Ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας!

Αλιεύει η Σίσσυ Βώβου

*Από την εισήγηση της Ειρήνης Δαφέρμου (αρχειονόμου, φεμινίστριας και μπαλαρίνας στα Μπολσόι) στην παρουσίαση του βιβλίου «Καημένε Αθανασόπουλε» στο πλαίσιο του 2ου books n’ beer fest.

Το βιβλίο «Καημένε Αθανασόπουλε;» είναι μια crime non-fiction νουβέλα του Τάσου Θεοφίλου που καταπιάνεται με το δικαστικό σκέλος της υπόθεσης δολοφονίας και τεμαχισμού του εργολάβου Μίμη Αθανασόπουλου με βασικές κατηγορούμενες την Φούλα Αθανασοπούλου και τη μητέρα της Άρτεμις Κάστρου.

Καημένε Αθανασόπουλε;

Λέει ο Τάσος στην εισαγωγή του πως μεταγράφει κάτω από το όνομα ενός μυθιστορηματικού προσώπου, του δημοσιογράφου Μ. Γοργού, τις ανταποκρίσεις διαφόρων δημοσιογράφων από τη δίκη που συγκλόνισε τον Μεσοπόλεμο και που μας απασχολεί ακόμη και σήμερα, όχι μόνο ως μια ιστορική υπόμνηση του παρελθόντος αλλά ως μια επίμονη συγκαιρινή τριβή. Λέει, λοιπόν, πως εκείνος δεν έγραψε, μετάγραψε, αλλά εγώ δεν τον πιστεύω. Δεν πιστεύω πως οι δημοσιογράφοι της εποχής επιφύλαξαν τόσο τρυφερό βλέμμα για την Φούλα, τέτοια κατανόηση για την Άρτεμις και τόσο χώρο για τις δικές τους αφηγήσεις. Νομίζω πως έγραψε για να αποκαταστήσει, έγραψε για να χαρίσει εκείνα που στερήθηκαν δύο γυναίκες, τρεις με την υπηρέτρια, από τον βίαιο και κακοποιητή Αθανασόπουλο. Έγραψε για να ξαναγράψει μια ιστορία που μας στοιχειώνει ακόμη και σήμερα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

Τον Ιούλιο του 2015 η Cilem Dogan παραδόθηκε στην αστυνομία αφού είχε δολοφονήσει τον άντρα της, βρισκόμενη σε αυτοάμυνα. Στην ερώτηση των αστυνομικών εάν το είχε μετανιώσει απάντησε «Γιατί να πεθαίνουμε πάντα οι γυναίκες; Ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας. Τον σκότωσα για την τιμή μου». Η φράση αυτή -ας πεθάνει μια φορά κι ένας άντρας- έγινε σύνθημα στα χείλη του φεμινιστικού τουρκικού κινήματος που βρέθηκε αυτοστιγμεί στο πλευρό της. Η Cilem από το 2013, οπότε και παντρεύτηκε τον κακοποιητή άντρα της, έζησε σε ένα περιβάλλον τρομακτικής βίας, η ίδια και η δύο ετών κόρη τους, μέχρι το 2015 που τον σκότωσε. Μέχρι τότε, είχε πάρει 9 φορές ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του. «Περπατούσα στους διαδρόμους των δικαστηρίων με μελανιές παντού στο πρόσωπό μου για να πάρω τα ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν είχα άλλη επιλογή (από το να τον σκοτώσω)», θα πει η ίδια. Όταν του ζήτησε να πάρουν διαζύγιο, εκείνος της απάντησε ότι θα σκοτώσει εκείνη και όλη της την οικογένεια. «Ποτέ δεν αμφέβαλα για εμένα, ποτέ δε με ρώτησα Αν είμαι Δολοφόνος. Γιατί πέθαινα κάθε μέρα. Δεν είμαι Δολοφόνος. Πήγαινα στο κρεβάτι με έναν δολοφόνο κάθε μέρα».

[το 2016 στη δίκη καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλάκιση, η οικογένεια της πληρώνει την εγγύηση και βγαίνει από την φυλακή περιμένοντας το εφετείο. Το φεμινιστικό κίνημα κάνει την φράση της σύνθημα περηφάνιας και διεκδίκησης του δικαιώματος στην αυτοάμυνα. Η φίλη μου η Έσρα που μου μετέφερε την ιστορία της, κι έμαθε δίπλα στις φεμινίστριες από την Τουρκία τη γλώσσα της χειραφέτησης, μου είπε κάποτε, «ξέρεις, η βία δεν φέρνει βία, η βία φέρνει αυτοάμυνα», κι ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω ακούσει στο γιατί είναι δικαίωμα μας. Δυστυχώς το Εφετείο της Cilem έγινε στα τέλη του 2021. Ο Ερντογάν είχε επικρατήσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Η Τουρκία δεν συμμετείχε πια στη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αυτό για το οποίο είχε παλέψει στον δρόμο το φεμινιστικό κίνημα της χώρας, η σύμβαση για την προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία, δεν ίσχυε πια στο κράτος στο οποίο υπογράφτηκε. Η Cilem κρίθηκε ξανά ένοχη και φυλακίστηκε. Γίνονται προσπάθειες για να βγει σύντομα και ελπίζουμε να είναι επιτυχείς].

