Λένα Δροσάκη: «Όταν το 2023 γίνεται ένας βιασμός και λέγεται ότι ήταν ντυμένη προκλητικά, για ποια εξέλιξη μιλάμε;»

To έργο παίζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, από 28 Νοεμβρίου 2022 έως 4 Απριλίου 2023 (40 παραστάσεις). Δεν θα το χάσουμε.

Αλιεύει η Βέρα Σιατερλή

Είσαι η ερευνήτρια που τον Μάιο του 1952 πρώτη αποτυπώνει σε μία φωτογραφία το ανθρώπινο DNA. Ανοίγεις τον δρόμο σε ιατρικές ανακαλύψεις που πλέον είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Όσο σπουδαίο ήταν το έργο σου, άλλο τόσο αμφισβητήθηκες για αυτό, υποτιμήθηκες, αδικήθηκες, από τους συναδέλφους μέχρι την οικογένειά σου. Το έργο σου στη σκιά, σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον όπου τα πάντα φωνάζουν «δεν είσαι μία ”συνηθισμένη” γυναίκα».

Στο ταξίδι της να «συναντήσει» τη Ρόζαλιντ Φράνκλιν, η Λένα Δροσάκη συγκινημένη με την αγάπη και τη συγχώρεσή της απέναντι στα πράγματα, ενώ όλοι γύρω της απλώς της υπενθύμιζαν ασταμάτητα ότι πρέπει να γίνει κάτι άλλο και κοιτώντας το σήμερα καταλήγει:

«Δυστυχώς δεν έχει να κάνει με την εποχή. Όταν το 2023 γίνεται ένας βιασμός και λέγεται ότι ήταν ντυμένη προκλητικά, για ποια εξέλιξη μιλάμε;».

Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον στο έργο της Άννα Ζίγκλερ ”Photograph 51”;

Όταν διάβασα το έργο συνειδητοποίησα όλη αυτή τη μεγάλη αδικία που συνέβη. Mε απασχολεί πολύ αυτό το δόσιμο που κάνουν οι άνθρωποι, που δίνουν κομμάτια της ψυχής τους σε κάποιους άλλους ανθρώπους ή προσφέρουν ακόμα και κάτι πρακτικό, όπως η δουλειά, και πώς με ευκολία οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να πουλήσουν ή να μην εκτιμήσουν αυτό το δόσιμο της ψυχής. Αυτό με συγκίνησε πάρα πολύ και τώρα που το λέω με συγκινεί, η αγάπη με την οποία προσέλκυε και αντιμετώπιζε τα πράγματα η Ρόζαλιντ και πώς όλοι γύρω της απλώς της υπενθύμιζαν ότι πρέπει να σκληρύνει, να γίνει κάτι που δεν είναι αυτή, να μην κάνει ποτέ λάθος, να γίνει κάτι άλλο.

Επομένως η αφοσίωσή της ήταν πέρα από την επιστήμη της;

Ναι ξεφεύγει από αυτό, δεν είναι μόνο η επιστήμη. Όταν ένας άνθρωπος αφοσιώνεται σε κάτι τόσο πολύ, σημαίνει ότι μπορεί να δοθεί ολοκληρωτικά σε πολλά πράγματα, απλώς εκείνη την έβαλαν μέσα σε αγκύλες, όταν όλοι την αντιμετώπιζαν υποτιμητικά. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί ακόμα και τη στιγμή που μιλάμε.

Είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό.

Είναι όντως βαθιά υπαρξιακό. Και εγώ έχω ανοίξει μία κάνουλα και είναι αστείρευτη αυτή η αναζήτηση.

Αν θέλαμε να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα της Ρόζαλιντ, τι θα μπορούσαμε να πούμε;

Αυτά που έχει κάνει είναι απίστευτα. Έχει πάρει πόσα πτυχία, διάβαζε πάρα πολύ. Ήθελε να έχει τις γνώσεις, να είναι καλυμμένη από μόνη της και από παντού, να είναι αυτάρκης, να είναι ολοκληρωμένη στην επιστήμη της. Το λέω αυτό γιατί ξέρεις εμείς οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ολόκληροι μόνοι μας για να μπορέσουμε να υπάρξουμε, γιατί αν δεν είμαστε ολόκληροι ψάχνουμε αυτό που λέμε το άλλο μας μισό. Αυτό είναι μία μπαρούφα.

