Κασσιανή: «Δεν είναι σωστό να σιωπάς, όταν πρέπει να μιλήσεις»

Γράφει η Άννα Κοντοθανάση

Έτσι γράφει σε ένα από τα επιγράμματά της η μοναχή και μελωδός Κασσιανή (κατά κόσμον Κασία), η οποία έζησε τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και είναι περισσότερο γνωστή από το περίφημο τροπάριό της που ψάλλεται στις ορθόδοξες εκκλησίες τη Μεγάλη Τρίτη.

Ο θρύλος τη θέλει όμορφη, μορφωμένη και ευγενούς καταγωγής, να είναι μια από τις κοπέλες που συμμετείχαν στη διαδικασία επιλογής συζύγου για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο κατά την ενηλικίωση του τελευταίου, γύρω στο έτος 830. Συνηθίζονταν στις αυτοκρατορικές αυλές τα «καλλιστεία νυφών» για τους νεαρούς αυτοκράτορες ή τους διαδόχους, με οργανώτριες τις μητέρες τους – που ενίοτε ήταν και αυτές που άμεσα ή έμμεσα έπαιρναν την τελική απόφαση.

Ο ίδιος θρύλος, αναφερόμενος από τρεις τουλάχιστον ιστορικούς που όμως έζησαν πάνω από εκατό χρόνια μετά την Κασσιανή, λέει πως αρχικά ο Θεόφιλος την επέλεξε για γυναίκα του, δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο και απευθυνόμενος προς αυτήν με ένα ρηχό σεξιστικό σχόλιο: «Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα», από τη γυναίκα πήγασαν οι αμαρτίες, υπονοώντας τον πειρασμό στον οποίο τον έβαζε η εμφάνισή της. Εκείνη όμως, με ελευθεροστομία και αξιοπρέπεια ασυνήθιστη για την εποχή (και για το αξίωμα του άνδρα που είχε απέναντί της), απάντησε «και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλ. και από τη γυναίκα πήγασαν οι μεγαλύτερες αρετές.

Έβαλε έτσι στη θέση του τον αγενή έφηβο αυτοκράτορα, δείχνοντάς του πως όταν μιλάει σε μία γυναίκα, πρέπει να τη σέβεται. Μετά από αυτή τη στιχομυθία, ο Θεόφιλος πήρε το μήλο από τα χέρια της και το έδωσε σε άλλη υποψήφια, στη Θεοδώρα, την οποία και παντρεύτηκε χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Έτσι, η απογοητευμένη Κασσιανή αποφάσισε να κλειστεί σε μοναστήρι.

Η ιστορικότητα του προσώπου της Κασίας/Κασσιανής και του έργου της ως ηγουμένης μοναχής, μελωδού και συγγραφέως είναι αναμφισβήτητη, καθώς το όνομά της αναφέρεται σε έγγραφα της σχετικής μονής, ενώ εξάλλου υπέγραφε με ακροστιχίδα τα έργα της. Συνολικά συνέγραψε γύρω στα πενήντα πλήρη έργα, από τα οποία διασώζονται είκοσι τρία με γνωστότερο το τροπάριο «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», καθώς και εκατοντάδες -αν όχι χιλιάδες- επιγράμματα (μονόστιχα ή ολιγόστιχα γνωμικά), από τα οποία διασώζονται περίπου οκτακόσια.

Εντούτοις, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς για την ιστορικότητα ή μη του προξενιού με τον αυτοκράτορα και του προαναφερθέντος διαλόγου, καθώς οι διχογνωμίες των νεότερων ιστορικών έχουν καλά επιχειρήματα εκατέρωθεν.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως όντως συνέβη ένας τέτοιος διάλογος, αφού η ικανότητα της Κασσιανής να δημιουργεί γνωμικά αποδεικνύεται από το πλούσιο μετέπειτα έργο της. Η δε πρωτοτυπία και καινοτομία της σκέψης της φαίνεται τόσο στο επίπεδο της μελωδίας, όπου εισήγαγε στην εκκλησιαστική μουσική ακόμα και στοιχεία από τα οπαδικά τραγούδια του Ιπποδρόμου, όσο και στο επίπεδο της ποίησης, όπου συμπεριέλαβε -μόνη αυτή- μία πόρνη στα πρόσωπα που απευθύνονται σε πρώτο πρόσωπο στον Ιησού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εξήγηση ότι κλείστηκε σε μοναστήρι λόγω της απόρριψης από τον Θεόφιλο είναι υπερβολική.

Από την πιο πάνω θρυλούμενη συμπεριφορά της δεν προκύπτει κανένας λόγος απογοήτευσης, αφού είναι σαφές πως δεν την ενδιέφερε να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άντρα. Ακόμα περισσότερο, δεν μπορεί αυτή η ασήμαντη αφορμή να οδήγησε μία νέα γυναίκα είκοσι το πολύ χρόνων στη βαρύτατη απόφαση «κοσμικού θανάτου», τη μοναχική κουρά.

