Λουίζ Γκλικ, ποίηση και ελληνική μυθολογία

Αλιεύει η Βέρα Σιατερλή

Η 77χρονη ποιήτρια από τη Νέα Υόρκη ξαναφέρνει το Νόμπελ στις ΗΠΑ. Κορυφαία και πολυδιαβασμένη, βραβευμένη με Πούλιτζερ, με μια ζωή γεμάτη τραύματα, έκανε τον θάνατο μοτίβο του γεμάτου ελληνικούς μύθους έργου της. Ετοιμάζονται να εκδοθούν δύο συλλογές της από το «Στερέωμα».

Τέσσερα χρόνια μετά τον Μπομπ Ντίλαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας ξαναγυρνάει στις ΗΠΑ, πάλι για ποίηση, αυτή τη φορά όμως χωρίς εντάσεις και διαφωνίες. Η 77χρονη Λουίζ Γκλικ, που όπως ανακοινώθηκε χθες στη Στοκχόλμη ενώπιον ελάχιστων δημοσιογράφων είναι η νομπελίστα Λογοτεχνίας του 2020, θεωρείται από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της Αμερικής (τώρα και του κόσμου).

Είναι δημοφιλής και πολυβραβευμένη. Υπήρξε και Poet Laureate των ΗΠΑ την περίοδο 2003-2004. Είναι η 16η γυναίκα που παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας και η πρώτη Αμερικανίδα μετά την Τόνι Μόρισον, δηλαδή με απόσταση 27 χρόνων.

Στην Ελλάδα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί μόνο σε λογοτεχνικά περιοδικά, χθες όμως ο εκδοτικός οίκος «Στερέωμα» είχε κάθε δικαίωμα να πανηγυρίζει και να υπερηφανεύεται διότι έχει τα δικαιώματα δύο συλλογών της. Οπως μας διαβεβαίωσε η εκδότρια Λίζα Σιόλα, τον Δεκέμβριο θα είναι στα βιβλιοπωλεία δύο δαφνοστεφανωμένα έργα της. Το «Τhe Wild Iris» (1992), βραβείο Πούλιτζερ, και το πιο πρόσφατο βιβλίο της, το «Faithful and Virtuous Night» (2014), National Book Award. Τα μεταφράζουν ο Χάρης Βλαβιανός και η Δήμητρα Κωτούλα. Θα ακολουθήσουν κι άλλα.

Η Σουηδική Ακαδημία, όπως είπε ο μόνιμος γραμματέας της Ματς Μαλν, της απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «την αδιαμφισβήτητη ποιητική φωνή της, που με μια αυστηρή ομορφιά καθιστά καθολική την ατομική εμπειρία». Πάντα σύμφωνα με την Ακαδημία, η Γκλικ στις δώδεκα ποιητικές συλλογές της, έχει κεντρική θεματολογία τα παιδικά χρόνια και την οικογενειακή ζωή, τις στενές σχέσεις με αδέλφια και γονείς. Κοιτάζει κατάματα, πολλές φορές με σκληρότητα, τι απομένει από όνειρα και αυταπάτες. Αλλά, ακόμα κι αν δεν αρνείται τη σημασία που έχει το προσωπικό, αυτοβιογραφικό της υλικό για το έργο της, η Λουίζ Γκλικ «δεν πρέπει να θεωρείται ότι κάνει εξομολογητική ποίηση, αναζητά την καθολικότητα, εμπνέεται από μύθους και κλασικά μοτίβα. Οι φωνές της Διδώς, της Περσεφόνης και της Ευρυδίκης, γυναικών που εγκαταλείφθηκαν, τιμωρήθηκαν και προδόθηκαν, είναι την ίδια στιγμή δικά της προσωπεία, αλλά έχουν και καθολική ισχύ».

Η νέα νομπελίστα, η πρώτη ποιήτρια που παίρνει το βραβείο μετά την Πολωνή Βισουάβα Σιμπόρσκα (1996), έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα και καθόλου εύκολη ζωή. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1943, η οικογένεια του πατέρα της Ντάνιελ Γκλικ ήταν Εβραίοι της Ουγγαρίας. Από μικρή μαθήτευσε στην ελληνική μυθολογία και άρχισε να γράφει ποίηση. Στην εφηβεία της όμως αρρώστησε από νευρική ανορεξία, την οποία η ίδια έχει εξηγήσει «ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να ανεξαρτητοποιηθεί από τη μητέρα της» και να αποκτήσει τον έλεγχο της ζωής της.

