Καταδίκη της Ελλάδας για δουλεία! Τρεις Ρωσίδες θύματα τράφικινγκ

Με ομόφωνη απόφαση του, σήμερα (18 Ιουλίου), τμήμα του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα, για παραβίαση των διατάξεων της Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που απαγορεύουν την δουλεία και την καταναγκαστική εργασία.

Εκδικάζοντας την προσφυγή Τ.Ι. και άλλοι κατά Ελλάδας (αίτηση υπ ‘αριθ. 40311/10), που-όπως έγκαιρα έχει γράψει ο Reporter- αφορούσε την περίπτωση τριών Ρωσίδων, που εισήλθαν στην Ελλάδα με βίζες του Ελληνικού προξενείου της Μόσχας και κατέληξαν να γίνουν ιερόδουλες, το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι το νομικό πλαίσιο, που διέπει τη σχετική διαδικασία στην Ελλάδα, δεν ήταν αποτελεσματικό και επαρκές, είτε για να τιμωρηθούν οι διακινητές είτε για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόληψη των τριών γυναικών από τους διακινητές εμπορίας ανθρώπων.

Εξάλλου, έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν εξετάσει την υπόθεση με το επίπεδο της επιμέλειας που επιβάλλει το άρθρο 4 της Σύμβασης.

Με την απόφαση του το Δικαστήριο υποχρεώνει την Ελλάδα να καταβάλει, στην κάθε μία από τις προσφεύγουσες 15.000 ευρώ, για μη χρηματικές ζημίες και 3.000 ευρώ από κοινού για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.

Νίκος Ρούσσης – Στρασβούργο

Πηγή: Reporter.gr

Πιό λεπτομερής παρουσίαση της απόφασης παρακάτω, όπως μας την έστειλε το Ελληνικό Παρατηρητήτιο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, το οποίο έκανε και την προσφυγή. Παρατηρούμε στην εκδίκαση και αυτής της υπόθεσης τους αδιανόητα αργούς χρόνους απονομής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να παραγράφονται πολλά από τα αδικήματα αλλά και να μην μπορούν έγκαιρα να δικαιωθούν τα θύματα των άδικων πράξεων. Όσο για τους μαστροπούς και τους δουλέμπορους, το “επάγγελμά” τους σε αυτές τις συνθήκες είναι σχετικά ή και απόλυτα ασφαλές, ελάχιστοι καταδικάζονται και σε μικρές ποινές, που τις εξαγοράζουν με ένα πολλοστημόριο των κερδών από τις αποκρουστικές πράξεις τους απέναντι στις γυναίκες. Σ.Β.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Τ.Ι. κ.α. κατά Ελλάδας της 18.07.2019 (αριθ. 40311/10)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ιερόδουλες και απαγόρευση δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας. Τρεις Ρωσίδες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν θύματα εμπορίας ανθρώπων και μάλιστα ότι αναγκάστηκαν να εργαστούν ως ιερόδουλες στην Ελλάδα. Κατηγόρησαν δημόσιους υπαλλήλους για συμμετοχή στα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων, ωστόσο μέχρι να ολοκληρωθεί η προκαταρκτική εξέταση, τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της χρήσης πλαστών εγγράφων και της εμπορίας ανθρώπων, παραγράφηκαν. Το Στρασβούργο έκρινε ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία δεν ήταν αποτελεσματικό και επαρκές, καθώς δεν μπόρεσε ούτε να τιμωρήσει τους διακινητές, ούτε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων. Επί πλέον οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν εξετάσει την υπόθεση με το επίπεδο επιμέλειας που απαιτεί η ΕΣΔΑ. Παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 4
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι τρεις προσφεύγουσες είναι υπήκοοι της Ρωσίας που γεννήθηκαν το 1978, το 1979 και το 1981. Μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου 2003 έφθασαν στην Ελλάδα μετά τη λήψη βίζα μέσω του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Μόσχα. Υποστήριξαν ότι οι υπάλληλοι του προξενείου είχαν δωροδοκηθεί από Ρώσους διακινητές και είχαν εκδώσει βίζα που τους επέτρεπε να μεταφερθούν στην Ελλάδα για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Οι τρεις προσφεύγουσες αναγνωρίστηκαν ως «θύματα εμπορίας ανθρώπων» και οι αρχές κίνησαν δύο κατηγορίες ποινικών διαδικασιών κατά των προσώπων που θεωρούνται ύποπτα για την εκμετάλλευσή τους. Ξεκίνησαν επίσης διαδικασίες σχετικά με την έκδοση βίζα.

