Γυναικοκτονία, όπως βουλεύτρια | Η Εφημερίδα των Συντακτών.

Γράφει η: Αγγέλικα Ψαρρά

Αλιεύει η: Σίσσυ Βωβού

Ασήκωτο, κάποιες φορές, το βάρος των λέξεων. Ας μην απορούμε, λοιπόν, που η γυναικοκτονία, η έννοια που ανέλαβε να δώσει όνομα σε μια αόρατη, αν και κορακοζώητη, βαρβαρότητα, συνεχίζει να προκαλεί τόσο σφοδρές αντιδράσεις. Αναντίλεκτα, έχουν τους λόγους τους οι πολλοί που βάλθηκαν να τη διαγράψουν: η λέξη χλευάζεται προκειμένου να παραμείνουν στη σκιά οι σημασίες που της προσδίδουν οι πρόσφατες νοηματοδοτήσεις της.

Γιατί η γυναικοκτονία υπονοεί πως, μπορεί στο διάβα της Ιστορίας γυναίκες να δολοφονούνται ακριβώς επειδή είναι γυναίκες, οι δολοφονίες ωστόσο αυτές δεν προσλαμβάνονται πάντοτε ως μια μορφή βαρβαρότητας θεμελιωμένη γερά στην έμφυλη τάξη των πραγμάτων. Και γιατί υποδεικνύει πως, παρά τις ιστορικές και πολιτισμικές μεταμφιέσεις της, η βαρβαρότητα είναι πάντα εδώ: παλιότερα ως έγκλημα τιμής, στη συνέχεια ως έγκλημα πάθους, σήμερα ως οικογενειακή τραγωδία ή, έστω, ώρα κακιά που όπλισε το χέρι ενός διαταραγμένου αρσενικού ψυχισμού.

Χωρίς αμφιβολία, οι αντιστάσεις που αντιμετωπίζει η εισαγωγή στα καθ’ ημάς του όρου γυναικοκτονία συνδέονται με τις εννοιολογικές προϋποθέσεις του, με άλλα λόγια τη σιωπηρή συνήχησή του με έννοιες όπως πατριαρχία, φύλο, έμφυλη βία. Λειτουργώντας ως μετωνυμία, η γυναικοκτονία παραπέμπει, μπορεί και ανεπίγνωστα, στον φεμινισμό και αναζωπυρώνει τα συναισθήματα δυσφορίας, θυμού, αλλά και φόβου, που παραδοσιακά τον συνοδεύουν. Ανασύρεται έτσι εναντίον της ένα παμπάλαιο αντιφεμινιστικό τέχνασμα: η έννοια αποκτά συγκεκριμένο κομματικό πρόσημο και η απόρριψή της βαφτίζεται αντιπολιτευτική κριτική.

Οι έννοιες ταξιδεύουν. Διασχίζοντας, ωστόσο, γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα, υφίστανται συχνά σημαίνουσες σημασιολογικές μετατοπίσεις. Η γυναικοκτονία δεν αποτελεί εξαίρεση: η αγγλική εκδοχή της (femicide) προτάθηκε τη δεκαετία του ᾽70 και γνώρισε αλλεπάλληλες ερμηνείες προτού καταλήξει να ορίζεται ως η δολοφονία γυναίκας επειδή είναι γυναίκα. Η μεταγενέστερη μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά ως feminicidio και η προσαρμογή της στις πραγματικότητες της Λατινικής Αμερικής οδήγησαν σε έναν ορισμό που βασίζει στην ατιμωρησία των δραστών τη θέση ότι οι μισογυνικές δολοφονίες πρέπει να θεωρηθούν (και) κρατικά εγκλήματα. Χάρη στον λατινοαμερικανικό φεμινιστικό ακτιβισμό και τις έντονες συζητήσεις που προκάλεσε, η γυναικοκτονία έγινε στη συνέχεια αποδεκτή από διεθνείς οργανισμούς, ενώ με σχετική καθυστέρηση πέρασε και στις ευρωπαϊκές χώρες.

Τις εξελίξεις αυτές απηχεί, ασφαλώς, η πρόσφατη εμφάνιση της λέξης στην Ελλάδα. Τον όρο υποδέχθηκαν δίχως δισταγμό φεμινιστικές συλλογικότητες, ενώ τον υιοθέτησαν ερευνήτριες, αρμόδιοι κρατικοί φορείς και ελάχιστη μερίδα του Τύπου. Αξιομνημόνευτη εξαίρεση η σχετική αρθρογραφία της «Εφημερίδας των Συντακτών».

