Γκόλφω, το μεγαλείο του έρωτα

Η «Γκόλφω» είναι η πρώτη ασπρόμαυρη και βουβή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 22 Ιανουαρίου 1915. Στην πρώτη φωτό, ο συγγραφέας και η αφίσα για το έργο.

Συντάσσει η Βέρα Σιατερλή

Πρόκειται για διασκευή του βουκολικού δραματικού ειδυλλίου σε πέντε πράξεις του Σπύρου Περεσιάδη (1854-1918). Γράφτηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε θεατρικά από ερασιτεχνικό θίασο στην Ακράτα, τον τόπο διαμονής του συγγραφέα υπό την επίβλεψη του, το 1893, ο οποίος το ολοκλήρωσε σχεδόν τυφλός. Η φήμη του έργου γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια της Αιγιαλείας και στις 10 Αυγούστου 1894 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα από τον θίασο Πρόοδος του Δημήτρη Κοτοπούλη στο θέατρο Παράδεισος. Την «Γκόλφω» υποδύθηκε η Βασιλεία Στεφάνου και τον «Τάσο» ο Θεοδόσης Πετάλας.

Στις 26 Ιανουαρίου 1913 ανέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Εδέμ, από τον Εθνικό Δραματικό Θίασο και συνδυάστηκε με την παρουσία στη συμπρωτεύουσα του νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Πολύ σύντομα όμως παραστάθηκε στις αθηναϊκές σκηνές, στην υπόλοιπη ελληνική επαρχία αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού με έντονο ελληνικό στοιχείο (Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι). Η απήχηση που γνώρισε το έργο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι μικροί θίασοι να το θεωρούν «σωσίβιο των θιάσων», το έργο δηλαδή που πάντα θα εξασφαλίσει θεατές. Για αυτόν το λόγο άλλωστε μεταφέρθηκε λίγα χρόνια μετά το 1914 μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο.

Η Γκόλφω είναι μια εύστοχη δραματοποίηση ενός παλαιού θρύλου της περιοχής του Χελμού, όπου και τοποθετείται η σκηνή του δράματος. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο ορεινό χωριό που κυλούν τα νερά της Στύγας, εκεί όπου, σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους, ήταν η πύλη για τον Κάτω Κόσμο και όπου θνητοί και αθάνατοι έπαιρναν τον ιερότερο όρκο, εκεί η Γκόλφω και ο Τάσος, δύο νεαρά παιδιά, ορκίζονται αιώνια αγάπη.

Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο. Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα, Σταυρούλα. Ο Τάσος, παρά την αρχική του άρνηση, τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω και δέχεται να πάρει γυναίκα του την πλούσια νέα που του προξενεύουν.

 

Όταν αλλάξει γνώμη, θα είναι πολύ αργά. Η παραβίαση του όρκου, ισοδυναμεί με θάνατο και κινεί τις δυνάμεις του πεπρωμένου με αδυσώπητο τρόπο. Η Γκόλφω, απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον Τάσο. Λίγο πριν από τον γάμο του, η παραλογισμένη πια Γκόλφω σηκώνει την κατάρα και τους εύχεται κάθε ευτυχία. Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, είναι όμως αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του. Ο Τάσος αυτοκτονεί στο πλευρό της.

Συνδεδεμένη με την ιστορική παράδοση των μπουλουκιών, η Γκόλφω είναι σχεδόν ταυτισμένη με αυτό το κομμάτι της ελληνικής θεατρικής ζωής. Ωστόσο, το κείμενο του Περεσιάδη, παρά την ιδιότυπη γλώσσα του και τον τοπογραφικό του χαρακτήρα, σφύζει από συναίσθημα και δεν υπολείπεται στην τεχνική σε σύγκριση με πολλά ρομαντικά δράματα μεγάλης πνοής. Ερωτικές συγκρούσεις, ηθικά διλήμματα, επιλογές ζωής αποτελούν το θεματικό υλικό αυτής της αδιαμφισβήτητα σημαντικής πολιτιστικής παρακαταθήκης της ελληνικής δραματουργίας.

