Η δίκη για το βιασμό και φόνο της Ελένης Τοπαλούδη

Γράφει η Σίσσυ Βωβού

Σε τρομερά φορτισμένο κλίμα ξεκίνησε και εξελίχθηκε η δίκη των δύο δραστών για το βιασμό και φόνο της Ελένης Τοπαλούδη το Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Η δίκη θα συνεχιστεί στις 28 Ιανουαρίου.

Όχι, οι δύο δεν έχουν ομολογήσει ότι βίασαν και σκότωσαν, και δεν έχουν καν ζητήσει συγνώμη, όπως παρατήρησε ο πατέρας της νεκρής. Μάλιστα, ο νεαρός Ροδίτης έκανε άσεμνη χειρονομία καθώς μεταφερόταν συνοδευόμενος μέσα στην αίθουσα. Κατηγορούνται για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία και βιασμό.

Το Μωβ ήταν εκεί από τις 8.30, με πανό μπροστά στο δικαστικό μέγαρο της Αλεξάνδρας, ενώ στις 9.30 μεταφέραμε το πανό μας μπροστά στο κτίριο της δίκης, στην οδό Δέγλερη, για να συγκεντρωθούν οι αλληλέγγυες που αργότερα μπήκαμε στη δίκη. Η αίθουσα ήταν δυστυχώς μικρή, δεν είχαν φροντίσει για μια αίθουσα που θα χώραγε πάνω από 100 άτομα που προσπαθούσαν να παρακολουθήσουν.

Η έδρα αποτελείτο αποκλειστικά από γυναίκες δικαστίνες. Δυστυχώς ο δικηγόρος των κατηγορουμένων κ. Μαντάς ζήτησε την εξαίρεση των δύο γυναικών ενόρκων, επειδή ήταν γυναίκες, και ακόμα πιο δυστυχώς η έδρα δέχτηκε το αίτημά του, οπότε αρχίζουμε με αποκλεισμό των γυναικών επειδή ήταν γυναίκες. Είναι αυτό νόμιμο; Ως ένορκοι κληρώθηκαν τέσσερεις άντρες.

Σήμερα εξετάστηκαν τρεις μάρτυρες, ο πατέρας Γιάννης Τοπαλούδης, η μητέρα Κούλα Αρμουτίδου και ο υπεύθυνος του Κλιμακίου Ειδικών Αποστολών του Λιμενικού Σώματος Θωμάς Ζόβας, ο οποίος και έκανε τις έρευνες και τις συλλήψεις, όταν ειδοποιήθηκε ότι υπήρχε ένα πτώμα γυναίκας στην παραλία της Φώκαιας Λίνδου.

Οι μαρτυριες των γονεων

Ο κ. Τοπαλούδης περιέγραψε παλλόμενος τους φόβους και τις ενέργειές του όταν πληροφορήθηκε από τις αστυνομικές αρχές για στοιχεία της νεκρής που ακόμα δεν είχε ταυτοποιηθεί, ιδιαίτερα το τατουάζ που είχε στο πόδι της. Είχαν να μιλήσουν μαζί της τρεις μέρες ήδη, ενώ πάντα μιλούσαν στο τηλέφωνο κάθε μέρα, άρα είχαν ήδη αναστατωθεί. Μίλησε για τις αρχές με τις οποίες το ζευγάρι μεγάλωσε το κορίτσι, τις τραγικές ώρες αγωνίας που έζησαν με την εξαφάνισή της και την απέραντη θλίψη που βίωσαν στη συνέχεια, ιδιαίτερα όταν επέστρεφε με το αεροπλάνο μαζί με το φέρετρο της κόρης του για την κηδεία της στο Διδυμότειχο. «Άδικα έχασε τη ζωή του ένα παιδί, με όνειρα για το μέλλον του, να έκανε ένα μεταπτυχιακό ίσως. Προσπαθήσαμε να την μεγαλώσουμε με νύχια και δόντια. Της μάθαμε να αγαπάει τον συνάνθρωπο, να σέβεται το διαφορετικό. Σήμερα η Ελένη Τοπαλούδη είναι εδώ παρούσα και θα είμαι πάντα στην καρδιά μας!» ανέφερε. “Εύχομαι κανένας γονιός να μην περάσει αυτό που πέρασα εγώ. Εγώ δεν μπόρεσα να πάω στο νεκροτομείο. Πήγε ο αδελφός μου. Έφυγε ο κόσμος κάτω από πόδια μας».