Στη διαδικασία αυτή, η διάχυση της λέξης καλείται να υπερβεί πολλά και διαφορετικά εμπόδια. Δεν αναφέρομαι απλώς στην αστυνομία, η οποία ούτως ή άλλως αγνόησε σοβαρές καταγγελίες περιστατικών έμφυλης βίας που κατέληξαν σε γυναικοκτονίες, οπότε αποδεικνύεται συνένοχη σε κάποια από τα πρόσφατα εγκλήματα. Αντιρρήσεις διατυπώνονται και για μια ενδεχόμενη νομοθετική αποτύπωση της έννοιας, ενώ η κύρωση από την Ελλάδα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης προβάλλεται μονότονα -κάποτε και προσχηματικά- ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας σε όλες της τις φανερώσεις.

Είναι πια βέβαιο πως όσοι αντιστρατεύονται τη γυναικοκτονία αντιμάχονται στην πραγματικότητα την ορατότητα των έμφυλων διαστάσεων μιας ιδιαίτερης κατηγορίας δολοφονιών. Αναμασώντας τα ίδια ανυπόστατα, αν όχι κωμικά, επιχειρήματα («πρόκειται για γλωσσικό βαρβαρισμό», «απανθρωποποιεί τις γυναίκες» κ.ο.κ.), αναλώνονται κατά κύριο λόγο στην πολιτική σήμανση της λέξης: η γυναικοκτονία χαρακτηρίζεται συριζαϊκό κατασκεύασμα, προϊόν της αριστερής αγραμματοσύνης, αλλά και μέθοδος δημιουργίας θέσεων εργασίας στον επιδοτούμενο ακτιβισμό και στις σπουδές φύλου. Η λέξη μπαίνει κάποτε σε εισαγωγικά, ως άλλη Μακεδονία, ενώ η χρήση της θεωρείται ένδειξη προσχώρησης στο λογοκριτικό στρατόπεδο της πολιτικής ορθότητας.

Αριστερή, επομένως, η γυναικοκτονία. Η έννοια αποκτά πολιτική ταυτότητα, καταχωρίζεται στην αριστερή ιδιόλεκτο και βάλλεται ως εργαλείο της κυβερνητικής πολιτικής. Φέρνει έτσι στον νου την υποδοχή της κατασυκοφαντημένης βουλεύτριας, της λέξης που προτάθηκε μπας και αποκτήσει επιτέλους όνομα η ιδιότητα των πολιτικών γένους θηλυκού που κάθονται στα βουλευτικά έδρανα. Και η βουλεύτρια συνδέθηκε με τον φεμινισμό και την Αριστερά και ως φεμινιστική ή/και αριστερή πολεμήθηκε. Αποτέλεσμα να την αρνούνται και πολλές από τις άμεσα ενδιαφερόμενες, αγκιστρωμένες στην ψευδαίσθηση ότι η έμφυλη ουδετερότητα τους εξασφαλίζει κύρος αντίστοιχο με εκείνο των αντρών συναδέλφων τους. Στο κλίμα αυτό, αντιπρόεδρος της Βουλής καλούσε πρόσφατα στο βήμα τις βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ, τις βουλευτίνες/βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και τις βουλευτές της Ν.Δ.

Υπερασπίζοντας τη φαντασιακή καθαρότητα της ελληνικής γλώσσας ή την ανθρώπινη ιδιότητα των γυναικών, οι διώκτες της γυναικοκτονίας δεν ασκούν απλώς αντιπολίτευση. Παλεύουν ταυτόχρονα για να μη βγει στο φως ένα ειδεχθές παρεπόμενο της έμφυλης τάξης των πραγμάτων και επιστρατεύουν έναν πατροπαράδοτο -όσο και διακομματικό- μηχανισμό απονομιμοποίησης του φεμινισμού. Κάποτε ο φεμινισμός καταγγελλόταν ως αστικός δάκτυλος. Στις μέρες μας, καλείται να λογοδοτήσει (και) για τις αριστερές του συνάφειες.

πηγή :https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/192527_gynaikoktonia-opos-boyleytria

Τα κόκκινα παπούτσια έχουν γίνει ένα σύμβολο διαμαρτυρίας του φεμινιστικού κινήματος διεθνώς, για τις γυναικοκτονίες.