Έξω ο πόλεμος από την Ιστορία, έξω ο πόλεμος από την Ουκρανία – Φεμινιστική Αλληλεγγύη

Σίσσυ Βωβού

Ομιλία στο φεμινιστικό Φεστιβάλ στην Αθήνα, 11/6/22

Το Μωβ έχει συνδιοργανώσει μαζί με άλλες γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες δύο αντιπολεμικές εκδηλώσεις ενάντια στην εισβολή στην Ουκρανία. Τη μια στις 29 Μαρτίου, και την άλλη στις 8 Μαίου, που είναι και η επίσημη μέρα νίκης επί του φασισμού στην Ευρώπη. Συνθήματά μας, Έξω ο πόλεμος από την ιστορία, το οραματικό, και έξω ο πόλεμος από την Ουκρανία, απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων, το συγκυριακό και τρέχον αίτημά μας. Υποστηρίζουμε τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών, και ζητούμε να καλούνται γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες σε αυτές. Αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία των ανακοινώσεών μας, τώρα όμως θα δώσω τη δική μου προσωπική ανάλυση γι’ αυτό τον πόλεμο.

Αρχικά να πω ότι πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική εισβολή, για παραβίαση του διεθνούς δικαίου που κατοχυρώθηκε μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και αν αυτή δεν είναι η πρώτη, και πρόκειται για μια χρήση της ισχύος του ρωσικού στρατού εναντίον μιας γειτονικής χώρας, με την ανθρώπινη και στρατιωτική υπεροπλία που η Ρωσική Ομοσπονδία νόμιζε ότι θα της εξασφάλιζε έναν περίπατο.
Η δύναμη του ρωσικού στρατού είναι συντριπτική έναντι της γειτονικής της χώρας, αφού το μέγεθος του ουκρανικού στρατού είναι περίπου 190.000, ενώ ήδη έχουν επιστρατευθεί έφεδροι. Το μέγεθος του ρωσικού στρατού που εισέβαλε στη χώρα, είναι περί τις 150.000, ενώ το μέγεθος του ρωσικού στρατού γενικότερα είναι 5πλάσιο του ουκρανικού, κοντά στο ένα εκατομμύριο. Ο στρατός της ρωσικής Ομοσπονδίας είναι τεράστιος, δεύτερος σε εξοπλισμούς μόνο από αυτόν των ΗΠΑ. Η Ουκρανία έχει ετήσιο αμυντικό κονδύλι, σύμφωνα με τα στοιχεία του National World, μεταξύ 2 και 5 δις. Δολάρια, ενώ η Ρωσία έχει 61.7 δις δολάρια. Περίπου έχουμε τον Δαυίδ με τον Γολιάθ σε μέγεθος και σε ισχύ πυρός.

Ποια όμως είναι η βασική αιτία αυτού του πολέμου της Ρωσίας, που δεν είναι ο πρώτος σε γειτονικές της χώρες κατά τα τελευταία 20 χρόνια που προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την ρωσική αυτοκρατορία;

Την είπε ο Πούτιν, ο οποίος έχει καβαλήσει τον μεγαλορώσικο εθνικισμό, στο διάγγελμά του στις 22 Φεβρουαρίου: Η Ουκρανία δεν είναι χώρα, είναι ένα κατασκεύασμα του Λένιν.

Κατά το μακροσκελές διάγγελμά του της 21 Φεβρουαρίου, δηλαδή τρεις ημέρες πριν την εισβολή, την οποία η κυβέρνησή του διέψευδε ως κατασκεύασμα των εχθρών της και ως προπαγάνδα, ο Πούτιν περιέγραψε το κράτος της Ουκρανίας, ως ψευδοκράτος, κατασκευασμένο και επινοημένο, που δημιουργήθηκε από τη ρώσικη επανάσταση και τους Μπολσεβίκους.