«Το πιο συγκλονιστικό ήταν όταν πήγαμε στο σπίτι του παιδιού μας. Το πλυντήριο ήταν αναμμένο. Είχε αφήσει ένα μισοφαγωμένο μήλο στο ψυγείο και μισή τσίχλα. Θα γύριζε το παιδί μας δεν είχε κανονίσει κάτι! Με ποτάμια στα μάτια προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα πράγματα της».

Ήδη γνωρίζουμε από όλο αυτό το διάστημα, ότι ο κ. Τοπαλούδης αναφέρει συνέχεια ότι θέλει να αποδοθεί δικαιοσύνη όχι μόνο για το κορίτσι του, αλλά να προστατευθούν όλα τα κορίτσια που αντιμετωπίζουν βία κάθε είδους.

Στη συνέχεια μίλησε η μητέρα Κούλα Αρμουτίδου, με δυνατές καταγγελίες εναντίον των δραστών, τους οποίους αποκαλούσε καρκινώματα της κοινωνίας, καθάρματα και ότι άλλο της ερχόταν μέσα στην αφάνταστη ταραχή της. Ανέφερε ότι ο Ροδίτης ήταν παραβατικός από πολύ μικρός, τραμπούκος και τσαμπουκάς στο σχολείο και ότι η οικογένειά του πάντα τον κάλυπτε με τα λεφτά της. Για τον άλλο δράστη, ανέφερε αρνητικά ότι είναι Αλβανός, αλλά από όλο το πνεύμα της φαινόταν ότι κύριο ένοχο θεωρεί τον Ροδίτη. Ανέφερε ότι υπάρχουν συνένοχοι από την οικογένεια του Ροδίτη, αφού στον κάτω όροφο του σπιτιού όπου έγινε το φονικό μένουν η γιαγιά και ο παππούς του, και δεν μπορεί να μην άκουγαν τις φωνές της Ελένης, μέσα στη νύχτα, τα χτυπήματα και το σούρσιμό της που πήρε πολύ ώρα. Εξήρε τον χαρακτήρα της Ελένης και τον τρόπο που έχουν αναπτύξει ως οικογένεια, με κοινωνικές σχέσεις, με προσφορά προς τους άλλους, κάτι που είχε ενσωματώσει η Ελένη. Περιέγραφε με υπερηφάνεια τις σπουδές της, ότι μιλούσε ήδη πέντε γλώσσες και φιλοδοξούσε να μπει στο διπλωματικό σώμα. Ζητάω την ανώτατη ποινή, είπε, και αν δεν τους καταδικάσουν από δις ισόβια θα αναλάβω εγώ να τους τελειώσω. Είπε ακόμα ότι η Ελένη είχε καταγγείλει βιασμό στην αστυνομία πριν ένα χρόνο, και η αστυνομία την απέτρεψε και δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν την καταγγελία της, και τώρα έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη σ’ αυτό το σώμα. Ανέφερε κι αυτή ότι η κόρη της βγήκε μαζί με τον έναν το βράδυ για ένα σουβλάκι, και μετά την πήγαν στο εξοχικό σπίτι όπου την σκότωσαν, και ότι αντιστάθηκε γιατί ήξερε και πολεμικές τέχνες και ήταν σωματώδης, ύψος 1,85. «Η Ελένη ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα στη ζωή μου, χάρηκα όταν την γέννησα», είπε η απελπισμένη μάνα. Κάποια στιγμή κατέρρευσε μέσα στην απελπισία της, και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Και οι δύο γονείς της Ελένης εξέφρασαν ψόγο για τους γονείς των δραστών, και είπαν ότι και αυτοί θα έπρεπε να είναι εδώ κατηγορούμενοι, για τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν τα παιδιά τους.

