Μήπως είσαι ομοφοβική/ομοφοβικός και δεν το ξέρεις;

Γράφει η Ελένη Τσεπελίδου

Εν έτει 2021, διακηρύττουμε συνεχώς την ανάγκη σεβασμού προς την φύση, μαχόμαστε για να σταματήσει η καταστροφή της, ανησυχούμε για τα πλάσματα που ζουν μέσα της, παλεύουμε να καταρρίψουμε νόμους που ναρκοθετούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, μιλάμε για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία και όλες εκείνες τις μεγαλόπνοες λέξεις που μάθαμε να δοξάζουμε. Ποτέ όμως, δεν σκεφτήκαμε να αναζητήσουμε το βαθύτερο νόημα τους στην ίδια την ανθρώπινη ουσία και ύπαρξη και κυρίως σε εμάς τους ίδιους.

Στην κοινωνία μας, την προσωπική μας σφαίρα σκέψης και δράσης, διαχέονται συνεχώς, από την στιγμή που γεννιόμαστε, πρότυπα, ιδεοτυπικές μορφές μίας κατάστασης ή μίας λέξης, όπου στο μυαλό μας τοποθετούνται ως το “κανονικό”, κάτι το αναμενόμενο και τις περισσότερες φορές κάτι το επιθυμητό. Ξεκινώντας από τον θεμέλιο λίθο της οικογένειας θα παρατηρήσουμε ότι αποτελούνταν ανέκαθεν από έναν άνδρα, μία γυναίκα και δύο παιδιά, μία ερωτική σχέση περιελάμβανε μονάχα αυτά τα δύο φύλα.

Το μοτίβο αυτό ακολουθείτο και στα βιβλία, στις κινηματογραφικές παραγωγές αλλά και γενικότερα στις παραστάσεις της ζωή μας. Μάθαμε λοιπόν, πως κάθε τι το οποίο παρουσίαζε μία απόκλιση από αυτά, μας φαινόταν “ξένο” και “περίεργο”. Αλλά μετά συναντήσαμε ένα αγόρι που – σοκαριστικό για την παιδική μας σκέψη – είχε ερωτευτεί ένα αγόρι, μία φίλη μας, μας παραδέχτηκε πως θέλει να πει στους γονείς της πως είναι ομοφυλόφιλη αλλά δεν ξέρει πως, είδαμε ένα ζευγάρι ανδρών στο δρόμο που κρατιούνταν χέρι – χέρι και μας φάνηκε παράξενο.

Διαβιώνοντας στον μικρόκοσμο μας, τη στιγμή που θα βρεθούμε στον σκληρό κόσμο της πραγματικότητας, θα κληθούμε να καθορίσουμε τις πεποιθήσεις μας, θα βρεθούμε μπροστά σε ιδέες που ελλοχεύουν μέσα μας και εμείς ανίδεα τις μεταλαμπαδεύουμε σε άλλους, πεποιθήσεις που τοποθετούν τους ανθρώπους στο στόχαστρο. Η κοινωνία μας δεν χαρακτηρίζεται βίαιη εξαιτίας μονάχα της εμφανούς βαναυσότητας που επιδεικνύει σε κάθε άτομο που επιδεικνύει μία παρέκκλιση από τις προκαθορισμένες μας εικόνες ή τους άγραφους νόμους αλλά κυρίως, λόγω της αφανούς καταπίεσης που ασκεί.

Από τη στιγμή που ορισμένα άτομα αντιληφθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους, όπως για παράδειγμα τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και εκείνα διαφέρουν από τις κυρίαρχες σκέψεις που έχει μία κοινωνία για αυτά, αισθάνονται έναν διακαή φόβο και μία επαναλαμβανόμενη ανησυχία. Σε πολλές ισλαμικές χώρες καταδικάζονται, σε κάποιες περιοχές της Αφρικής απαγορεύεται δια νόμου και επιβάλλεται θανατική ποινή αλλά τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα δεν συμβαίνουν στην χώρα μας, σωστά;

Εμείς μιλούμε για εκείνες και εκείνους σαν ένα κοινό μυστικό μεταξύ μας, τις και τους παρατηρούμε – καταφέρουμε να αποδεχτούμε πως υπάρχουν – σαν κάτι μεταφυσικό, παράταιρο από μία προδιαγεγραμμένη εικόνα μας για την φύση του ανθρώπου, τους σκεφτόμαστε είτε με οίκτο, είτε με φθόνο αλλά ο λόγος άγνωστος. Ταυτόχρονα, μέσα στην καθημερινότητα μας αναπαράγουμε στερεοτυπικές φράσεις για τα δύο φύλα, ακόμα και πλάθουμε σενάρια στο μυαλό μας σε περίπτωση που βρεθούμε μπροστά σε κάποιον από εκείνους.

