Γιατί χρειαζόμαστε τον φεμινισμό;

Γράφει η Ελένη Τσεπελίδου

Κατά τον 19ο αιώνα, στην Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ οι γυναίκες ξεκίνησαν να μάχονται, να διαδηλώνουν και να επαναστατούν για να διεκδικήσουν τα ίσα πολιτικά, εργασιακά και εκπαιδευτικά δικαιώματα με εκείνα που κατείχαν οι άνδρες. Έναν αιώνα αργότερα, ήρθαν στην επιφάνεια τα ζητήματα ταυτότητας, ενώ στο τέλος του αιώνα (1980) εμφανίστηκε ο όρος <<διαφορετικότητα>>. Με αυτή την γρήγορη ιστορική αναφορά, μπορούμε να προκαλέσουμε στον εαυτό μας ορισμένα ερωτήματα που προκύπτουν αυθόρμητα, από το άκουσμα των ζητημάτων που προαναφέραμε.

<<Στη σημερινή εποχή οι γυναίκες έχουν πράγματι ίσα πολιτικά δικαιώματα, σε όλα τα μέρη του κόσμου έχουν τις ίδιες δυνατότητες για μάθηση, είναι ελεύθερες να ακολουθήσουν τον επαγγελματικό προσανατολισμό που επιθυμούν, έχουν την επιλογή να μην ακολουθήσουν τα πρότυπα της κοινωνίας δίχως καμία επίπληξη, μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται όπως επιθυμούν, έχουν την δύναμη να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που θέλουν δίχως να κριθούν>> ; Ενώπιον λοιπόν εκατομμυρίων ερωτηματικών που θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε σε προτάσεις, θα απαντούσαμε με πικρία <<όχι>>. Αυτή η άρνηση δεν θα είναι μία από τα ένδοξες της ζωής μας αλλά αντίθετα είναι από εκείνες που τις προφέρουμε με απογοήτευση.

Ο φεμινισμός είναι ένας ανθρωπισμός για τις γυναίκες, ένα κίνημα που αντιπροσωπεύει όλες εκείνες τις φορές που ένα άτομο κρίθηκε εσφαλμένα, αντιμετωπίστηκε κακεντρεχώς, εισέπραξε μία βίαιη συμπεριφορά, κατακεραυνώθηκε με υβριστικά σχόλια, υπέμεινε τον εξευτελισμό επειδή γεννήθηκε γυναίκα. Ένας άγνωστος Χ ίσως υποστήριζε πως, εφόσον οι γυναίκες μπορούν να ψηφίζουν (άρα συμμετέχουν στην πολιτική πραγματικότητα και εκλαμβάνονται ως πολίτες που μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), να πηγαίνουν σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να εκλαμβάνονται ως ανεξάρτητα άτομα, ο λόγος ύπαρξης αυτής της πεποίθησης έχει εκλείψει. Η σημερινή εποχή, οδεύοντας πάντα ένα βήμα πίσω, βρίσκεται στο προσκήνιο για να μας επιβεβαιώσει για το αντίθετο.

Ας συλλογιστούμε τα άρθρα του Συντάγματος και τους ανθρώπους οι οποίοι κατέχουν την αληθινή εξουσία για να αλλάξουν την υφιστάμενη κατάσταση. Ας σκεφτούμε τους έχοντες οικονομική και πολιτική δύναμη, εκείνους που με ένα νεύμα τα αιτήματα εκπληρώνονται, όχι εκείνες που φωνάζουν για να χαθεί η φωνή τους μετά από λίγο. Ας μιλήσουμε για την εκπαίδευση στα σχολεία και τα αντρικά πρότυπα εν έτη 2021, για τις ευκαιρίες που παρέχονται στα κορίτσια και για τα στερεότυπα που καλούνται να υπηρετούν. Ας μελετήσουμε τα πρόσφατα γεγονότα και ας αποφασίσουμε να μην κλείσουμε για ακόμα μία φορά τα μάτια μας σε εικόνες που συμβαίνουν δίπλα μας. Για όλες αυτές τις προτροπές που θα ήταν συνετό να μετατραπούν σε μία συνεχή ανησυχία – όχι με γνώμονα τον φόβο αλλά την αποφασιστικότητα για αλλαγή – ο φεμινισμός οφείλει να έχει μία θέση στην σκέψη μας.

