17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ – ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Γράφει η Ευγενία Κατούφα*

Αλιεύει η Σίσσυ Βωβού

Η φτώχεια είναι, μετά τον πόλεμο, η μεγαλύτερη αιτία καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο φτωχός δε συλλογάται ελεύθερα, δεν έχει ελευθερία επιλογών και συχνά βρίσκεται στην κατάσταση να υποκύψει σε εξαρτήσεις και εξαναγκασμούς. Αυτό που ζει, δε διαφέρει και πολύ από τον πόλεμο: Στέρηση αγαθών, κοινωνικός αποκλεισμός, στιγματισμός, περιορισμένες ευκαιρίες κοινωνικής συμμετοχής, ασθένειες, απειλή του θανάτου, αγωνία για το αύριο…

Για το ελληνικό κράτος πρόνοιας οι φτωχοί είναι μάλλον αόρατοι. Κάθε φορά που συμβαίνει ένα ειδεχθές έγκλημα, η κυβέρνηση ανακοινώνει αυστηροποίηση των ποινών (σε ένα σύστημα που ξέρουμε ότι δεν σωφρονίζει) και απαξιοί να αναζητήσει τις αιτίες που το προκάλεσαν και να παραδεχτεί ότι ανάμεσα στις κυριότερες είναι η φτώχεια. Αντί λοιπόν να επισείει την απειλή της τιμωρίας, που ξέρουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα εφαρμοστεί, θα ήταν καλύτερα να κάνει μια αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής πολιτικής.

Δεν αρκεί να έχουμε υπηρεσίες που λένε “όσοι φτωχοί περάστε…”. Είναι γνωστό ότι οι υπηρεσίες ανάγκης χρησιμοποιούνται μόνο από το 20% αυτών για τους οποίους θεσπίστηκαν. Όμως σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να εντοπίζουμε τους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας. Η Εφορία γνωρίζει ποιοι δηλώνουν μηδενικό εισόδημα και μπορεί να ελέγξει ποιοι απ’ αυτούς λένε την αλήθεια. Ο ΟΑΕΔ έχει καταγεγραμμένους αυτούς που είναι άνεργοι για πολύ χρόνο. Τα μαιευτήρια διακρίνουν αν κάποιο παιδί γεννιέται σε ανεπαρκές περιβάλλον. Το σχολείο ξέρει ποιο παιδί δε μπορεί να συμμετάσχει σε εκδρομές, έχει ελλιπή φροντίδα ή δεν έχει χρήματα για φροντιστήριο. Η εκκλησία μπορεί να συνεργαστεί με τις κοινωνικές υπηρεσίες για όσους καταφεύγουν σ’ αυτήν για βοήθεια και η γειτονιά βλέπει αν κάποιοι ζουν από τα σκουπίδια ή μέσα σ’ αυτά. Υπάρχουν επίσης τα μητρώα των αστέγων, των ατόμων που λαμβάνουν το κοινωνικό βοήθημα ΚΕΑ, επιδόματα απορίας, απροστάτευτων παιδιών κ.λ.

Μαζί με τα αξιοπρεπή και δίκαια επιδόματα, χρειάζεται να υπάρχει μια διασύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών που, εκτός από το να καταγράφουν, μπορούν και να βοηθούν τους πολίτες να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Συμβουλευτική ανέργων, κατάρτιση σε επαγγέλματα με ζήτηση, διευκόλυνση για συμμετοχή σε λαϊκές αγορές, μικρά δάνεια για να ανοίξει κάποιος μια επιχείρηση είναι αρχικώς απαραίτητα. Επίσης διασύνδεση με την τοπική αγορά, γιατί όχι και με τα δίκτυα κοινωνικής παρέμβασης, ώστε η συνεισφορά τους να είναι εστιασμένη, διαρκής όσο χρειάζεται και επωφελής.

Όλα αυτά όμως σε συνδυασμό με παρακολούθηση για την εφαρμογή τους και τις απαραίτητες παρεμβάσεις για κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη. Κυρίως πρέπει να δίνεται έμφαση στις ανάγκες των παιδιών, ώστε να μην γίνονται φορείς διαιώνισης της φτώχειας. Φυσικά, για όλα αυτά χρειάζονται δομές και κατάλληλοι επιστήμονες, που θα εργάζονται με διασύνδεση, αλληλοσυμπλήρωση, διεπιστημονική συνεργασία και αξιολόγηση.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η πολιτεία οφείλει να προσφέρει την απαραίτητη βοήθεια στις οικογένειες που δυσκολεύονται. Στην περίπτωση της 12χρονης λοιπόν θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, η υπερπολύτεκνη μητέρα να εργάζεται με μισό ωράριο, αλλά με αξιοπρεπή αμοιβή (όχι να λιώνουν τα χέρια της στη χλωρίνη και να αμείβεται με δέκα ευρώ το τρίωρο) να επισκέπτεται την οικογένεια συχνά κοινωνικός λειτουργός για να φροντίζει για τις ανάγκες της, παιδαγωγός για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών και κάποιο είδος βοήθειας στο σπίτι.

Όταν δεν μεριμνούμε προληπτικά, το κόστος είναι δυσβάσταχτο για όλη την κοινωνία: οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό, κοινωνικό. Όταν αδιαφορούμε, έρχεται η στιγμή που πληρώνουμε. Κάποιοι με πολύ δραματικό τρόπο, όπως το 12χρονο κορίτσι.

* Δημοσιογράφος – κοινωνική επιστήμων, πρόεδρος της ΔΕΠΙΣ Χαλανδρίου