«Ποτέ δεν αμφέβαλα για εμένα, ποτέ δε με ρώτησα Αν είμαι Δολοφόνος. Γιατί πέθαινα κάθε μέρα. Δεν είμαι Δολοφόνος. Πήγαινα στο κρεβάτι με έναν δολοφόνο κάθε μέρα»

Τα λόγια της Cilem θα μπορούσαν να είναι τα λόγια της Φούλας, ήταν τα λόγια της Φούλας, κι ας όπλισε η μία το χέρι της κι η άλλη όχι. Η Φούλα για πέντε ολόκληρα χρόνια κοιμάται με τον δολοφόνο της, τον εργολάβο Μίμη Αθανασόπουλο, όταν βέβαια της κάνει την χάρη να γυρίσει σπίτι και να κοιμηθεί μαζί της. Μόνο που η Φούλα τον περιμένει, τον λαχταρά να έρθει, να αλλάξει, να την αγαπήσει, να γίνει σύζυγος κανονικός, να παίξει τον ρόλο του κι εκείνη επιτέλους τον δικό της. Αυτό για τον οποίο προετοιμάστηκε από μικρό παιδί από τη μάνα της και μια κοινωνία ολόκληρη. Σύζυγος, Νοικοκυρά, Μητέρα.

Πρέπει να φτιάξουμε αυτό το κάδρο των γυναικών του 1930 για να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν αυτό που η ίδια περιγράφει ως απαγωγή, εξαναγκασμό σε γάμο και βιασμό, να γίνεται η συνθήκη μέσα στην οποία εγκλωβίζεται και τελικά παραμένει με δική της θέληση. Πρέπει να μπορέσουμε να ανακαλέσουμε τις ιστορίες που ειπώθηκαν την ώρα που τυλίγαμε ντολμαδάκια στις κουζίνες των γιαγιάδων μας, πρέπει να θυμηθούμε εκείνη τη γυναίκα που είπε τρεις φορές μέσα στην εκκλησία δεν θέλω να τον παντρευτώ κι όταν ο παππάς σταμάτησε το μυστήριο, έβγαλε όπλο ο πατέρας της και του πε «παππά πάντρευγε», να νιώσουμε τις ιστορίες των συνοικεσίων, να καταλάβουμε πως οι γιαγιάδες μας, οι πιο πολλές από αυτές, γνώρισαν τον βιασμό ως σεξουαλική πράξη και αυτό ήταν η κανονικότητά τους. Έτσι η Φούλα δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από ότι έκαναν οι περισσότερες γυναίκες εκείνη την εποχή. Αγάπησε τον απαγωγέα και βιαστή της, γιατί ήταν άντρας της, γιατί αυτό έπρεπε να κάνει, γιατί κάπως έπρεπε να ζήσει, κι ας ήταν το σώμα της ο αδιάψευστος μάρτυρας της σφαγής, από το πρώτο λεπτό αντιστεκόμενο, με σπυριά που έσταζαν πύον και αιμορραγίες που την άφηναν σχεδόν λιπόθυμη.

Διαβάζοντας την απολογία της μητέρας της, Άρτεμις Κάστρου, της κακούργας πεθεράς, που την άφησε στην ιστορία, γράφοντας την πιο μεγάλη του επιτυχία ο Μοντανάρης Ιάκωβος, με το γνωστό ρεμπέτικο «κακούργα πεθερά» το οποίο και ηχογραφήθηκε πριν καν την έναρξη της δίκης το 1931, στάθηκα σε τούτο το σημείο: «επειδή ήμουν άρρωστη τον παρακάλεσα να συνοδεύσει την Φούλα στο Ωδείο, διότι η κυρία Αύρα Θεοδωροπούλου ετοίμαζε τότε μια συναυλία και η Φούλα θα πήγαινε στις πρόβες, ως μαθήτρια που ήταν».