Είπε μεταξύ άλλων: “Θα ξεκινήσω λοιπόν με το γεγονός ότι η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε ολοκληρωτικά από τη Ρωσία, και ακριβέστερα από την μπολσεβίκικη, κομμουνιστική Ρωσία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση του 1917, και ο Λένιν και οι συνεργάτες του το έκαναν με έναν πολύ αγενή τρόπο προς την ίδια τη Ρωσία, με το να ξεχωρίσουν, να αποσπάσουν από αυτήν μέρος των δικών της ιστορικών περιοχών. Φυσικά, κανείς δεν ρώτησε γι’ αυτό τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζούσαν εκεί.”

Ολόκληρη η αυτοκρατορική νοοτροπία του Πούτιν έχει εξελιχθεί λίγα χρόνια μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών του ανατολικού μπλοκ, τα οποία στη συνέχεια ανέπτυξαν τον βάρβαρο καπιταλισμό με τους ολιγάρχες που δημιουργήθηκαν με την υφαρπαγή της κρατικής περιουσίας για λογαριασμό τους, και με τους λαούς να σπρώχνονται σε συνθήκες μαζικής ανεργίας, ακραίας φτώχιας, στέρησης των βασικών αγαθών τα οποία απολάμβαναν πριν.

Τα σύνορα όμως δεν άλλαξαν, απλώς αποσπάστηκαν χώρες από τις προηγούμενες συμμαχίες τους, και βέβαια όλες οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η ισχυρότερη από αυτές, η Ρωσία, οικοδόμησε σταδιακά ένα αυτοκρατορικό προφίλ μέσα στα προηγούμενα τριάντα χρόνια και διεκδικεί την ισχύ της υπερδύναμης, σε αντιπαλότητα με την μοναδική υπερδύναμη που οικοδομείται και αναπτύσσεται τις τελευταίες πολύ περισσότερες δεκαετίες, δηλαδή τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, μέσα και περί το ΝΑΤΟ.

Αυτό που έμεινε μετά τη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ ήταν τα κράτη, και μάλιστα το ισχυρότερο από αυτά, η Ρωσία, η οποία προσπαθεί από τότε να επανέλθει στη διεθνή πολιτική και στρατιωτική δύναμη στα αχνάρια της τσαρικής Ρωσίας, αφού έχει αποκηρύξει, όπως φαίνεται και παραπάνω, την Σοβιετική Ένωση. Σε ομιλία του στις 8 Ιουνίου, σε συνάντηση με νέους επιχειρηματίες, ο Πούτιν το έθεσε ακόμα πιο καθαρά: «Μόλις επισκεφθήκαμε μια έκθεση αφιερωμένη στα 350 χρόνια από τη γέννηση του Μεγάλου Πέτρου. Είναι συγκλονιστικό, όμως σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε (…) Ο Πέτρος ο Μέγας διεξήγαγε τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο επί 21 χρόνια. Θα είχε κανείς την εντύπωση πως όταν ήταν σε πόλεμο με τη Σουηδία, πήρε κάτι από αυτούς. Δεν τους πήρε τίποτα, επέστρεψε (στη Ρωσία) ό,τι ήταν δικό της».
Και πιο κάτω: «Προφανώς, επαφίεται σε εμάς να ξαναπάρουμε πίσω (ό,τι ανήκει στη Ρωσία) και να ενισχύσουμε». Ακόμα περισσότερο τρόμο απ’ ότι μέχρι σήμερα, προκαλεί η αναφορά στα 21 χρόνια του πολέμου του τσάρου.

Έχουμε δηλαδή έναν ιμπεριαλισμό με όλα τα στοιχεία του, και προπαντός με πυρηνικά όπλα, που τον τελευταίο καιρό ο Λαβρόφ τα αναφέρει συχνά.
Η Ουκρανία δεν έχει πυρηνικά όπλα, τα παρέδωσε το 1994, και είναι η δεύτερη χώρα που έκανε εθελοντικό πυρηνικό αφοπλισμό, μετά τη Νότιο Αφρική, έχει όμως 15 πυρηνικούς αντιδραστήρες, που μπορεί να φτιάξουν πολλά Τσερνομπίλ αν βληθούν.