Η Ρόζαλιντ ήθελε να προσεγγίσει την επιστήμη της από παντού και να είναι ολόκληρη, ικανή από μόνη της. Κοιτώντας τις φωτογραφίες της ήταν ένα πλάσμα -τουλάχιστον εγώ έτσι την είδα- που η τρυφερότητα φαινόταν στα μάτια της. Και αυτό το πράγμα που λέω στο τέλος (της παράστασης): «Δεν πειράζει…». Αυτό το «δεν πειράζει» είδα στα μάτια της… μία συγχώρεση. Το λέω ακόμα και με συγκινεί. Πρέπει να είσαι πολύ σπουδαίος άνθρωπος για να μπορέσεις να χωρέσεις τη συγχώρεση. Η Ρόζαλιντ ήταν ολοκληρωμένη όχι μόνο με τα πτυχία της, αλλά και επειδή ήθελε να είναι σίγουρη για να μην κάνει λάθος, για να μην πληγώνει. Εμένα αυτό μου δείχνει έναν άνθρωπο σπουδαίο.

Ήταν όντως σκληρή και απομονωμένη ως άνθρωπος όπως έλεγαν ή ήταν η άμυνά της για να επιβιώσει σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον;

Αναγκάστηκε να γίνει σκληρή. Βασικά εγώ διαβάζοντας τον ρόλο αντιλαμβανόμουν ότι κάθε φορά έπρεπε να επιβεβαιώνει, να αποδεικνύει ότι έχει ίσες ή ακόμα και περισσότερες δεξιότητες και επιχειρήματα απέναντι στον άνδρα συνάδελφό της. Την έλεγαν οι άλλοι σκληρή, δεν ήταν η γυναίκα που ήταν «συνηθισμένη». Αυτό εμένα με πονάει πολύ. Πώς είναι οι «συνηθισμένες γυναίκες»; Ακόμα και τώρα, ακόμα και σήμερα. Τι εννοούμε «συνηθισμένη» γυναίκα; Εκείνη επειδή δούλευε στην έρευνα, σε κάτι που ας πούμε δεν ήταν συνηθισμένο τότε, ήταν πολύ extreme μία γυναίκα το ’50 στην έρευνα, αυτό δεν την έκανε τότε να είναι μία «συνηθισμένη» γυναίκα. Αυτό το ότι κάπως οι γυναίκες πρέπει να είναι, ενώ οι άντρες μπορεί να είναι όπως θέλουν… μπορεί να είναι ψεύτες, μπορεί να κοροϊδεύουν, να εγκαταλείπουν και να λένε εντάξει έτσι είμαι εγώ, ενώ οι γυναίκες δεν πρέπει να είναι έτσι, είναι κάτι άλλο οι γυναίκες.

Την ίδια αμφισβήτηση η Ρόζαλιντ την εισέπραξε και από την οικογένειά της.

Ναι ο πατέρας της δεν την επιβράβευσε, δεν της στάθηκε σαν να μην την έβλεπε, σαν να μην του άρεσε το ότι ήταν γυναίκα, σαν να ήθελε να είναι κάτι άλλο. Αφού αποφάσισες να κάνεις αυτό δεν θα κάνεις λάθος της έλεγαν. Ήθελαν να είναι κάτι άλλο, ακόμα και η ίδια της η μητέρα… Γίνεται ένα τηλεφώνημα από αυτήν και είναι επικριτική απέναντί της, της λέει «ο πατέρας σου με ρώτησε αν προχωράς», «αλλά είσαι αργή, προχωράς αργά, δεν είσαι αυτό που θα ήθελα…». Που και μόνο που ασχολήθηκε με αυτό τον χώρο, θα έπρεπε να είχε την επιβράβευση, αλλά δεν υπάρχει καμία αναγνώριση ακόμα και από μία μητέρα, η οποία ζει υπό την πατριαρχία και τη διαιωνίζει με αυτόν τον τρόπο, γίνεται και αυτή ένας άλλος δυνάστης. Σκεφτόμουν ότι αυτή είναι η χειρότερη έκφανση της πατριαρχίας.

