Η φροντίδα ηλικιωμένων στην Ολλανδία μέσα από τα μάτια της Αναστασίας

Γράφει η Χαρά Καϊμάκη για το Μωβ

Η ώρα είναι 6 το πρωί. Έξω έχει ακόμα σκοτάδι και κρύο, όμως η Αναστασία πρέπει να ξυπνήσει. Η πρωινή βάρδια ξεκινάει στις 7. Μαρτύριο και εφιάλτης για τις περισσότερες και περισσότερους από εμάς, εκείνη, όμως, δεν διαμαρτύρεται.

Η Αναστασία εργάζεται σε έναν οίκο ευγηρίας της Ολλανδίας. Είναι μία από τους Έλληνες νοσηλευτές και νοσηλεύτριες που πήραν την μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψουν οριστικά την χώρα μας. «Όλα ξεκίνησαν πριν περίπου τρία χρόνια», είπε νυσταγμένα. «Τότε αποφάσισα να κάνω την πρακτική μου στο εξωτερικό. Ποτέ μου δεν ήμουν ευτυχισμένη στην Ελλάδα και δεν ήξερα το γιατί. Όταν έφτασα εδώ, κατάλαβα. Αυτή η νοοτροπία μου ταιριάζει πολύ περισσότερο. Στην Ελλάδα είμαι … ψάρι έξω από τα νερά μου» μου εκμυστηρεύτηκε πίνοντας βιαστικά μια γουλιά καφέ.

Πάντα υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στο βλέμμα της όταν μιλά για την δουλειά της. Έχει μία σπίθα που σε κάνει να ξεχνάς την εξάντλησή της. «Τι σου αρέσει εδώ;» τη ρώτησα και κατευθείαν το κουρασμένο βλέμμα της έδωσε την θέση του σε ένα διάπλατο χαμόγελο. «Στην δουλειά μου νοιώθω ότι φροντίζω τους άλλους, αλλά και ότι οι άλλοι φροντίζουν για εμένα» απάντησε ξετυλίγοντας την προσωπική της ιστορία.

‘Je wordt hier goed verzorgd’

«‘Je wordt hier goed verzorgd’, που σημαίνει σε μία πρόχειρη μετάφραση ‘εδώ φροντίζεσαι καλά’», μου εξήγησε. «Πριν τρία χρόνια ξεκίνησα εδώ ως μία απλή φοιτήτρια πρακτικής. Δεν ήξερα πολλά πράγματα, ούτε μιλούσα καλά την γλώσσα. Λίγο πριν φύγω, όμως, μου έκαναν πρόταση για μόνιμη δουλειά. Ξέρεις γιατί δέχτηκα; Γιατί εδώ αισθάνομαι ότι ο κόπος μου αναγνωρίζεται. Μέσα σε τρία χρόνια από φοιτήτρια πρακτικής έγινα φροντιστήρια ηλικιωμένων και πλέον είμαι η επίσημη νοσηλεύτρια ενός τριώροφου κτηρίου. Νοιώθω ότι o λόγος μου μετράει και ότι οι συνάδελφοί μου με εκτιμούν» συνέχισε.

«Γιατί, όμως, όλο και περισσότεροι νοσηλευτές και νοσηλεύτριες μεταναστεύουν στην Ολλανδία;» την ρωτάω ενώ βάζει βιαστικά το κολατσιό της μέσα στην τσάντα της. «Είναι ο μισθός και η επαγγελματική σταθερότητα ή και κάτι παραπάνω που την κάνει να διαφέρει;».

«Είναι αυτά, αλλά και πολλά ακόμα» απάντησε με σιγουριά. «Σκέψου πως εδώ έχουμε εξοπλισμό για τα πάντα. Δεν χρειάζεται να σηκώνεις τους πελάτες από τα κρεβάτια τους χρησιμοποιώντας την δύναμή σου. Για να φροντίσεις την υγεία των άλλων πρέπει πρώτα να εξασφαλίσεις την δικιά σου και σίγουρα το να σηκώνεις τόσο βάρος σε καθημερινή βάση δεν είναι ό,τι καλύτερο για την μέση και τα γόνατά σου.

Κάτι άλλο που αγαπώ εδώ είναι ότι τα δωμάτια των ηλικιωμένων δεν μοιάζουν με αποστειρωμένες νοσοκομειακές μονάδες. Ο κάθε ένας μένει σε δικό του μικρό διαμερισματάκι μόνος ή μαζί με τον/ την σύντροφό του με έπιπλα που έχει φέρει από το σπίτι του».

Η άνιση μάχη με την πανδημία

Κανένας δρόμος, ωστόσο, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και θα ήταν μάλλον ουτοπικό να ισχυρισθεί κανείς ότι η δουλειά ενός νοσηλευτή στην Ολλανδία δεν έχει και τις δυσκολίες της. «Η μάχη με την πανδημία είναι μάλλον … άνιση. Δυστυχώς η Ολλανδία έχει σημαντικές ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό – και όχι μόνο εν καιρώ πανδημίας -. Ο περισσότερος κόσμος διαμαρτύρεται ότι περνάει πάρα πολύ χρόνο στο σπίτι, εγώ το αντίθετο» είπε γελώντας .

«Καλά Χριστούγεννα» είπε και έκλεισε την πόρτα….

Γιατί η Αναστασία είναι μία από τους πολλούς νοσηλευτές και νοσηλεύτριες που (και) φέτος δεν θα κάνουν γιορτές με τις οικογένειές τους για να φροντίσουν τους γονείς μας, τους παππούδες μας και όλους αυτούς που φρόντιζαν για εμάς όταν ήμασταν παιδιά. Αλλά ούτε και φέτος θα διαμαρτυρηθεί. Σιωπηλή και πάντα χαμογελαστή, θα αφήσει την δουλειά της να μιλά για αυτήν.

Καλές γιορτές, λοιπόν, σε όλους αυτούς τους παντοτινούς μαχητές και μαχήτριες.