Ναι, ζούμε σε έναν πλανήτη χωρισμένο σε κράτη με σύνορα τα οποία είναι αδιαπραγμάτευτα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και με συγκρούσεις γύρω από τα σύνορα όπως εξελίχθηκαν πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με την εισβολή του ναζιστικού στρατού στην Πολωνία και σε άλλες περιοχές, με το αίτημα της απελευθέρωσης των “σκλαβωμένων” ομοεθνών.

Το διεθνές δίκαιο, όμως, λέει παράλληλα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που βρίσκονται στα διάφορα κράτη.

Αυτά που λέει το διεθνές δίκαιο, όπως διαμορφώθηκε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και θεωρείται ότι βασίζονται στα μαθήματα του μεγάλου και καταστροφικότατου αυτού πολέμου, είναι στα χαρτιά, και τα σύνορα έχουν αλλάξει σε κάποιες περιπτώσεις. Παράδειγμα, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, όπου μετά από έναν μεγαλοσερβικό εθνικισμό και αντίστοιχες επιθέσεις αποσχίσθηκαν οι πρώην δημοκρατίες και κήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Οι μειονότητες στις περισσότερες περιπτώσεις καταπιέζονται λιγότερο ή περισσότερο, δεν απολαμβάνουν ισοτιμίας εκεί όπου διαβιούν.

Μεγάλο παράδειγμα, στην προκειμένη περίπτωση, οι συγκρούσεις στις περιοχές του Ντονιέσκ, της Ανατολικής Ουκρανίας, όπου έχουν ανακηρυχθεί και αυτόνομες δημοκρατίες, μετά από λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον του τότε καθεστώτος Γιαννουκόβιτς, που έγιναν το 2014. Στις εξεγέρσεις αυτές μετείχαν οι λαϊκές δυνάμεις, αλλά και παραστρατιωτικές ομάδες ή τάγματα, με φασιστική ή ημιφασιστική ιδεολογία, και έγιναν μικρά και μαζικότερα εγκλήματα. Αυτή η περιοχή ήταν το αντικείμενο της “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης” της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, πλην όμως, αυτή η επιχείρηση ήταν και παραμένει μια επίθεση με βαρέα όπλα σε μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, περισσότερο από το ¼.

Και βέβαια, οι πόλεμοι κυρίως γύρω από τα σύνορα ξεσπούν τακτικά και συχνά κρατούν για δεκαετίες και περισσότερο.

Γύρω από όλα τα σύνορα υπάρχουν εθνικές ομάδες από την κύρια γειτονική χώρα και όχι μόνο. Αν δεχθούμε με οποιαδήποτε επιχειρήματα ότι η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων μπορεί να επισύρει στρατιωτικές εισβολές για την προστασία τους, πρώτα θα δεχθούμε την κατοχή του 38% της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό. Εμείς όμως προσπαθούμε για την επανένωση του νησιού με βάση την διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία που έχει γίνει αποδεκτή από τον Μακάριο,  και από τον ΟΗΕ. Και γενιτότερα αγωνιζόμαστε για τον σεβασμό των εθνικών, θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων όπου γης, της Ελλάδας και της Κύπρου συμπεριλαμβανόμενων.

Δεύτερον, θα δικαιολογήσουμε την ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ελλάδας στη Μικρασία το 1919, με τις τραγικές εξελίξεις για τους λαούς των δύο χωρών, που κατέληξε στην μεγαλύτερη εθνική εκκαθάριση του 20ου αιώνα, που αφορούσε Έλληνες και Τούρκους κατοίκους των δύο αντίσχοιχων χωρών, με διωγμό 1.5 εκατομμυρίου Ελλήνων και 750.000 Τούρκων. Φέτος έχουμε την επέτειο των 100 χρόνων από τη μικρασιατική καταστροφή, όμως πριν τρία χρόνια είχαμε την επέτειο από τη μικρασιατική εισβολή. Γι’ αυτήν δεν μιλά ο επίσημος εθνικιστικός λόγος, αλλά είναι σίγουρο ότι μιλά ο επίσημος τουρκικός λόγος, και μάλιστα πρόσφατα είπε ο Ερντογάν “τότε που ρίξαμε τους Έλληνες στη θάλασσα”.

