Υποχρεωτική θέσπιση συνεπιμέλειας: ρύθμιση αταίριαστη στη φύση οικογενειακών σχέσεων-οικογενειακού δικαίου

Γράφει η Μαρίνα Φαρμακίδη-Μάρκου-Δικηγόρος

Κτήριο 5 των δικαστηρίων της οδού Ευελπίδων, πρωί, παραμονές Χριστουγέννων. Τρεις δικηγόροι ανταλλάσσουν απόψεις για το θέμα της επερχόμενης θέσπισης της συνεπιμέλειας. Προβληματισμένοι, εκθέτουν τα σημεία στα οποία η συνεπιμέλεια θα δημιουργήσει προβλήματα σε παιδιά, γονείς και στην δικαιοσύνη.
Τα πιο γνωστά από αυτά, το θέμα της υλοποίησης της συνεπιμέλειας όταν οι γονείς δεν έχουν αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους, το θέμα της σταθερότητας του περιβάλλοντος του παιδιού και το θέμα του σεβασμού της γνώμης και της προσωπικότητάς του.

Η δυνατότητα ισοκατανομής του χρόνου παραμονής ενός παιδιού στους εν διαστάσει ή διαζευγμένους γονείς του προβλέπεται ήδη στον Αστικό Κώδικα. Το άρθρο 1513 ΑΚ προβλέπει ότι «σε περίπτωση διαζυγίου η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους δύο γονείς ή αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού.» Επιπροσθέτως, πολλές δικαστικές αποφάσεις μέχρι και σήμερα έχουν κατανείμει ισόποσα κατά το μάλλον ή ήττον τον χρόνο παραμονής του τέκνου στους δύο γονείς του.

Ποια όμως είναι η ειδοποιός διαφορά στο μέχρι σήμερα ισχύον νομοθετικό καθεστώς και σε αυτό που πρόκειται να θεσπισθεί με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια;

Θα καταλείπεται λιγότερη ελευθερία στον δικαστή να αποφασίζει με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Εγγενές χαρακτηριστικό του οικογενειακού δικαίου είναι η ανάγκη οι διατάξεις του να παραμένουν γενικές, έμπλεες αορίστων νομικών εννοιών, προκειμένου να μπορούν να εφαρμόζονται, εξειδικευόμενες, στην εκάστοτε ατομική περίπτωση.

Τι πιο αναμενόμενο και ταιριαστό για μία έννομη σχέση με το μέγιστο δυνατό στοιχείο της ρευστότητας, της διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητας, όπως οι οικογενειακές σχέσεις, όπου παρεισφρέει τόσο έντονα το στοιχείο του προσωπικού;

Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια δεν θα μπορέσει να περιλάβει τον αυτοματισμό της υποχρεωτικότητας που ευαγγελίζεται, καθώς σε περιπτώσεις όπου οι γονείς δεν θα στέργουν στην από κοινού λήψη αποφάσεων για το τέκνο τους, θα αναγκάζονται να προσφύγουν εκ νέου στα δικαστήρια για να επιλύσουν τις διαφορές τους. Και πάλι κάποιο δικαστήριο θα αναγνωρίζει/επιβάλλει/υποχρεώνει το ήδη υποχρεωτικό και ούτω καθεξής, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση της δικαιοσύνης αλλά το κυριότερο με συνέπεια την οικονομική επιβάρυνση του οικονομικά αδύναμου γονέα και διαδίκου.

Το πιο σημαντικό στοιχείο που αγνοεί το νομοσχέδιο είναι το συμφέρον του παιδιού, με το να θεωρεί ότι πάντοτε, σε κάθε αδιακρίτως ατομική περίπτωση, το συμφέρον αυτό υπηρετείται από την θέσπιση της συνεπιμέλειας.

Το υπόρρητο πνεύμα από το οποίο διαπνέονται οι νέες διατάξεις, αντιμετωπίζει το παιδί ως υποκινούμενο από την έχουσα την επιμέλεια «κακοπροαίρετη» μητέρα, η οποία επιδιώκει μέσω της επικοινωνίας ως θεσμού να αποξενώσει τον πατέρα από το παιδί του. Η επικοινωνία δηλαδή είναι τα ψίχουλα του χρόνου που παραχωρεί η μητέρα-«εξουσιαστής» του τέκνου στον πατέρα προκειμένου να είναι σύννομη και ταυτόχρονα να διατηρεί τον έλεγχο του παιδιού.