Οι αποκαλύψεις του αστυνομικού υπεύθυνου

Αποκαλυπτικός ο Θωμάς Ζόβας, μέλος του Κλιμακίου Ειδικών Αποστολών του Σώματος, ανέφερε ότι μόλις αντίκρυσε το πτώμα της άγνωστης κοπέλας, κατευθείαν κατάλαβε ότι πρόκειται για έγκλημα και στη συνέχεια αναφέρθηκε σε όσα έκανε για την γρήγορη συγκέντρωση και αξιολόγηση των στοιχείων. Είπε ότι ταυτοποίησε την σορό από το τατουάζ που είχε η νεκρή στο πόδι της και έρευνες που έκανε, ενώ άρχισε να ψάχνει για υλικό καμερών.

Αρχικά από τα υλικά των καμερών εντόπισε τον πρώτο δράστη, τον οποίο και συνέλαβε, και στη συνέχεια με διάφορους τρόπους και στοιχεία που στο μεταξύ συνέλεγε οδηγήθηκε στον δεύτερο, τον Ροδίτη, στο σπίτι του οποίου έγινε το έγκλημα. Ανέφερε πως η κοπέλα πάλεψε και αντιστάθηκε για τη ζωή της, και υπονόησε τη βάρβαρη σκηνή με τα χτυπήματα, το βασανισμό και τους βιασμούς. Από τους δρόμους έξω και γύρω από το σπίτι που έμενε η Ελένη Τοπαλούδη ο μάρτυρας συνέλεξε υλικό που τον οδήγησε στον νεαρό, αλβανικής καταγωγής, κατηγορούμενο. Από την μαρτυρία του οδηγήθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο αλλά και στον τόπο του βασανισμού και βιασμού του θύματος και ακολούθως στο σημείο όπου πέταξαν όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, μετά την κατακρήμνιση της εξαντλημένης και βαριά χτυπημένης κοπέλας. Είπε ότι πιστεύει ότι την χτυπούσαν και οι δύο, και ότι ναι μεν είχαν καθαρίσει το σπίτι, αλλά με το ειδικό φως είδαν τα ίχνη από τα αίματα.

Πέταξαν την Ελένη στο γκρεμό «με πρόθεση να την εξαφανίσουν… είχαν αποφασίσει από κοινού να την ρίξουν στο γκρεμό, γιατί τους είχε πει ότι θα τους καταγγείλει… Την χτύπησαν πολύ άσχημα και δεν κατάφεραν να την σκοτώσουν. Έτσι την πήγαν στον γκρεμό. Της είπαν πως θα την πάνε στο νοσοκομείο. Είχαν αποφασίσει ότι θα την τελειώσουν. Το να πετάξεις στη θάλασσα κάποιον θέλει δυο».

Στο τέλος της δίκης, ομάδα γυναικών φώναξε το γνωστό σύνθημα «Ποτέ μη ξεχαστεί, τι κάναν στην Ελένη, καμία άλλη δολοφονημένη».

Στο δικαστήριο βρισκόταν για την αλληλεγγύη και η Μάγδα Φύσσα.
Η μητέρα Κούλα Αρμουτίδου μας είπε σε συζήτηση που είχαμε στον εξώστη των δικαστηρίων, ότι γράφει ένα βιβλίο για την υπόθεση αυτή και ότι θέλει να φτιάξει ένα ίδρυμα για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, και ότι αυτό θα είναι το μνημόσυνο που θα κάνει για την κόρη της.