Νιώθω ότι είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι γονείς, όταν βλέπουμε κάτι που δεν πρέπει να διαιωνίζεται, πρέπει να το κόβουμε μαχαίρι. Γιατί μπορεί εμένα ο πατέρας μου ας πούμε να μου φώναζε και εγώ να φωνάζω στο παιδί μου, αλλά κάπως πρέπει να πάρω αυτή τη γενναία απόφαση και να πω τέλος, αυτό δεν μπορεί να γίνεται, γιατί αλλιώς θα φτάσουμε εδώ που φτάσαμε μάλλον.

Έγινε και μία σχετική συζήτηση στο Θέατρο Τέχνης με θέμα «Αν δεν ήταν γυναίκα…» και τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση, αν θα αναγνωριζόταν η σπουδαία δουλειά της, αν θα εισέπραττε την αμφισβήτηση από τους συναδέλφους της και την οικογένειά της. Τι κρατάς από αυτή τη συζήτηση;

Αυτό το αν δεν ήμουν γυναίκα… Τότε που έγινε αυτή η συζήτηση στο Θέατρο Τέχνης άκουσα να λένε «μα είναι δυνατόν να γίνεται μία τέτοια συζήτηση σήμερα;», ότι είναι πολύ ξεπερασμένο και αναρωτήθηκα αν οι άντρες κάνουν μία τέτοια συζήτηση. Έχουν κάνει άραγε ποτέ τέτοιες συζητήσεις; Δεν έχει χρειαστεί. Άκουσα να λένε «και βέβαια κάνουν τέτοιες κουβέντες». Μα πού κάνουν τέτοιες κουβέντες; Γιατί εγώ ζω σε μία κοινωνία που οι άντρες θα πάρουν περισσότερα χρήματα, οι άντρες… όλα οι άντρες… Δηλαδή εθελοτυφλούμε για άλλη μία φορά; Λέμε ότι τη γυναίκα τη θεωρούμε ισάξια πρακτικά. Εγώ πιστεύω πως όχι.

Δηλαδή όταν το 2023 γίνεται ένας βιασμός και λέγεται ότι ήταν ντυμένη προκλητικά, για ποια εξέλιξη μιλάμε; Δεν ξέρω, με ξεπερνάει και δυστυχώς δεν έχει να κάνει με την εποχή. Θα ήθελα πολύ να έχει ξεπεραστεί αυτό, να έχουμε αντιληφθεί ότι η γυναίκα που γεννά ας πούμε, που έχει αυτή τη δύναμη από τη φύση της να φέρει μία ζωή στον κόσμο, αυτή την ενσυναίσθηση που κουβαλάει, αυτή την τρυφερότητα, αυτήν την υπομονή, αυτή την αγάπη, μην προσπαθούμε να την εξαλείψουμε γιατί θα καταντήσει ο πολιτισμός μας, η ανθρωπότητα, ένα τίποτα, θα είμαστε ένα κενό. Γιατί αν αρχίζει και η γυναίκα να χάνει αυτά τα συναισθήματά της για να προστατευτεί, για να γίνει κάτι πιο από αυτό που είναι, νομίζω θα χάσουμε καθετί ανθρώπινο που έχουμε.

Με απασχολεί πολύ σε τι κόσμο ζούμε, που έχουν φτάσει τα πράγματα, τι βιαιότητα υπάρχει. Νομίζω κάπου χάθηκε αυτή η σύνδεση. Έλεγε η γιαγιά μου: «Ό,τι χαλάει δεν το πετάς, φτιάχνεται». Τώρα πια δεν ζούμε σε αυτή την εποχή. Ό,τι χαλάει το πετάμε.

