Ο Μπερτολούτσι, ο Τριερ, οι πληρωμένες αγκαλιές του Κεραμικού, το τσαντόρ και οι γυναικοκτονίες

Γράφει η Ντόρα Αρκουλή*

Η μυθοπλασία σε κάθε της μορφή (στην οποία καταφεύγω κάθε φορά που δεν μπορώ να καταπιώ τη φρίκη ωμά) προσιδιάζει τη ζωή, βρίθοντας από ιστορίες γυναικών που καίγονται βασανιστικά στην πυρά, στο όνομα μιας ‘αγάπης’, ‘καψούρας’, ‘κακιάς ώρας και στιγμής’ ή ακόμη και ‘ατίμωσης’ για όποιο εύθικτο ‘παλληκάρι’ νιώθει …παλληκαράς, άντρακλας και μάτσο ‘ιδιοκτήτης’ μιας άλλης ψυχής. Άντρες γαλουχημένοι σε μια πατερναλιστική κουλτούρα που αδειοδοτούν τον εαυτό τους να προβεί σε ασελγείς, προσβλητικές, πράξεις εξουσιασμού απέναντι σε όσες και όσους θεωρούν κατώτερες / κατώτερους – ασθενέστερους σε κάθε περίπτωση. Στο χωριό μου τους λέμε και θρασίμια.

Η Μελίνα, ως Στέλλα του ευφυούς Κακογιάννη, υποδύεται μια δυναμική, μποέμισα, με προσωπικότητα, γυναίκα, που αρνείται να ‘πιστοποιηθεί’ ως παντρεμένη νοικοκυρά, αλλά ο φίλος της που θέλει να την αποκαταστήσει και να της περάσει δαχτυλίδι (πώς αλλιώς να ‘μαρκάρει’ το μαντρί του;) έχει άλλη άποψη, η οποία και υπερισχύει στο μεταξύ τους ‘ντιμπέιτ’ για το αν θα πρέπει να της χαριστεί η ζωή ή όχι. Κι έτσι, με μια μαχαιριά του τής κόβει το νήμα της ζωής. Εκείνη για να μην προδώσει τα πιστεύω της παραδίνεται στη μοίρα της.

Η Αθηνά Μαξίμου στο ‘Αυτή η νύχτα μένει’, του εμβληματικού Νίκου Παναγιωτόπουλου, όταν το όνειρο για μια θέση στο τραγουδιστικό στερέωμα ‘δεν βρήκε καταφύγιο’ στα φτηνά νυχτομάγαζα της επαρχίας που δυσφορούν από μαρκίζες ιλουστρασιόν και πολύ …κονσομασιόν, ‘σώζεται’ στο παρά πέντε, ως άλλη Ιφιγένεια, από τη φρίκη που επιφυλάσσει η νύχτα. Ο Γιάννης Τσίρος, στα αξύριστα πιγούνια μάς θυμίζει ότι το ‘τέρας’ μπορεί κάλλιστα να χαίρει σεβασμού και να τηρεί πιστά τα χρηστά ήθη και τις παραδόσεις, ενώ μια γυναίκα μπορεί να κακοποιείται κατ’ εξακολούθηση και με ποικίλους τρόπους.

O Αλεχάντρο Αμεναμπάρ, το ’96 τα είπε όλα με το αριστουργηματικό και σκωπτικό “Tesis” του, με θέμα ‘τη βία των Snuff Movies με πρωταγωνίστριες φοιτήτριες του τμήματος ΜΜΕ που δολοφονούνται με φρικιαστικό και ανελέητο τρόπο ενώ το υλικό των δολοφονιών καταγράφεται και κυκλοφορεί σε βίντεο ντοκουμέντο προς τέρψη των συλλεκτών του είδους’.

Προσπαθώντας σήμερα, ανήμερα της επετείου γάμου μου, να μεταβολίσω τις κατά συρροήν γυναικοκτονίες της εποχής μου (αδύνατον για την ώρα), το μυαλό μου, σαν άλλη Μπεκετική ‘μαγνητοταινία του Κραπ’, παίζει και ξαναπαίζει σε ατελείωτο rewind τις ‘βουτυράτες’ σκηνές από τον ‘μαέστρο’ σκηνοθέτη της χαμένης αθωότητας των οριακά… ενηλίκων πρωταγωνιστριών του, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, και τον ‘δοξασμένο’ Μπράντο, όταν αποφάσισαν, για να αποσπάσουν μια πιο γλαφυρή(;) ειλικρινή(;) αυθεντική(;) αντίδραση σε σκηνή βιασμού, να μην ενημερώσουν την 19χρονη πρωταγωνίστρια Μαρία Σνάιντερ, για το τι θα ακολουθήσει στα γυρίσματα του ‘Τελευταίου ταγκό στο Παρίσι’. Αυτό έγινε παρά τη θέλησή της, όπως δήλωσε η ίδια, αποκαλύπτοντας αργότερα τη μετατραυματική της εμπειρία εξαιτίας των βίαιων σεξουαλικών σκηνών. «Ήθελα να νιώσει αυθεντικά την ταπείνωση» θα πει τότε ο ‘ευφάνταστος’ σκηνοθέτης.