Τον Σεπτέμβριο του 2003 μια από τις προσφεύγουσες συνελήφθη από την αστυνομία για πορνεία. Ισχυρίστηκε ότι είχε εξαναγκαστεί να εργαστεί ως ιερόδουλη. Τον επόμενο μήνα, κατηγορίες ασκήθηκαν εναντίον τριών ατόμων. Τον Ιούνιο του 2011 το Εφετείο της Θεσσαλονίκης καταδίκασε δύο από αυτούς σε φυλάκιση πέντε ετών και δέκα μηνών με αναστολή για εγκληματική συνομωσία, για κέρδη από την πορνεία και την εμπορία ανθρώπων. Το τρίτο άτομο αθωώθηκε.

Τον Δεκέμβριο του 2003 οι άλλες δύο προσφεύγουσες κατήγγειλαν στην διεύθυνση ασφαλείας της Ερμούπολης ότι ήταν θύματα εμπορίας. Διεξήχθη έρευνα. Οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν τρία άτομα ως δράστες και κινήθηκε ποινική διαδικασία εναντίον τους. Τον Μάρτιο του 2010, το Ποινικό Δικαστήριο της Αθήνας επέβαλε σε δύο άτομα ποινές φυλάκισης μεταξύ άλλων, για παραχάραξη, χρήση πλαστογραφημένων εγγράφων και πλαστογράφηση πιστοποιητικών. Οι ποινές φυλάκισης μετατράπηκαν σε χρηματικές ποινές προς 10 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Δύο άλλα άτομα απαλλάχθηκαν από τις ίδιες κατηγορίες. Τον Μάρτιο του 2013 το Ποινικό Εφετείο Αθηνών αθώωσε δύο άτομα που είχαν διωχθεί για εγκληματική οργάνωση και εμπορία ανθρώπων.

Τον Μάιο του 2005, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν μήνυση στον εισαγγελέα του ποινικού δικαστηρίου που ήταν αρμόδιος για την υπόθεση σε θέματα που αφορούν την εμπορία ανθρώπων, αναφέροντας ότι τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση των βίζα περιέχουν ψευδείς πληροφορίες. Κατηγορούσαν τους υπαλλήλους του προξενείου και των σχετικών εταιρειών για διευκόλυνση της μεταφοράς τους στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν δε και διαδικασίες σχετικά με την έκδοση των βίζα. Ειδικότερα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος πολλών ατόμων, μεταξύ των οποίων τριών προξενικών υπαλλήλων, για την εμπορία ανθρώπων. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2016 η Εισαγγελία τερμάτισε τη διαδικασία, αποφασίζοντας ότι η δίωξη των αδικημάτων σχετικά με την εμπορία ανθρώπων που φέρεται ότι διαπράχθηκε από δύο άτομα παραγράφηκε. Το τμήμα Ποινικής Δίωξης σημείωσε επίσης ότι δεν υπήρχαν ουσιαστικές αποδείξεις ότι τα αδικήματα που αφορούσαν ένα άλλο κατηγορούμενο είχαν διαπραχθεί.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Άρθρο 4 (απαγόρευση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας)

Όσον αφορά την ύπαρξη κατάλληλου νομικού και κανονιστικού πλαισίου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρχαν ορισμένες ελλείψεις στην ισχύουσα νομοθεσία πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3064/2002 στις 15 Οκτωβρίου 2002.

Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως βίζας των προσφευγουσών, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν το άρθρο 351 του Ποινικού Κώδικα πριν από τις τροποποιήσεις που έγιναν το 2002, και ότι η ισχύουσα νομοθεσία ήταν ανεπαρκής από ορισμένες απόψεις. Ο ελληνικός ποινικός κώδικας είχε απαγορεύσει την καταναγκαστική πορνεία και τη χαρακτήριζε ως αδίκημα με μικρότερο αξιόποινο, με ποινή φυλάκισης ενός έως τριών ετών. Η εμπορία ανθρώπων για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεν αποτελούσε ξεχωριστό ποινικό αδίκημα. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι εικαζόμενες πράξεις εμπορίας ανθρώπων ήταν μικρότερο ποινικό αδίκημα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών είχαν οδηγήσει την Εισαγγελία του Ποινικού Δικαστηρίου να τερματίσει τη διαδικασία σχετικά με δύο από τους κατηγορούμενους ως εκπρόθεσμη. Αναλόγως, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει την εν λόγω διαδικασία υπήρξε αποτελεσματικό και επαρκές, ώστε να τιμωρηθούν οι διακινητές και να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόληψη της ανθρώπινης εμπορίας. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 για το θέμα αυτό.

Εντούτοις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι από τις 15 Οκτωβρίου 2002 ο ελληνικός ποινικός κώδικας είχε ρητά απαγορεύσει την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς. Έχουν γίνει αρκετές τροποποιήσεις στον ποινικό κώδικα σύμφωνα με το Ν. 3064/2002 προκειμένου να επιβληθούν αυστηρότερες κυρώσεις για την εμπορία ανθρώπων, η οποία εφεξής χαρακτηριζόταν ως σοβαρό έγκλημα και η νομοθεσία προέβλεπε επίσης τη λήψη ειδικών μέτρων προστασίας των θυμάτων τέτοιου είδους σωματεμπορίας.