Και είναι προς τιμήν του τότε νεαρού και διεθνιστικού Κομμουνιστικού κόμματος της Ελλάδας (λεγόταν ΣΕΚΕ) που αντιστάθηκε στην εκστρατεία, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να την αποτρέψει. Αυτή η εισβολή στόχευε, υποτίθεται, να υπερασπίσει τα δικαιώματα των Ελλήνων της Μικρασίας, όπως κάθε εισβολή που έγινε αργότερα με επίκληση στα δικαιώματα μειονοτήτων.

Και πώς αντιμετωπίζουμε οι φεμινίστριες τον πόλεμο και την εισβολή;

Εμείς οι φεμινίστριες είμαστε ειρηνιστική δύναμη βέβαια, μπορεί να πει κανείς, δεν πιστεύουμε στα σύνορα και στο διαχωρισμό των λαών. Ο αγώνας μας ενάντια στην πατριαρχία, την πιο διαδεδομένη “κατοχή” των σωμάτων και των ζωών στον πλανήτη σήμερα και εδώ και χιλιετίες, μας κάνει να είμαστε ευαίσθητες σε κάθε καταπίεση και να είμαστε στην πρώτη γραμμή των αγώνων, με διάφορα μέσα. Δεν θα λέγαμε ότι αυτό ισχύει για τις αστές φεμινίστριες.

Όμως, οι συνθήκες το φέρνουν έτσι, ώστε πολλές φεμινίστριες συμμετέχουν και μάλιστα ένοπλα στην αντίσταση σε κάποιους πολέμους. Να μιλήσουμε για την αντίσταση των παλαιστινίων γυναικών, στην μακρόχρονη κατοχή των εδαφών τους από το κράτος του Ισραήλ, για την ένοπλη αντίσταση των κουρδισσών στη Ροτζάβα, και το γεγονός ότι έχουν γίνει ο μεγάλος εφιάλτης των επιτιθέμενων στρατευμάτων. Αλλά να μιλήσουμε και για ένα είδος οριενταλισμού, που θέλει τις απόψεις και θέσεις των φεμινιστριών του “ανεπτυγμένου” κόσμου να έχουν γενική ισχύ, χωρίς πάντα να λαμβάνουν υπόψιν τις διαφορετικές συνθήκες στα επαναστατικά ή αντιστασιακά κινήματα.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ένα κίνημα αντίστασης στην γενικευμένη εισβολή, όμως η κυβέρνηση της χώρας και οι πολιτικές της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί προοδευτική και να συγκριθεί με τα κινήματα που αναφέρουμε. Είναι μια δεξιά και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, θα λέγαμε ότι στην ουσία μοιάζει με τη δική μας. Με αυτά τα κριτήρια, μια γενικευμένη εισβολή στο ελληνικό έδαφος θα ήταν δικαιολογημένη επειδή έχουμε κι εμείς μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση;

Όμως, αν δεν έχουμε μια μεταβατική πολιτική επί αυτού, τότε θα συναινέσουμε στην εξαπόλυση εκατοντάδων εισβολών ανά την υφήλιο, για να προχωρήσουμε στον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Αυτό φυσικά είναι ταφόπλακα για τις προσδοκίες μας για την κοινωνική πρόοδο, για την καταπολέμηση της πατριαρχίας και του καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, για ενότητα των λαών πέρα από έθνη και πέρα από σύνορα.