Άλλος πνιγηρός σουρεαλισμός, για τα μάτια μου, το κύκνειο άσμα του Τρίερ: ‘Δαμάζοντας τα κύματα’. Η πρωταγωνίστρια θα λυτρώσει τον παράλυτο άντρα της όταν καθοδηγούμενη από τη διαστροφικότητά του θα οδηγηθεί σε ατέρμονες συνουσίες με απωθητικούς άντρες μέχρι αυτο-καταρράκωσης και θανάτου. Όσο πιο πολύ κλυδωνιζόταν η δική της ύπαρξη τόσο εκείνος ‘ανασταινόταν’ ξαναβρίσκοντας την αίσθηση των ποδιών του, της δύναμή του. Μιράκολο! θυμάμαι τότε μια φοιτητική παρέα, να παραληρούμε διχασμένοι, άλλοι από τη ‘μαεστρία’(;) και άλλοι από τη δυσωδία. Τι σκατά, μετά συγχωρήσεως, ήθελε να πει άραγε ο ποιητής; Άβυσος η ψυχή του ‘καλλιτέχνη’ που αργότερα αν θυμάμαι καλά, το 2017, ξεφώνιζε η Μπιορκ, για σεξουαλική παρενόχληση, όταν τη σκηνοθετούσε ως ‘χορεύτριά του στο σκοτάδι’. Θα είχε τους λόγους της κι αυτή. 

Και αναρωτιέμαι, κάνω; κάνουμε ό,τι μπορούμε; ή δηλητηριαζόμαστε από τη συνήθεια του να συνυπάρχουμε αμήχανα με: Τον σεξοτουρισμό, και τα πάρτυ από κάποιους… με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Τους βιασμούς στη Μόρια και το Ελληνικό. Τις μπουρδελότσαρκες δίπλα μας στα σοκάκια του Κεραμικού, όταν αμέριμνοι πίνουμε το ποτό μας. Το τράφικινγκ. Τις ισχνές και τρεμάμενες από στέρηση πόρνες Σόλωνος και Μαυρομιχάλη γωνία – παρήλαυναν θυμάμαι μία-μία στις οθόνες μας, πριν μερικά χρόνια, ώστε να ξέρουν οι ‘επίδοξοι γαμπροί’ ότι είναι μολυσμένες για να μην πάνε μαζί τους και μεταφέρουν κανά έιτζ στην, κατά τα άλλα, κορώνα στο κεφάλι τους νόμιμη σύζυγο στο σπίτι. Το ότι οι τύποι ψώνιζαν και μάλιστα χωρίς προφυλακτικό, άρρωστες ψυχές, ένα βήμα πριν τη νοσηλεία ή το θάνατο, οι οποίες είχαν ανάγκη τα 10ευρα για να εξασφαλίσουν τη δόση τους, δεν θυμάμαι να στηλιτεύεται ομοίως στις οθόνες μας.

Τα κορίτσια που φιγουράρουν με φαντεζί εσώρουχα κάτω από τις θλιβερές επιγραφές των στριπτιτζάδικων της Συγγρού, τα ήσυχα βράδια που η Αθήνα κοιμάται. Τα αντρικά μπάτσελορ με στριπτιζτζούδες – πόσο θα ήθελα με ένα τρόπο μαγικό, τα κορίτσια αυτά να αντιδρούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη όπως η κόρη της Κυρίας Γουόρεν στο άκουσμα του επαγγέλματος της μητρός της στο ομώνυμο θεατρικό, εκριζώνοντας κάθε ζιζάνιο από το απόστημα της πορνείας. Της φίλης μας που δεν τολμάει να χωρίσει τον άντρα της γιατί ποιος ξέρει τι θα της κάνει, πόσο βίαιος και εκδικητικός θα γίνει (καθ’ υπόθεσή της), αν θα τη χτυπήσει, αν θα προσπαθήσει να της πάρει τα παιδιά.

Τη Σαρία στη Θράκη, βάσει της οποίας το οικογενειακό δίκαιο υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μουφτή -και όχι στο αστικό δικαστήριο(!)- για τη συνακόλουθη εφαρμογή του ιερού ισλαμικού νόμου, εις βάρος των πολύπαθων και τίγκα στα ψυχοφάρμακα (όπως έχει πολλάκις καταγραφεί από ψυχιάτρους της περιοχής) Μουσουλμάνων γυναικών. (μόλις πρόσφατα και μετά από καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για διακρίσεις, θεσπίστηκε η ‘προαιρετικότητα’ της εφαρμογής της Σαρίας, αν και όχι η κατάργησή της όπως θα έπρεπε). Το τσαντόρ, ως πέπλο κάλυψης του γυναικείου σώματος, (είναι τελικά σύμβολο χειραφέτησης ή επιβολής και καταπίεσης; Πόση αυτοδιάθεση χωράει η φορεσιά του;)

Μια ικμάδα ελπίδας αναδύεται μέσα μου όταν πριν από λίγο ο 9χρονος γιος μου με ενημερώνει ότι στο ηλεκτρονικό παιχνίδι σταθμός (όχι για πολύ ακόμα ελπίζω) ‘Μπρόουλσταρς’, η Άμπερ είναι η καλύτερη παίκτρια ή έστω ισότιμη με τον Σπάικ. Τουλάχιστον, σκέφτομαι, η σημερινή και οι επόμενες γενιές των δεκαπεντάχρονων να μη μεγαλώσει με σοφιστίες του τύπου ‘για να ανδρωθείς, πρέπει να περάσεις (με τις ευλογίες του πατέρα σου και το καμάρι ή την ανοχή της μάνας σου) από τις πληρωμένες αγκαλιές των υπογείων της οδού Φυλής’. Για μια κοινωνία χωρίς πορνεία, εξαναγκασμό κι εκμετάλλευση, με Σωκρατική δικαιοσύνη και όχι (περί του Θρασύμαχου) ‘εξουσία του των ισχυρών’.   

Υγ. Προφανώς και δεν είναι όλοι οι άντρες τέτοιοι. Αλίμονο.

*Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.

Πηγή: fbclid=IwAR2HxSU9FmQ2OYdgVA2FxlcgsDNZYCFVr-MHMBMfoc4Cw4QJqx9oyw9jmu8