Όσον αφορά τα διαδικαστικά μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία των προσφευγουσών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές δεν παρέλειψαν να λάβουν μέτρα ικανά να προστατεύσουν τις προσφεύγουσες ως θύματα εμπορίας λευκής σαρκός. Μεταξύ άλλων, οι προσφεύγουσες είχαν αναγνωριστεί ως θύματα ανθρώπινης διακίνησης αμέσως μετά την ειδοποίηση των αρχών για την κατάστασή τους και η επιβολή των αποφάσεων για την απέλαση τους είχε ανασταλεί.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών ερευνών και των δικαστικών διαδικασιών που αφορούν την φερόμενη εκμετάλλευση, απαντώντας στις καταγγελίες των προσφευγουσών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ποινική δίκη διήρκεσε επτά έτη και εννέα μήνες στην περίπτωση μιας από τις δύο προσφεύγουσες. Επομένως, οι αρχές δεν είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση με το απαιτούμενο επίπεδο επιμέλειας.

Όσον αφορά τις άλλες δύο προσφεύγουσες, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ποινική διαδικασία είχε διαρκέσει εννέα έτη και τρεις μήνες σε σχέση με δύο από τις προσφεύγουσες. Επιπλέον, η διαδικασία όσον αφορά ένα τρίτο άτομο, εξακολουθούσε να εκκρεμεί για 15 έτη μετά την υποβολή της καταγγελίας.

Συνεπώς, οι δύο αυτές προσφεύγουσες δεν είχαν επωφεληθεί από μια αποτελεσματική έρευνα και υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 4.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εκδόσεως βίζα, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να έχει διενεργηθεί αποτελεσματική έρευνα για να εξακριβωθεί αν οι αρμόδιες αρχές είχαν υποβάλει τις αιτήσεις των προσφευγουσών σε στενό έλεγχο πριν από την έκδοση των βίζα. Δεδομένης της σοβαρότητας των ισχυρισμών των προσφευγουσών και το γεγονός ότι είχαν κατηγορήσει δημόσιους υπαλλήλους για συμμετοχή σε δίκτυα εμπορίας ανθρώπων, οι αρχές είχαν υποχρέωση να ενεργήσουν με ιδιαίτερη επιμέλεια προκειμένου να επαληθεύσουν ότι οι εν λόγω πράξεις υποβλήθηκαν σε λεπτομερή έλεγχο ώστε να διαλυθούν οι αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ωστόσο, λόγω ορισμένων ανεπαρκειών κάτι τέτοιο δεν έλαβε χώρα.

Ειδικότερα, είχε διεξαχθεί έρευνα στις 14 Φεβρουαρίου 2006, παρόλο που τα γεγονότα είχαν επιστήσει την προσοχή του εισαγγελέα που είναι υπεύθυνος για θέματα που σχετίζονται με την εμπορία ανθρώπων στις 26 Μαΐου 2005. Επιπλέον, η Διεύθυνση Ασφαλείας της αστυνομίας της Αθήνας διαβίβασε την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα περίπου δύο έτη και επτά μήνες μετά την παραλαβή και το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας διήρκεσε πάνω από τρία χρόνια.

Μέχρι να ολοκληρωθεί η προκαταρκτική έρευνα, η δίωξη των αδικημάτων όσον αφορά τη πλαστογραφία και η χρήση πλαστών εγγράφων είχε ήδη παραγραφεί. Το ίδιο ήταν αληθές για τις πράξεις εμπορίας ανθρώπων με τις οποίες κατηγορήθηκαν δύο άτομα, τα οποία είχαν κατηγορηθεί, οι οποίες παραγράφησαν τον Φεβρουάριο του 2016 (κατά τη στιγμή των γεγονότων και πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3064/2002, η εμπορία ανθρώπων υπήρξε μικρή αξιόποινη πράξη για την οποία ήταν μικρότερη η ισχύουσα περίοδος παραγραφής). Τέλος, η προσπάθεια να επιδοθούν κλήσεις στις προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν υποβάλει αίτηση να συμμετάσχουν στις διαδικασίες ως πολιτική αγωγή απέτυχαν. Οι προσφεύγουσες είχαν δώσει τη διεύθυνση κατοικίας τους, αλλά δεν έγινε καμία προσπάθεια να εντοπιστούν σε αυτή τη διεύθυνση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση τους με το επίπεδο επιμέλειας που επιβάλλει το άρθρο 4 της σύμβασης και ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν συμμετάσχει στις έρευνες στο βαθμό που απαιτείται από το διαδικαστικό σκέλος της διάταξης αυτής.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει σε κάθε μία από τις προσφεύγουσες 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com)

Η αρχική φωτογραφία είναι από διαδήλωση εναντίον του τράφικινγκ στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2018