Όχι Μαρία ούτε Περσεφόνη – ποίημα

Γράφει η Άννα Νέστορος

Το ποίημα, γράφτηκε με βάση ένα παραμύθι που μου έλεγε η μητέρα μου και εκείνης η μητέρα της.

Όχι Μαρία ούτε Περσεφόνη

Μαύρη η γωνιά μου σε χώρο ταφικό

με διάσπαρτα κτερίσματα

που κάποιοι μου έχουν βάλει

παρέα μου προγονικό νανούρισμα

του δράκου της βαθιάς σπηλιάς

μια αρπαγή που διηγιόταν

Πράσινα χόρτα, νάρκισσοι, νεράιδες κι η Μαρία

Κι ο δράκος τηνε ζήλεψε την έδεσε για δούλα

σε μια σπηλιάς βαθιάς ανήλιαγη κουζίνα

Μια, λέει, γλώσσα μαγική να τρώει της έδινε,

να του εξιστορεί απ’ την κοιλιά

τις σκέψεις της Μαρίας κάθε μέρα

Ώσπου εκείνη στα κρυφά, στη γάτα της κουζίνας

μια μέρα την έριξε προσφάι

και κείνη απ’ την ξένη την κοιλιά κελάιδησε

πως είν’ καλά κι έφαγε ωραία

Κι ο τύραννος την έλυσε, σώθηκε η κοπέλα,

με ένα σάλτο εξαφανίστηκε κρυφά

σαν πήγε για δρακόυπνο ήρεμος πια εκείνος

Μα εγώ γιατί δεν γλίτωσα

και τρώω κάθε μέρα

αυτό το δαίμονα

που με βάζει να λέω ξανά και ξανά

ό,τι με δένει πιο πολύ στον Άδη;

Δράκο δεν είχε το διάβα μου

μόνο στο παραμύθι

κι όμως νιώθω νιαούριζα

«είμαι καλά και έφαγα ωραία»

κανένας δεν με έλυσε

και έμεινα δεμένη.

Μα τώρα μιλάνε οι σκιές

κι εγώ μ’ αυτές μιλάω

και το παλιό τους ένδυμα σαπίζει πια

βαθιά στον χρόνο και το χώμα

Δεν τους μιλώ, με πέθαναν,

και τους φωνάζω «Φτάνει.

Σελάνα, Σκύλλα, Άρτεμη, Ηώς,

Ενχεντουάννα, Γαία, Ίσις, Ρέα,

χίλια μαστάρια θα φορώ,

χίλιους κρουνούς θα έχω,

όχι Μαρία, μήτε Περσεφόνη».

Θα τους τινάξω τα φορέματα

θα τα φορώ όπως εγώ τα θέλω

Και έπειτα με σάλτο έξω να βρεθώ

Στο φως, σε σένα, μια γλώσσα νέα

να μιλήσουμε ελπίζω.