“Εκείνους”, “εκείνες” , μία αόριστη λέξη για να περιγράψουμε την αδιαφορία και τον φόβο μας, να μιλήσουμε ξεκάθαρα και με ακρίβεια, με όποιον όρο εκείνοι επιθυμούν να αυτοπροσδιορίζονται. Δειλιάζουμε να σκεφτούμε πως ο διαχωρισμός ανδρικών και γυναικείων επαγγελμάτων, δραστηριοτήτων, ενδυμασιών, καλλωπισμού και οποιοδήποτε άλλη δράση που αποκτά μπροστά της έναν καθορισμένο προσδιορισμού, στην ουσία είναι μία μορφή βίας. Εξαναγκάζουμε τους ανθρώπους αυτούς νοητά να κρύβονται, να έχουν αυξημένο το αίσθημα της ενοχής και να τρέμουν στην περίπτωση που εκδηλωθούν.

Τους χαμογελάμε συγκαταβατικά ή αποστρέφουμε το βλέμμα μας μακριά από κάθε προβολή της προσωπικότητας τους, ωσάν κάτι το αναξιοπρεπές και βέβηλο. Μα πράγματι είναι βέβηλο: στοχεύει κατευθείαν στην συντηρητική σκέψη του μέσου ανθρώπου που δέχεται ορισμένα μόνο πράγματα, καταστάσεις και άτομα στη ζωή του, πρότυπα από τις κυρίαρχες μορφές εξουσίας: το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον και τις θρησκευτικές παραδοχές. Τρία βασικά στοιχεία που καθορίζουν την μετέπειτα ενήλικη ζωή του και το καθηλώνουν σε μία θέση είτε ισχύος, είτε αδυναμίας.

Μαθαίνουμε πως πρέπει να τηρεί αρχέγονες παραδόσεις ακόμα και εάν αυτές την ή τον βρίσκουν ασύμφωνο, διδασκόμαστε να αγαπάμε τον συνάνθρωπο μόνο όταν εκείνος είναι ίδιος με εμάς και λατρεύουμε την ιδιομορφία, μονάχα σε περιορισμένα και ασφαλή πλαίσια. Ο κόσμος μας λοιπόν παραμένει, από όποια μορφή, οπτική, γωνία, τάξη και εποχή τον παρατηρήσουμε, ένας κόσμος αδικίας, που θα ενισχύει το κατεστημένο. Θα βρίσκεται αντίπερα από τον άνθρωπο για να τον κρίνει, θα στέκεται από πίσω του για να τον παρακολουθεί μήπως πράξει το επόμενο χαριστικό του λάθος, μα ποτέ δίπλα του για να γίνει φίλος του.

Ακόμα και όσες και όσοι διακηρύττουμε περήφανα την αποδοχή μας στο “διαφορετικό” βιώνουμε καθημερινές καταστάσεις και σκέψεις που μας φέρνουν αντιμέτωπους με έναν εαυτό που προσπαθούμε να κρύψουμε. Όλα αυτά στον βωμό μίας “κανονικότητας”! Ό,τι βρίσκεται εκτός του κανόνα και μας δυσανασχετεί, κάθε φορά που ένα και ένα δεν ισούται με δύο τρομάζουμε, τις στιγμές που επισημαίνουμε μία αδικία εις βάρος ανθρώπων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα από εκείνη που προτάσσει η κοινωνία ως αποδεκτή αλλά την ίδια στιγμή την δικαιολογούμε, είμαστε μέρος του προβλήματος. Ένα ζήτημα που λόγω της πλειοψηφίας των υποστηρικτών της αντίθετης άποψης αποκρύπτεται, μειώνεται η σημασία του και τελικά καταλήγει στο συνονθύλευμα της καταπάτησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ομοφοβικός δεν είναι μονάχα ο πρόεδρος ή το μέλος του κοινοβουλίου που ψηφίζει νομοσχέδια τα οποία θέτουν τους ανθρώπους αυτούς στο στόχαστρο αλλά ούτε και ο αστυνομικός που χτύπησε κάποιον άνδρα επειδή φιλήθηκε με τον σύντροφο του. Μια επικίνδυνη ομοφοβική είναι μία μητέρα που διδάσκει στο παιδί της να αγαπά το άλλο φύλο ακόμα και εάν εκείνο δεν αισθάνεται έτσι, είναι ένας φίλος που σωρηδόν εκφράζει αρνητικά σχόλια για τα ομοφυλόφιλα άτομα, είναι ένας δάσκαλος ή μια δασκάλα που θεωρεί πως οι τελευταίοι είναι δυσλειτουργικά στοιχεία της κοινωνίας.

Ελευθερία λοιπόν σημαίνει ο κάθε άνθρωπος να μπορεί να ζει δίχως λογοκρισία επειδή είναι ομοφυλόφιλος. Ισότητα σημαίνει να μην βρίσκεται σε κατώτερη θέση επειδή είναι ομοφυλόφιλος. Δικαιοσύνη σημαίνει να απολαμβάνει την προστασία και τον σεβασμό που αξίζει επειδή είναι έντιμος άνθρωπος. Πώς μπορεί άραγε, ένας υγιής έρωτας να θεωρείται αναξιοπρεπής; Ο άνθρωπος οφείλει να αγαπά τον άνθρωπο! Ίσως αυτή είναι η μόνη εξίσωση στην οποία οφείλουμε να επιδείξουμε την κατάλληλη προσοχή.