Η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βουκολικού δράματος «Γκόλφω», αποτελεί και την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι, επίσης, η πρώτη ταινία «φουστανέλας», λόγω των ενδυματολογικών χαρακτηριστικών, ενός αποκλειστικά ελληνικού κινηματογραφικού είδους, που άκμασε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Το 1914 λοιπόν, στα στούντιο της οδού Χαλκοκονδύλη στην Αθήνα, γυρίστηκε από τον Σμυρνιό σκηνοθέτη και παραγωγό Κώστα Μπαχατώρη, η πρώτη κινηματογραφική «Γκόλφω» με γνωστούς ηθοποιούς εκείνης της εποχής, μέλη των λεγόμενων «μπουλουκιών», που τριγύρναγαν την επαρχία κι έπαιζαν το θεατρικό έργο του Περεσιάδη σε πόλεις και χωριά. Στον επώνυμο ρόλο η Βιργινία Διαμάντη και σε βασικούς ρόλους οι ηθοποιοί Ολυμπία Δαμάσκου (1878-1951), Ζάχος Θάνος (1884-1946) και Γεώργιος Πλουτής.

Ο Μπαχατώρης ξόδεψε 100.000 δραχμές για την ταινία, ποσό μυθικό για την εποχή εκείνη, που όμως δεν είχε αντίκρυσμα στο «ταμείο», με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει οριστικά τα φιλόδοξα κινηματογραφικά σχέδιά του. Έμεινε, όμως, στην ιστορία ως ένας από τους σκαπανείς του ελληνικού κινηματογράφου.

Η πρεμιέρα της ταινίας, που ήταν ασπρόμαυρη και βουβή, δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1915 στον κινηματογράφο «Πάνθεον» της πλατείας Ομονοίας (Πανεπιστημίου 73). Η κριτική στάθηκε ευμενής απέναντί της, αν και επισήμανε τα πολλά τεχνικά λάθη της.

Το καλοκαίρι του 1967 η Γκόλφω επανήλθε στο προσκήνιο, μέσα από την παράσταση του Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη στο Πεδίο του Άρεως. Το καλοκαίρι του 1974 στο Άλσος Παγκρατίου παρουσιάσθηκε μια ανατρεπτική διασκευή της Γκόλφως, με τίτλο Μια ζωή Γκόλφω από το Ελεύθερο Θέατρο, ένα νεανικό θίασο που έφερε νέο αέρα στο ελληνικό θέατρο στα χρόνια της χούντας. Μια ακόμη διασκευή με τίτλο Goλfω Forever! ανέβηκε το 2004 από τη θεατρική εταιρεία Χώρος.

Η ταινία ξαναγυρίστηκε το 1955 ομιλούσα (φωτο), από τον Ορέστη Λάσκο και παραγωγή Φίνος Φιλμ, με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Νίκο Καζή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μετά από σαράντα χρόνια έρχεται μια νέα έκδοση και εκδοχή του ειδυλλίου του Περεσιάδη, με τελείως διαφορετική μορφή, αυτή τη φορά, εξαιτίας της ηχητικής μορφής της ταινίας, που υπήρξε καθοριστική για την αποδοχή και απήχησή της στο κοινό. Αυτή η εκδοχή, και η μεγάλη επιτυχία της ταινίας, δημιούργησαν σειρά από ανάλογες παραγωγές με θέματα παρμένα από την αγροτική και κυρίως τη βουκολική ζωή, τα ήθη και τα έθιμα της υπαίθρου.
Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1954—1955 και έκοψε 115.285 εισιτήρια. Ήρθε στην 3η θέση σε 14 ταινίες. Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν το 1954 στο χωριό Ζαχλωρού Καλαβρύτων.

Επίσης η «Γκόλφω» έχει την τιμητική της και στην κορυφαία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος» (1975). Συμβάλλει στην εξέλιξη του μύθου, καθώς παρουσιάζεται από ένα θεατρικό μπουλούκι.

Ακόμη μετά από επιτυχία της στην Επίδαυρο (φωτο), η «Γκόλφω» το 2013 σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου επίστρεψε στο Ελληνικό Φεστιβάλ τον Ιούνιο του 2014, όχι, όμως, σαν παράσταση, αλλά σαν ντοκιμαντέρ, μέσα από τον κινηματογραφικό φακό του Ηλία Γιαννακάκη, που απαθανάτισε μέσα από τη δική του καλλιτεχνική ματιά το πολυσυζητημένο θεατρικό εγχείρημα, με τίτλο «Η Γκόλφω στην Επίδαυρο – Κινηματογραφώντας μια παράσταση».

ΠΗΓΗ: n-t.gr, sansimera.gr, el.wikipedia.org, clickatlife.gr