Και κάπου εκεί έρχεται η μοναξιά, που λέγεται και στην παράσταση…

Βέβαια η μοναξιά, αυτός ο φόβος να συνδεθούμε. Νομίζω κάπου το έχουμε χάσει, πολύ εύκολα τα παρατάμε. Έλα μωρέ, αυτό το έλα μωρέ…

Δεδομένου ότι και το θέατρο είναι ένας τόπος που απαιτεί αφοσίωση, έχεις υπάρξει τόσο αφοσιωμένη, βουτηγμένη στη δουλειά, όπως η Ρόζαλιντ στην επιστήμη της; 

Αυτό που κάνουν οι επιστήμονες, ειδικά οι ερευνητές δεν έχει καμία σχέση. Θέλω να πω η Ρόζαλιντ ανακάλυψε το DNA, την έλικα που πάνω σε αυτήν βασίζεται όλη η ζωή που ζούμε, τα φάρμακα που ανακαλύφθηκαν. Το θέατρο δεν έχει τόση βαρύτητα, το θέατρο είναι το θέατρο, είναι μία δουλειά. Εγώ τη λατρεύω τη δουλειά μου αλλά δεν σώζω ζωές και το αναφέρω γιατί βλέπω πολλές φορές οι άνθρωποι να νομίζουν, ακόμα και συνάδελφοι, ότι είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Είναι πολύ ωραίο να αγαπάς τη δουλειά σου και να τη σέβεσαι αλλά ας μην παίρνουμε τα πράγματα πιο σοβαρά απ’ ότι είναι. Στο κομμάτι της αφοσίωσης, ναι προφανώς πρέπει να αγαπάς κάτι για να το συνεχίζεις μέσα στα χρόνια, υπάρχουν όμως και άνθρωποι που κάνουν για διαφορετικό λόγο αυτή τη δουλειά, επειδή δεν μπορούν να σταθούν στη ζωή τους, δεν έχουν τίποτα άλλο, δεν έχουν ούτε τον εαυτό τους και μέσα από αυτό ζούνε ας πούμε. Κάποιοι είναι μόνο για τη δημοσιότητα.

Είναι μία πολύ προσωπική διαδικασία για τον λόγο που κάνεις αυτή τη δουλειά. Εγώ την αγαπώ πολύ, αλλά υπάρχει και η ζωή, υπάρχει και ο Αναστάσης (σ.σ. το παιδί της), υπάρχει και η Λένα. Οι ανάγκες της δεν είναι μόνο το θέατρο, γιατί τότε θα γινόταν μια αρρωστημένη κατάσταση. Η Ρόζαλιντ, ας πούμε, επειδή ήταν τόσο μόνη της, αφιέρωσε τη ζωή της εκεί και εμένα με πονάει πάρα πολύ αυτό για εκείνη. Δεν είχε κανέναν, δεν είχε τίποτα και όσους είχε την αδίκησαν. Με έναν τρόπο θυσιάστηκε.

Επειδή στο θέατρο έχεις καταπιαστεί με κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είναι μια αληθινή ιστορία έχει κάποιο βάρος ή ένα άγχος παραπάνω να είσαι πιστή σε αυτό που ήταν αυτή η γυναίκα, να μεταφέρεις την ιστορία της όπως της αξίζει;

Δεν είχα άγχος για αυτή την παράσταση, γιατί με άγγιξε τόσο βαθιά που ένιωσα ότι δεν υπάρχει κάτι να αποδείξω. Θα τα πει όλα η Ρόζαλιντ, δεν έχω εγώ να πω κάτι. Ένιωθα τόση αγάπη προς αυτό, ταυτίστηκα και μου μίλησε τόσο στην ψυχή μου που δεν είχα αγωνία, ήμουν σίγουρη ότι θα ειπωθεί σωστά η ιστορία και νιώθω πολύ ωραία για αυτό.

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πεις ποιο είναι το συναίσθημά σου για αυτό το πλήγμα στον πολιτισμό με το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 και την υποβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών;

Να άλλη μια αδικία, μία απαξίωση που ζούμε, ενώ είναι η δουλειά μας. Είμαι πολύ θλιμμένη με όλο αυτό. Ζούμε σε μία πολύ περίεργη κοινωνία και είναι πολύ στενάχωρο αυτό που συμβαίνει. Γιατί μας απαξιώνουν έτσι; Αυτό μόνο θέλω να ρωτήσω.