Και δεν ξεχνάμε πόσο ισχυροποιήθηκε το ΝΑΤΟ από την συγκεκριμένη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και ότι τώρα κι άλλες χώρες επιδιώκουν να μπουν σ’ αυτό. Υπάρχει ένσταση του Ερντογάν, όχι λόγω αντίθεσής του στο ΝΑΤΟ, αλλά γιατί στις χώρες αυτές δίδεται πολιτικό άσυλο στους Κούρδους, και, τι χειρότερο, επιτρέπονται και διαδηλώσεις γι’ αυτό το ζήτημα. Ευφυέστατα βέβαια χρησιμοποίησε και το επιχείρημα ότι και η Ελλάδα εμπόδιζε την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ για 11 ολόκληρα χρόνια, κάτι αληθές, λόγω του εθνικισμού που λειτουργούσε στη  δική μας χώρα και δεν θέλανε να αναγνωριστεί ως Μακεδονία. Και εδώ το λυπηρό, ότι τόσο το ΚΚΕ όσο και κάποιες αριστερές δυνάμεις, καταπολέμησαν την Συμφωνία των Πρεσπών, με το επιχείρημα ότι αν αναγνωριστεί το όνομα της γειτονικής χώρας αυτή έχει πει ότι θα μπει στο ΝΑΤΟ, και εμείς θέλουμε αυτό να το εμποδίσουμε. Ιμπεριαλιστικούλα η χώρα μας, απέναντι σε έναν μικρότερο γείτονα.

Σε συνάντηση αντικαπιταλιστικών κινημάτων στο Λβιβ της Ουκρανίας, 5 και 6 Μαίου, συμμετείχαν και εκπρόσωποι από κάποιες φεμινιστικές συλλογικότητες. Εκεί ειπώθηκαν πολλά, από τα διάφορα κινήματα. Αντιγράφω ελεύθερα σχετικό δημοσίευμα από την παρουσίαση των φεμινιστριών:

Κάποιες φεμινίστριες ακτιβίστριες μίλησαν για καμπάνιες για τα δικαιώματα των γυναικών. Ο πόλεμος είχε βαθιές επιπτώσεις στις ζωές των γυναικών. Η σεξουαλική βία χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό όπλο από τις ρωσικές δυνάμεις εισβολής, δημιουργώντας τεράστιο πόνο και τραύματα. Η δυνατότητα πρόσβασης των γυναικών στην άμβλωση δεν είναι καθόλου εγγυημένη. Παρόλο που η άμβλωση είναι νόμιμη στην Ουκρανία, όσες προσπαθούν να την πραγματοποιήσουν μπορεί να αντιμετωπίσουν κοινωνικό στίγμα και θρησκευτική προκατάληψη. Δυστυχώς, πολλές Ουκρανές γυναίκες που καταφέρνουν να διαφύγουν στην Πολωνία ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται πλέον σε μια χώρα όπου οι αμβλώσεις είναι ουσιαστικά απαγορευμένες.

Σύμφωνα με τη Yana Wolf, ακτιβίστρια της φεμινιστικής ομάδας Bilkis, η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας έχει επίσης ενθαρρύνει ορισμένους άνδρες να κακοποιούν γυναίκες. ‘Όταν οι άνδρες κατατάσσονται στο στρατό, δεν παίρνουν απλώς μια στολή’, εξήγησε. ‘Αποκτούν μια αίσθηση εξουσίας, μεταξύ άλλων και πάνω στις γυναίκες’. Εξήγησε ότι οι γυναίκες και τα παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν τις συνέπειες όταν οι τραυματισμένοι άνδρες επιστρέφουν από το μέτωπο. “Το τραύμα μετατρέπεται σε οργή όταν επιστρέφουν”, εξήγησε, “και η βία προκαλεί περισσότερη βία”.

Το ουκρανικό γυναικείο κίνημα έχει πετύχει πολλά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η υποδομή που δημιούργησε απειλήθηκε από τον πόλεμο. Η Marta Chumalo από την ομάδα Women’s Perspectives περιέγραψε πώς ορισμένα καταφύγια γυναικών αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω της εισβολής. Οι συνθήκες πολλών γυναικών προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατέφυγαν στο Λβιβ, αποτελούν το ιδανικό πρόσφορο έδαφος για ενδοοικογενειακή βία. Η οργάνωση της Marta βοηθούσε γυναίκες, μία από τις οποίες ζούσε από 17 της σε ένα υπόγειο, με ελάχιστη δυνατότητα να θρέψει και να προσφέρει στον εαυτό της ή στα παιδιά της και ελάχιστα μέσα για να ξεφύγει από βίαιους συντρόφους.