Ακόμη όμως κι αν πρόκειται για θρύλο, πρέπει να σημειώσουμε την ευρύτατα αποδεκτή αντίληψη πως οι θρύλοι κρύβουν από πίσω τους αληθινά γεγονότα («ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», έγραφε στο μεγαλειώδες ποίημά του ο Ανδρέας Κάλβος).

Μέσω της διασκευής των γεγονότων αυτών σε αφηγήματα με ήρωες φανταστικά ή πραγματικά πρόσωπα, οι μύθοι υπαινίσσονται ότι: Πρώτον, υπήρξε μία πραγματική διαμάχη· δεύτερον, η διαμάχη αυτή λύθηκε, προέκυψε δηλαδή κάποιο οριστικό αποτέλεσμα· τρίτον, από τη λύση της διαμάχης μπορεί να εξαχθεί ένα δίδαγμα για τις επόμενες γενιές. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, το δίδαγμα είναι αντανάκλαση των κυρίαρχων αντιλήψεων της εποχής για τη σχέση γυναίκας με άνδρα, αλλά και υπηκόου με αυτοκράτορα.

Εάν είσαι γυναίκα, μην αντιμιλάς στον άνδρα, γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να σε κάνει βασίλισσα. Εάν είσαι υπήκοος, μην αντιμιλάς στον αυτοκράτορα, γιατί το αδίκημα είναι τόσο βαρύ που μόνο ο Θεός (το μοναστήρι) σε σώζει.

Τον θρύλο του διαλόγου Κασσιανής – Θεόφιλου μπορούμε επίσης να τον δούμε μέσα από το πρίσμα της λήξης της βασικής ιδεολογικής σύγκρουσης της περιόδου 726-843, της εικονομαχίας, που όχι λίγες φορές είχε λάβει χαρακτήρα ανοικτής εμφύλιας σύγκρουσης, με μια σειρά Βυζαντινών αυτοκρατόρων να απαγορεύει «από τα πάνω» τη λατρεία των εικόνων και των ιερών λειψάνων, προσπαθώντας να περιστείλει την ισχύ του κλήρου.

Όπως προκύπτει από ιστορικούς της εποχής, πολλές γυναίκες του λαού είχαν στασιάσει σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας, συμμετέχοντας στις ταραχές εικονοκλαστών και εικονολατρών. Εάν όμως η συμμετοχή των γυναικών στον δημόσιο διάλογο κατέστη ανεκτή από τα δύο στρατόπεδα κατά την περίοδο της σύγκρουσης, έγινε ξανά αποφευκτέα μετά τη λήξη της και την επιστροφή των πραγμάτων (και των εικόνων) στη θέση τους. Οι γυναίκες, όπως προτρέπει το δίδαγμα της ιστορίας που πραγματευόμαστε, έπρεπε να ξαναεξαφανιστούν από το προσκήνιο, να γυρίσουν στο σπίτι ή στο μοναστήρι, να πάψουν να εκφράζουν δημόσιο λόγο.

Αντί επιλόγου: Η παρουσία των γυναικών μελωδών τον ένατο αιώνα
Από τις εκατοντάδες των υμνογράφων-μελωδών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έξι γυναίκες απαντώνται, οι πέντε ελάχιστα γνωστές σήμερα. Μάλιστα, ενώ οι άντρες υμνογράφοι ζούσαν σε πλήθος περιοχών της αυτοκρατορίας, από τη μια άκρη της στην άλλη, οι γυναίκες δημιουργοί έζησαν και δημιούργησαν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη, καθώς οι λίγες μορφωμένες γυναίκες της εποχής ήταν είτε αρχόντισσες της πρωτεύουσας, είτε αυτοκράτειρες που διδάσκονταν κατ’ οίκον από λαϊκούς και μοναχούς. Αλλά και γι’ αυτές τις προνομιούχες ίσχυε ο κανόνας πως δεν έπρεπε να επιδίδονται στη συγγραφή χωρίς περιορισμούς και επίβλεψη, όπως για παράδειγμα έλεγε ο Δίδυμος της Αλεξάνδρειας.
Η Θέκλα, η Θεοδοσία, η Κασσιανή, η Μάρθα (μητέρα του Συμεών του Στυλίτη), η Θυγάτηρ Κλαδά και η Παλαιολογίνα είναι οι μόνες μελωδοί που σώζεται το έργο ή το όνομά τους μέχρι σήμερα. Οι τέσσερις πρώτες ανήκουν στον 9ο αιώνα, όταν ακόμη διαρκούσαν οι ταραγμένες συνθήκες της εικονομαχίας και η παράλληλη επιδρομή πολυάριθμων εχθρών στα σύνορα της αυτοκρατορίας – κυρίως των Αράβων στα ανατολικά. Ήταν μοναχές και οι τέσσερις. Για τη Θυγατέρα Κλαδά γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν λαϊκή και κόρη του ψάλτη Ιωάννη Κλαδά, ο οποίος είχε συνθέσει κι αυτός ύμνους. Η Παλαιολογίνα, τέλος, έζησε τον 14ο αιώνα στο ολοένα συρρικνούμενο κράτος και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για αυτή, παρά μόνο πως ανήκε στην γνωστή οικογένεια από την οποία προήλθαν και οι τελευταίοι αυτοκράτορες.