Από την εμπειρία μου ως δικηγόρου είμαι σε θέση να βεβαιώσω ότι η μητέρα δεν εργαλειοποιεί τη ρύθμιση της επικοινωνίας προκειμένου το παιδί να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο με τον πατέρα του, ούτε επηρεάζει το παιδί προς την κατεύθυνση της ένταξής του στο δικό της περιβάλλον και της αποξένωσης του παιδιού από το πατρικό περιβάλλον. Και τούτο γιατί θέλει να είναι σύννομη αλλά και γιατί αναγνωρίζει το ρόλο του πατέρα στην ομαλή ανάπτυξη του τέκνου της. Καμία μητέρα δεν θέλει να πάρει την ευθύνη, το ες αεί υπαρξιακό βάρος, ότι αποξένωσε το παιδί της από τον πατέρα του, με τις αντίστοιχες συνέπειες στην μετέπειτα ζωή του.

Αλλά το κυριότερο μία μητέρα δεν μπορεί να το κάνει αυτό γιατί το παιδί, με εξαίρεση τα βρέφη και τα πολύ μικρής ηλικίας νήπια, έχουν δική τους προσωπικότητα, αυτόνομη και ισχυρή, και οι σχέσεις που ιδρύουν με τους άλλους, πολύ περισσότερο με τον πατέρα τους, δεν διαμεσολαβούνται.

Επομένως, αυτό το νομοσχέδιο, ορμώμενο από την πεποίθηση ότι η ανάθεση της επιμέλειας και η ρύθμιση της επικοινωνίας λειτούργησε μέχρι σήμερα ως μέσο απομάκρυνσης του παιδιού από τον άλλο γονέα και επομένως πρέπει να απεμποληθεί, είναι εξ ορισμού εσφαλμένη, αφού παραβλέπει σκοπίμως και υποτιμά τα δικαιώματα, την προσωπικότητα, την γνώμη και το συναίσθημα του τέκνου και το αντιμετωπίζει ως υποκινούμενο από την μητέρα του στην κατά τα άλλα απολύτως αυτοτελή σχέση του με τον πατέρα του.

Το νομοσχέδιο αγνοεί επίσης ότι ο χρόνος δεν είναι μόνον ποσότητα αλλά και ποιότητα: η ποιότητα του χρόνου που περνάει ένα παιδί με τον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα είναι άπειρη και βαθιά και δεν εξαρτάται από τα λεπτά και τις ώρες αλλά από την σχέση, την αμοιβαία δέσμευση και την επιθυμία. Οι ώρες και οι ημέρες της επικοινωνίας είναι ικανές να ιδρύσουν δυνατούς δεσμούς ανάμεσα στο παιδί και στον γονέα του.

Τέλος, το νομοσχέδιο αγνοεί πάνω από όλα την πραγματικότητα: αγνοεί τις τοπικές αποστάσεις και τους χρόνους μετάβασης από το ένα σπίτι στο άλλο, την αδυναμία λήψης από κοινού αποφάσεων για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την ανατροφή του παιδιού (αν δύο γονείς είχαν τόσο καλή σχέση, γιατί να χωρίσουν άλλωστε;), την κωλυσιεργία στην από κοινού λήψη των αποφάσεων και τις εντάσεις που η υποχρεωτικότητα άρσης αυτής της αδυναμίας θα προκαλέσει (να γίνουν δηλαδή τα αδύνατα δυνατά), αγνοεί την ανάγκη σταθερότητας περιβάλλοντος για την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού, αλλά κυρίως αγνοεί τα φροντιστήρια, τις υποχρεώσεις που έχει ένα παιδί, το χρόνο που χρειάζεται για να ηρεμήσει και να κοιμηθεί μετά το διάβασμά του, το χρόνο που χρειάζεται για να μείνει μόνο του ή να παίξει με τους φίλους του, που θα μειωθεί οπωσδήποτε όταν θα πρέπει να μετακινείται και να αλλάζει τόπο διαμονής μέσα στον ίδιο μήνα τόσες φορές, ακόμη και τις καθημερινές.

Στις οικογενειακές σχέσεις, τις τόσο προσωπικές, ο νόμος δεν μπορεί να είναι η δαμόκλειος σπάθη των ζωών μας αλλά πρέπει να είναι ο σύντροφος και ο συνοδοιπόρος της πραγματικότητας και της λειτουργίας των βιοτικών σχέσεων. Η συνεπιμέλεια, εάν μπορούσε να είχε εφαρμοσθεί οριζόντια, θα είχε εφαρμοσθεί μέσα από τις δεκαετίες των δικαστικών αποφάσεων ως τάση της νομολογίας, δηλαδή ως τάση της ίδιας της κοινωνίας.

Παραβλέποντας το παραπάνω και δημιουργώντας βίαιες τομές αυτής της φύσεως η θέσπιση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα επιχειρεί να λύσει.

Αθήνα, 31.12.2020