Μήπως όμως και οι γυναίκες έχουν πάψει πια να πιστεύουν σε εκείνον, στις δυνάμεις και στην θέληση τους να αλλάξουν τον κόσμο; Διαβιώνοντας σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, στηριζόμενη πάνω στις ανάγκες και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, παύουν κάποια στιγμή να ελπίζουν πως η ζωή τους θα οδηγηθεί σε κάτι καλύτερο, σταματούν να προσπαθούν και η καθημερινότητα τους μετατρέπεται σε μία προσπάθεια επιβίωσης. Αυτό είναι το σημείο όπου το φαλλοκρατικό σύστημα έχει καταφέρει να επιβληθεί απόλυτα στο μυαλό μίας γυναίκας, να την πείσει πως οι δομές βρίσκονται με τέτοιο τρόπο τοποθετημένες ώστε να διασφαλίζουν και την δική της ευημερία – με όποιον τρόπο κρίνουν φυσικά οι δημιουργοί της -. Ειδικά εάν έχουν αντιληφθεί πως οποιαδήποτε εναντίωση με αυτή την άποψη επιφέρει από κοινωνικό στιγματισμό μέχρι και κακοποίηση, ενώ εάν κοιτάξουμε καλύτερα μπορεί να συνεπάγεται σε πολλές περιπτώσεις και με την απώλεια της ζωής τους. Έχει καλλιεργηθεί ορθά, επιμελώς και σταδιακά, μία έμφυτη δυσαρέσκεια απέναντι σε όποιον άνθρωπο δηλώνει <<φεμινιστής ή φεμινίστρια>> ώστε να απομακρύνονται όλο και περισσότεροι από την αναζήτηση των πραγματικών <<πιστεύω>> αυτού του κινήματος και τα αιτήματα του προς την κοινωνία. Εάν δεν γνωρίζουμε κάτι εις βάθος είναι εύκολο να το κρίνουμε αλλά και να εφευρίσκουμε αφορμές για να το απορρίπτουμε. Αυτό λοιπόν που ζητά η κοινωνία από τις νέες γυναίκες – αφού οι παλιότερες ζουν ήδη μέσα σε έναν προκατασκευασμένο γυάλινο μικρόκοσμο με περιορισμένες δυνατότητες – να κοιτάξουν μακριά, τόσο μακριά που δεν θα μπορούν να διακρίνουν την σαθρότητα των καθημερινών μηνυμάτων που δέχονται από τον περίγυρο.

Για αυτό, να κλείσουν τα αυτιά σε εκείνες που μάχονται για τα ιδανικά τους και να επικεντρωθούν στις θέσεις που πρέπει να καταλάβουν και να ενσαρκώσουν: σύζυγος, μητέρα, νοικοκυρά ακόμα και εάν δεν το επιθυμούν. Να μην φοβούνται για τα περιστατικά βίας ή χλευασμού προς τις άλλες, υπόσχονται σε εκείνες πως εάν ακολουθήσουν τους κανόνες δεν θα συμβεί κάτι παρόμοιο. Να υπακούσουν δίχως να αντιδράσουν, να ακούν μα να μην μιλούν, να στέκονται δίπλα στους άνδρες αλλά πάντα ένα βήμα πιο πίσω, να ζητούν την άδεια αλλά να την δίνουν απλόχερα, να προοδεύουν αλλά όχι περισσότερο από εκείνους, να χαμογελούν και να μην κλαίνε, να είναι ευδιάθετες αλλά όχι υπερβολικά, να μετρούν τα πάντα αλλά όχι τα προσβλητικά σχόλια τους. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υψώσουν τον τόνο της χροιάς τους, να περπατήσουν μέτρα μπροστά, να μην εκπληρώσουν τις προσδοκίες άλλων, να σεβαστούν συμπεριφορές που κανείς δεν θα έπρεπε και να στέκονται μία ζωή εκεί όπου τους τοποθετεί η κοινωνία.

Για όλες αυτές τις επιτακτικές προσταγές, είναι σημαντικό να ανέβουμε σε ένα ύψωμα και να δούμε τον κόσμο από ψηλά, να δούμε τους εαυτούς μας από ψηλά, να διακρίνουμε μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε και μέχρι ποιο σημείο το βλέμμα μας μπορεί να το κατακτήσει. Θα διαπιστώσουμε την απεραντοσύνη μας. Θα καταλάβουμε πως οποιαδήποτε πεποίθηση, στάση, κανόνας, νόμος, αρχή, αξία που υποβαθμίζει την γυναικεία ύπαρξη είναι απαραίτητο να αλλάξει ριζικά, τόσο από τις ίδιες, όσο και από τους ιθύνοντες. Η νεαρή λοιπόν γυναίκα και ο νεαρός άνδρας οφείλουν να εκπαιδευτούν, να ξεπεράσουν τις όποιες ανυπόστατες προκαταλήψεις αναγκάζονται να υπομείνουν εξαιτίας του φύλου τους και να οδηγηθούν σε μία αμοιβαία συμφωνία.

Η ισότητα είναι ένα συμβόλαιο σεβασμού των ορίων και της αξιοπρέπειας, μία συνθήκη που καλείται να γίνει ισχυρή και έμπρακτη στάση ζωής. Ακόμα και εάν χρειαστούν εκατοντάδες επαναστάσεις στους δρόμους, αλλεπάλληλες ομιλίες, εκατομμύρια σελίδες γεμάτες από απόψεις και συνεχείς μεταβολές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την γυναίκα,  κάποιες θα είναι πάντα εκεί για να τις υλοποιήσουν. Ο φεμινισμός θα πάψει να υπάρχει όταν μία γυναίκα σταματήσει ολοκληρωτικά να φοβάται να αγωνιστεί και να διεκδικήσει τα θέλω της επειδή θα σκέφτεται ότι είναι γυναίκα!