Αλλά ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις, έχουν επίσης αντισταθεί, τόσο κατά της εισβολής όσο και κατά της καταπίεσης των ανδρών από τη “δική” τους πλευρά. Πολλές προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν τους Ρώσους και το ποσοστό των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις έχει εκτοξευθεί σε πάνω από 15%. Πολλές απαίτησαν να τους επιτραπεί να δώσουν τη μάχη ενάντια στον εχθρό, αντιστεκόμενες στις προσπάθειες του στρατού να τις κατανείμει σε θέσεις μακριά από τη μάχη. Εν τω μεταξύ, η έξοδος των προσφύγων στις ασφαλέστερες πόλεις της δυτικής Ουκρανίας επέτρεψε σε μέχρι πρότινος ανομοιογενείς αγωνιστές να δημιουργήσουν νέες διασυνδέσεις, με το Λβιβ να μετατρέπεται σε αυτοσχέδιο κέντρο φεμινιστικού και ΛΟΑΤ ακτιβισμού. Στο Κίεβο, μια φεμινιστική συλλογικότητα που αγωνίζεται για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ ψηφίζει κάθε μήνα για το σε ποια στρατιωτική μονάδα θέλει να κάνει δωρεά.

Απόσπασμα από δημοσίευμα για τη μοίρα των γυναικών και των φεμινιστριών, από το Μωβ

Η ουκρανική αντίσταση απέχει πολύ από το να είναι τέλεια και δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Σπαράσσεται από συγκρούσεις τάξης, φύλου και φυλής, όπως όλες οι κοινωνίες μας. Οι Ουκρανές γυναίκες βιώνουν τον πόλεμο, την επιθετικότητα, τα βασανιστήρια και τους μαζικούς βιασμούς από τα ρωσικά στρατεύματα, καθώς επίσης συνεχίζουν να υφίστανται τη βία που υπέστησαν πριν από τον πόλεμο από τους ουκρανούς άνδρες και το κράτος. Επιπλέον, το πλαίσιο του πολέμου ενισχύει τον κρατικό αυταρχισμό καθώς και τον σεξουαλικό καταμερισμό της εργασίας (πράγματα όπως η στρατιωτική επιστράτευση μόνο για άνδρες, η επανατοποθέτηση των γυναικών σε εργασίες κοινωνικής αναπαραγωγής κ.λπ.) Η ενίσχυση των έμφυλων σχέσεων δίνει εξουσία στους άνδρες και το κράτος πάνω στις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες με τη σειρά τους αποδυναμώνονται και γίνονται πιο ευάλωτες και εκτεθειμένες σε κάθε είδους βία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντικαπιταλίστριες φεμινίστριες, εγκλωβισμένες σε αυτή την περίπλοκη πολυδιάστατη πραγματικότητα, αγωνίζονται μαζί με τους συμπατριώτες τους Ουκρανούς ενάντια στον Ρώσο εισβολέα, ενώ συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια σε μέρος των δικών τους συμπατριωτών: ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης και τις επιθέσεις των εργοδοτών, ενάντια στη σεξιστική, ρατσιστική ή ΛΟΑΤφοβική βία, κ.λπ.

Οι Ουκρανές φεμινίστριες κάτω από τα μάτια της Δύσης- Elisa Moros

Στο παραπάνω άρθρο, σημαντική επίσης, ενημέρωση:
Το 2015, μία από τις κορυφαίες διανοήτριες του φεμινιστικού αντιμιλιταρισμού, η Cyhthia Cockburn [vi] , πήρε συνέντευξη από δύο αντιμιλιταρίστριες φεμινίστριες, μέλη της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία (WILPF) που είχαν ζήσει υπό τον ναζισμό. Τις έφερε αντιμέτωπες με αυτό που αποκαλεί “ειρηνιστικό δίλημμα”, ρωτώντας τις αν θα καλούσαν τις Κούρδισσες μαχήτριες να καταθέσουν τα όπλα στο όνομα του ειρηνισμού. Οι ερωτώμενες απάντησαν:
“Δεν το νομίζω. Καθόμαστε εδώ με ασφάλεια έξω από την εμπόλεμη ζώνη και πρέπει να τις καταλαβαίνουμε, όχι να τις καταδικάζουμε. Το να αντιστέκεσαι είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα δεν πρέπει να δεχτούμε ότι ο μιλιταρισμός είναι η μόνη απάντηση. Θα πρέπει να αρχίσουμε σοβαρά να οικοδομούμε ειρηνευτικούς μηχανισμούς”.