Είμαστε στο 1920 κι η συνοδεία αυτή θα απόβαινε μοιραία, αφού ήταν τότε που ο Μίμης Αθανασόπουλος απαγάγει την Φούλα και την εξαναγκάζει σε γάμο. Όμως, η Φούλα θα πήγαινε στο Ωδείο να βρει την Αύρα Θεοδωροπούλου, την χρονιά ακριβώς που η δασκάλα της ίδρυσε τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, είμαστε στο 1920, κι η Φούλα ζει στην Αθήνα, με δασκάλα την Αύρα, προπολεμική φεμινίστρια και σοσιαλίστρια, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά, θέλω να πω, ο Μίμης της στέρησε μία ατέλειωτη σειρά από ευκαιρίες για χειραφέτηση και ζωή. Είμαστε στο 1920 και η Λιλή Μπέτσικα γράφει στο Νουμά: «Κόσμε τι κοιτάς; Σου πάτησα/τα ιερά σου ένα προς ένα/τις εκκλησίες σου εγώ τις έφτυσα/και με τάγιο σου ποτήρι/Ήπια και τα πάθη μου άναψα/τα τρανά κι έκφυλα πάθη/και ρημάχτρα σου εγώ γίνηκα,/εγώ το άθλιο το μολυντήρι./Κόσμε τι κοιτάς; Ψηλότερα/έχτισα εκκλησίες καινούργιες/πουχουν λειτουργούς τρανότερους/τ’ Όμορφο και την Αλήθεια./Έκφυλη, μεγάλη και έκφυλη/το σταυρό σου κάμε, κόσμε,/κι όλα τα ιερά στα πάτησα/κι όλα σου τα παραμύθια»1. Κι ενώ υποθέτω -αλλά μάλλον δεν θα το μάθουμε και ποτέ- πως τόσο η Φούλα όσο και η μάνα της η Άρτεμις, αγνοούν τα σωματεία και τα ιδρύματα της Αύρας Θεοδωροπούλου και την καμπάνια της για την αναμόρφωση των πτωχών νεανίδων, των ορφανών του πολέμου, και των δικαιωμάτων των γυναικών, αλλά και την εκρηκτική ποίηση της Λιλής Μπέτσικα, τα bains mixtes, τον γυμνισμό στην Πάρνηθα, την Πολυδούρη και τα καφέ σαντάν, τις εκτροπές μιας νεολαίας των αστικών κέντρων που συνδεόταν με επαναστάσεις και καλλιτεχνικά ρεύματα σε ένα μεταπολεμικό τοπίο που βιαζόταν να ζήσει,

Ένα είναι σίγουρο,

Δεν τα αγνοούν ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και η πλειονότητα των ενόρκων στη δίκη που θα οδηγηθούν μάνα, κόρη, παραδουλεύτρα και μικρανεψιός το 1932 για τη δολοφονία του Μίμη Αθανασόπουλου. Είναι σίγουρο πως όχι μόνο δεν τα αγνοούν, αντιθέτως, πάνω σε αυτά θα αναδείξουν τη δίκη ως ένα σύμβολο της επανακωδικοποίησης της πατριαρχίας που συντελείται σκληρά στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, και εντείνεται όσο πλησιάζουμε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων στην υπηρεσία της πατρίδας, της οικογένειας και της θρησκείας είναι ακρογωνιαίος λίθος των σχεδίων για ένα καθαρό έθνος που θα πάει νικηφόρα στον πόλεμο που ετοιμάζεται. Κι έτσι διαβάζουμε πως δίπλα στο πλήθος που προσπαθούσε να λιντσάρει τις φόνισσες του Αθανασόπουλου, «κάψιμο, καρμανιόλα, κρεμάλα στις κακούργες! Ας αφήσουν τις ψεύτικες συγκινήσεις!», υπήρχε διακριτικά εντός της αιθούσης «πολυμελείς ομάδες κομψών και χαριτωμένων υπάρξεων, κυρίων και δεσποινίδων […] το γεγονός δε ότι οι άγνωστες στις δύο μελλοθάνατες ντεμουαζέλες, έκαναν τόσες περιποιήσεις και τόσα δώρα ως και πουδριέρες χάρισαν, τις ζημίωσε στις συνειδήσεις των ενόρκων «Μα σχολή συζυγοκτόνων θα ανοίξουμε τώρα; Τι συμπάθειες είναι αυτές;», λέει ένας εξ αυτών, ή μέσα στην αίθουσα των ενόρκων την ώρα της συνεδρίασης για την απόφαση, ο υπέρμαχος της θανατικής καταδίκης εξανίσταται σε όσους έχουν αντίρρηση επί της αγχόνης: «Τι είναι αυτά που λέτε; Τι ανθρωπισμός και συγκινήσεις; Μήπως θέλετε να διαλύσουμε την ελληνική οικογένεια;». Τη δυναμική, άλλωστε, που μπορεί να είχε αυτό το πλήθος, την εκφράζει στην ανάγνωση της καταδικαστικής για αυτές απόφαση, ο συνήγορος υπεράσπισης των γυναικών, Μπαρτζώκης, ο οποίος, προσπαθώντας να τις εμψυχώσει, λέει στην Κάστρου «Θα κάνουμε στην ανάγκη και συλλαλητήριο!».

Πηγή: https://rednnoir.gr/kyriakatiko-rednnoir/as-pethanei-mia-fora-ki/?fbclid=IwAR1HmolxYFfU2x0ZVRcJ1VM_6rVw2FaAbDSdpD7cXGP8JQi8pTGVcSB0RT4