς της που υπότασσεται αγόγγυστα στη μοίρα της που είναι ο θάνατος, και που σβήνει καθώς καίγεται απο τον πυρετό στο ίδιο κρεββάτι με την Τζέιν όπου ειχε ξαπλώσει να ζεσταθεί και να παρηγορηθεί.

Όμως η Τζέιν απορίπτει την παθητική, μοιρολατρική υποταγή της Έλεν, γιατί ειναι ζωντανή και αποφασισμένη να παλέψει ενάντια στη υποδούλωση και το θάνατο. Η Σάρλοτ Μπροντέ καταγγέλει το απάνθρωπο σύστημα που σκοτώνει την Έλεν μέσα απο τη δική της εξέγερση, που την ωθεί να μείνει ζωντανή, υγιής και να μην πεθάνει. Αυτή την απροσδόκητη απάντηση θα δώσει η μικρή Τζέιν στον ιεροκήρυκα δάσκαλο και βασανιστή όταν, αφού την έχει υποβάλει στο μαρτύριο της σιωπής και του εξευτελισμού, τη ρωτάει τι πρέπει να κάνει για να μην πάει στη κόλαση, περιμένοντας μια απάντηση υποταγής σε ένα τιμωρό Θεό-αφέντη: “Να μείνω υγιής, και να μην πεθάνω!” απαντάει θριαμβευτικά η μικρή αντάρτισα. Η Τζέιν θα αναζητήσει μια σχέση ισότητας και αγάπης με τον Ρότσεστερ, θα την βρει, θα την χάσει, και τέλος θα την διεκδικήσει ξανά, βρίσκοντας την ευτυχία.

Τα “Ανεμοδαρμένα Υψη” της Έμιλι είναι ενα διαφορετικό βιβλίο, ερωτικού πάθους και εκδίκησης, μέσα σε ένα ομιχλώδες και απομονωμένο τοπίο, όπου κυριαρχούν τα πρωτόγονα ένστικτα, η τιμή και η προκατάληψη, η καταστροφή και το χάος. Θεοσεβούμενη με έναν σχεδόν παγανιστικό-φυσιολατρικό τρόπο, η Έμιλι Μπροντέ εκδικείται μια κοινωνία που την έχει απορίψει, απορίπτοντας την και η ίδια χάριν των άγριων παθιασμένων ενστίνκτων. Η φύση είναι το σκοτεινό σκηνικό αυτών των ενστίκτων και ο στοργικός Θεός στον οποίο έμαθε να πιστεύει απο παιδί η Έμιλι, δεν υπάρχει πουθενά μέσα στο βιβλίο, πυ χαρακτηρίστηκε “σατανικό” από όσους δεν κατάλαβαν τους δαίμονες που έπρεπε να εξορκίσει απελευθερώνοντάς τους η Έμιλι σαν γυναίκα, μέσα από την τέχνη.

Η Σάρλοτ Μπροντέ δεν άφησε να επανεκδοθεί το μυθιστόρημα της Αν “Η μισθώτρια του Γουάιλντφελ Χωλ” επειδή πίστευε ότι αναφερόταν στον αλκοολικό αδελφό τους, Μπράνγουελ. Η Αν Μπροντέ είχε βιώσει όλο τον ξεπεσμό του αδελφού της και τον φρικτό του θάνατο και απο εκει εμπνευσθηκε το βιβλίο της που σήμερα θεωρήται ένα απο τα πρώτα φεμινιστικά μυθιστορήματα. Μια παντρεμένη γυναίκα εγκαταλείπει τον αλκοολικό σύζυγό της, κάτι ανήκουστο για την εποχή της Αν, και διεκδικεί δυναμικά το πεπρωμένο της. Λογοτεχνικοί κριτικοί πιστεύουν σήμερα ότι το βιβλίο της Αν που έμεινε τόσο πολυ στην αφάνεια, είναι το πιο ριζοσπαστικό απο τα τρία, γιατί αγγίζει θέματα ταμπού της εποχής όπως ο αλκοολισμός και η ανεξαρτοποίηση της γυναίκας περιλαμβάνοντας μέσα θέματα περιουσιακά και οικονομικά.

Οι αδελφές Μπροντέ πεθαίνουν και οι τρεις, από φυματίωση, από τις λοιμώξεις των βαλτότοπων και απο το μολυσμένο νερό. Καμμιά τους δεν θα ξεπεράσει τα 38 χρόνια, εκτός απο την Σάρλοτ, που θα δει να σβήνουν στα χέρια της οι δύο αδελφές της, για να τις ακολουθήσει στο τάφο κι αυτή τελικά απο την ίδια ασθένεια. Έζησαν και έγραψαν σε μια εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να παλέψουν σκληρά για να ζήσουν αυτόνομα και ελεύθερα.

Κατήγγειλαν με θάρρος μέσα απο το έργο τους τη θρησκευτική υποκρισία, την κοινωνική ανισότητα, την προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες. Άφησαν πίσω τους τρία διαχρονικά βιβλία που θα αντέξουν για πάντα. Η ήρεμη δύναμη και το σθένος της Τζέιν Ειρ, η άγρια αλλά έντιμη Κάθριν στα ΑνεμοδαρμέναΎψη και η ανυπότακτη πρωτο-φεμινίστρια του Γουάιλντ-Φελ ανήκουν στη παγκόσμια λογοτεχνία όχι μόνο σαν γυναικεία αλλά και σαν πανανθρώπινα πρότυπα .

ΠΗΓΕΣ: αγγλική βικιπέδια και το άρθρο I take up my pen. 19th century british women writers

Το άγαλμα με τις τρεις αδελφές, βρίσκεται στην αυλή του Bronte Parsonage Museum στη Βρετανία