“Ως WILPF θα ήθελα να μιλήσω με τις γυναίκες των πεσμεργκά [vii], να ακούσω τι λένε. Ο φασισμός είναι τόσο βρώμικος. Είναι σαν ένα χταπόδι, που βάζει τα πλοκάμια του στην κοινωνία, τη ρατσιστική του ιδέα για την ανωτερότητα ενός είδους ανθρώπου έναντι ενός άλλου. Θα μπορούσα κάλλιστα να συμφωνήσω και να πω στις Κούρδισσες γυναίκες: “Ναι, πρέπει να πολεμήσετε”. Αλλά, ίσως, όταν τελειώσει, οι ίδιες ίσως κοιτάξουν πίσω στον αγώνα τους και πουν: ‘Δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος να το κάνουμε’”.

Τέλος να πούμε ότι υποστηρίζουμε τη σωστή υποδοχή και διευκόλυνση των εκατομμυρίων προσφυγισσών του συγκεκριμένου πολέμου οι οποίες επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν από το φόβο για τον πόλεμο αυτόν, για να σώσουν τις ζωές τους και τα παιδιά τους. Φυσικά, μέχρι τώρα και τώρα, υποστηρίζουμε το ίδιο για όλες τις προσφύγισσες, ιδιαίτερα για τις γυναίκες που διώκονται λόγω φύλου. Τα δάκρυα των δυτικών κυβερνήσεων κάθε άλλο παρά είναι ειλικρινή, συνεπώς εμείς ζητάμε να γενικευθεί η σωστή υποδοχή των προσφύγων και των προσφυγισσών.

Αλλά εκτός από αυτές και αυτούς που έφυγαν, υπάρχουν αυτές και αυτοί που έμειναν για να υπερασπίσουν τα σπίτια τους. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην εδαφική άμυνα όπως λέγεται, που προσπαθούν να αντισταθούν χωρίς επαρκές αμυντικό ή επιθετικό στρατιωτικό υλικό, και είναι αυτή η αντίσταση που έχει σώσει τη χώρα από την πλήρη άλωσή της μέσα σε λίγες μέρες, όπως ευελπιστούσε η ρωσική κυβέρνηση όταν εξαπέλυε την επίθεσή της στις 24 Φεβρουαρίου.

Πώς βοηθούμε, πώς εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας σ’ αυτούς και αυτές; Όπως ξέρουμε οι πόλεμοι, από την εποχή της σύγκρουσης του Homo Sapiens με τους Νεάτερνταλ, πριν 150.000 χρόνια, ήταν παρατεταμένοι και είχαν και όπλα. Φυσικά αναμένουμε και εργαζόμαστε για την ημέρα που θα καταργηθούν όλα τα όπλα και όλοι οι πόλεμοι, αλλά φαίνεται δυστυχώς ότι το μέλλον διαρκεί πολύ. Στο μεταξύ πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένη αλληλεγγύη σ’ αυτούς και αυτές που αντιστέκονται. Και πολύ πιο συγκεκριμένα, στις γυναικείες οργανώσεις στην Ουκρανία.

Τέλος, να υπογραμμίσουμε ότι η συμμετοχή στην αντίσταση για τους Ουκρανούς δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική, αλλά να μπορούν να φεύγουν από τον πόλεμο αν το επιλέγουν. Ήδη υπάρχει διεθνές ψήφισμα οργανώσεων που ζητά να δίδεται άσυλο από τις δυτικές κυβερνήσεις σε λιποτάκτες και φυγόστρατους από Ρωσία και Ουκρανία.