Εκανε πολλά χρόνια ψυχανάλυση, ξεπέρασε το πρόβλημα αφού έφτασε πολύ κοντά στον θάνατο, αλλά η περιπέτεια αυτή της κόστισε την ανώτατη εκπαίδευσή της. Δεν πήγε ποτέ κανονικά σε κολέγιο ή Πανεπιστήμιο, παρακολούθησε μόνο μαθήματα ποίησης και εργαστήρια. Σήμερα πάντως είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Γέιλ, αφού πέρασε χρόνια διδάσκοντας σε πολλά άλλα Πανεπιστήμια. Ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.

Δημοσίευσε την πρώτη της συλλογή («Firstborn») το 1968 και κέρδισε κάποια προσοχή. Καθιερώθηκε όμως με το δεύτερο, αργοπορημένο, βιβλίο της «The House of Marshland» (1975) και ο δρόμος άνοιξε μπροστά της λαμπρός. Η ίδια αναφέρει στις επιρροές της τον Ελιοτ και τον Κίτς, η Σουηδική Ακαδημία όμως επισημαίνει ότι «μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλη ποιήτρια με την Εμιλι Ντίκινσον».

Το 1980 μια πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι της στο Βερμόντ μαζί με όλα τα προσωπικά της αντικείμενα και οδήγησε στη συλλογή «The Triumph of Achilles» (1985), ενώ ο θάνατος του πατέρα της και το πένθος της γι’ αυτόν γέννησε τη συλλογή «Ararat» (1990), που οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» χαρακτήρισαν ως τo «πιο σκληρό και γεμάτο πόνο έργο της αμερικανικής ποίησης των τελευταίων 25 χρόνων».

Είναι τα βιβλία που της χάρισαν ένα ευρύ κοινό. Στη συλλογή «Meadowlands» (1996) χρησιμοποιεί τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη για να εκφράσει τη διάλυση ενός γάμου. Η αντίδρασή της στην τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 ήταν το μεγάλο ποίημα «October» (2004), που μιλάει για τραύματα και απώλειες αντλώντας από την ελληνική μυθολογία. Το ίδιο και το «Averno» (2006), στο οποίο ερμηνεύει με τον δικό της τρόπο την κάθοδο της Περσεφόνης στον Αδη και το βαφτίζει από τον κρατήρα κοντά στη Νάπολη, που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ως είσοδο στον Κάτω Κόσμο.

Οσο όμως κι αν το έργο της Λουίζ Γκλικ μοιάζει να κυριαρχείται από το μοτίβο του θανάτου, η κριτική, αλλά και η Σουηδική Ακαδημία τονίζουν το χιούμορ της και ένα μήνυμα «ριζικών αλλαγών και αναγέννησης» που μπορεί να ακολουθήσει μια περίοδο απώλειας. Η ίδια πάντα προσπαθούσε να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στο έργο και τη ζωή της. «Πρεπει να ζεις τη ζωή σου αν θέλεις το έργο σου να είναι πρωτότυπο, γιατί θα βγαίνει μέσα από μια αυθεντική πραγματικότητα» είχε πει σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Poets and Writers».

«Εάν καταπιέσεις τις παθιασμένες παρορμήσεις σου στο όνομα μιας τέχνης που δεν έχεις ακόμα καταφέρει να εκφράσεις, θα κάνεις ένα τρομερό λάθος». Παντρεύτηκε δύο φορές (δύο διαζύγια) και έχει έναν γιο.

Παρά το κύρος και τη μεγάλη αναγνωρισιμότητά της -το έργο της, καθαρό και λιτό, διαβάζεται πολύ-, η Λουίζ Γκλικ προτιμά να ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ηταν μεγάλη η έκπληξή της -αλλά και η χαρά της- όταν δέχτηκε χθες πρωί πρωί το τηλεφώνημα του γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας. Η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας θα γίνει στις 10 Δεκεμβρίου.

Πηγή:https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/263440_loyiz-gklik-poiisi-kai-elliniki-mythologia