Οι τροποποιήσεις του νόμου για τη συνεπιμέλεια των παιδιών στη Γαλλία

Παρουσιάζει η Άννα Κοντοθανάση, νομικός

Με τον Ν. 4801/2021 να κλείνει ήδη ένα και πλέον χρόνο εφαρμογής, δημοσιεύονται τελευταία καταγγελίες από μητέρες για προσωρινές διαταγές ή αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους μηνύσεις που έχουν υποβάλει σε βάρος των πατέρων για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος τους ή/και σε βάρος των παιδιών.

Όπως όμως αντιλαμβανόμαστε από τις διαρκείς τροποποιήσεις του σχετικού με τη συνεπιμέλεια νόμου στη Γαλλία, ο οποίος προβλέπει τη συνεπιμέλεια επί πάνω από είκοσι χρόνια, υπάρχουν και εκεί δικαστές που δεν ερμηνεύουν πολλές φορές το «βέλτιστο συμφέρον του τέκνου» με άλλο τρόπο, παρά μόνο ταυτίζοντάς το με το – πάση θυσία – δικαίωμα του πατέρα να συμμετέχει ενεργά στην ανατροφή του, ακόμη και αν έχει μηνυθεί ή του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για βαρύ έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος του παιδιού ή της μητέρας.

Παραμένουν όμως εύλογες οι ανησυχίες για την προστασία των παιδιών, καθώς σύμφωνα με σχετική δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή (βλ. διαδικτυακή εφημ. Le Monde 10.2.2023), στη Γαλλία κάθε πέντε μέρες κακοποιείται και ένα παιδί, όπως προκύπτει από διεπιστημονική έρευνα του 2018. Σύμφωνα με τη γαλλική Ανεξάρτητη Επιτροπή για την Αιμομικτική και τη Σεξουαλική Βία σε βάρος των Παιδιών (Ciiviise), 160.000 παιδιά κάθε χρόνο στη Γαλλία πέφτουν θύματα αιμομιξίας ή σεξουαλικών επιθέσεων και 400.000 παιδιά διαμένουν σε περιβάλλοντα με ενδοοικογενειακή βία, με τους άντρες να να υπερεκπροσωπούνται στην πλειονότητα των δραστών.

Προσπαθώντας να επιλύσει τα προβλήματα της εφαρμογής της υποχρεωτικής εκ του νόμου συνεπιμέλειας στη χώρα, το σοσιαλιστικό κόμμα της Γαλλίας υπέβαλε προ μηνών, όπως είχε το δικαίωμα ως αντιπολίτευση, μία πρόταση νόμου ώστε να αναστέλλεται σε βάρος του γονέα, αυτοδίκαια, το δικαίωμα της άσκησης της γονικής μέριμνας καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας και συγκατοίκησης έστω και προσωρινά (διανυκτέρευση) σε περίπτωση μήνυσης σε βάρος του για ενδοοικογενειακή βία ή σεξουαλική επίθεση σε βάρος του τέκνου, μέχρι την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης. Η πρόταση αυτή πέρασε αρχικά στη διαδικασία της ψηφοφορίας στη Βουλή, η οποια την ενέκρινε στις 9.2.2023, κατόπιν από την πρώτη ανάγνωση της Γερουσίας, η οποία την έκανε δεκτή με πολλές όμως τροποποιήσεις στις 21.3.2023, με τη δεύτερη ανάγνωση να εκκρεμεί ακόμη.

Με βάση αυτό το γαλλικό νομοθέτημα, όπως αυτή τη στιγμή εκκρεμεί, μετά τις πολλές τροποποιήσεις του, για δεύτερη ανάγνωση, δεν αναστέλλεται εκ του νόμου το δικαίωμα άσκησης της γονικής μέριμνας επί του τέκνου με την υποβολή της μήνυσης, αλλά με την άσκηση της ποινικής δίωξης, πράγμα που ενδεχομένως πάλι θέτει το τέκνο σε διακινδύνευση, καθώς από την υποβολή της μήνυσης μέχρι την άσκηση της δίωξης μεσολαβεί μία «γκρίζα ζώνη χρόνου»: η αναστολή του δικαιώματος άσκησης της γονικής μέριμνας – επιμέλειας του τέκνου ή της επικοινωνίας ή συγκατοίκησης με το παιδί στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο μεταξύ μήνυσης και άσκησης ποινικής δίωξης δεν ρυθμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, απαιτείται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής μέχρι την εκδίκαση της σχετικής αγωγής. Και αυτή η αναστολή εκ του νόμου, η οποία όπως είπαμε επέρχεται στην περίπτωση της άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της πολιτείας, υπόκειται εκ νέου σε δικαστικό έλεγχο, καθώς όπως λέει η πρόταση νόμου «ισχύει για έξι μήνες, εφόσον δεν εκδοθεί αντίθετη και πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου». Επιπρόσθετα προβλέπεται η αυτοδίκαιη πλήρης αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον καταδικασθέντα γονέα για βαριά ή σεξουαλική βία σε βάρος του τέκνου.

Αιτιολογία της πρότασης νόμου, συνταγματικότητα και στοιχεία από οργανώσεις

Ένα ακόμη ζήτημα που προβληματίζει τους νομικούς κύκλους είναι αυτό της αντισυνταγματικότητας ή όχι των διατάξεων των σχετικών με την εκ του νόμου αναστολή του δικαιώματος άσκησης της γονικής μέριμνας, καθώς ορισμένοι διατείνονται πως προσβάλλει μεταξύ άλλων το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Για την Ανν Μπουιγιόν, δικηγόρο (δικτυακή εφ. HuffPostFrance 10/2/2023), αυτή η αναστολή του δικαιώματος επικοινωνίας και γονικής μέριμνας για έξι μήνες, δεν μάχεται το τεκμήριο αθωότητας του γονιού που τον αφορά: «Είναι όπως όλα τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την πρόληψη. Από τη στιγμή που κάποιος τίθεται υπό δικαστικό έλεγχο μετά από ποινική δίωξη, περιορίζονται οι ελευθερίες του, παρόλο που δεν έχει ακόμη δικαστεί. Από τη στιγμή που κάποιος μπορεί να τίθεται υπό προσωρινή κράτηση μέχρι να δικαστεί, χωρίς να παύει να τεκμαίρεται αθώος, δεν υπάρχει πρόβλημα και για αυτό το ζήτημα». Παραμένει όμως να κριθεί κατά τη σχετική διαδικασία που προβλέπει το γαλλικό σύνταγμα η συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων.

Και πάλι, αυτά τα μέτρα δεν θα αφορούν παρά μόνο λίγα από τα θύματα, σύμφωνα με τις οργανώσεις που αγωνίζονται κατά της αιμομικτικής βίας. «Μόνο το 8% των γονέων υποβάλλουν μήνυση για τη θυματοποίηση των παιδιών τους. Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων AFP το 80% αυτών των μηνύσεων αρχειοθετούνται χωρίς συνέχεια», δηλώνει στο ίδιο πιο πάνω δημοσίευμα η Ιζαμπέλ Ωμπρύ, πρόεδρος της οργάνωσης Ενάντια στην Αιμομικτική Βία.

Για την Ερνεστίν Ρονναί, εκπρόσωπο της πιο πάνω Ανεξάρτητης Επιτροπής Ciivise, «πρέπει να προστατευτούν τα παιδιά που καταγγέλλουν βία, όποια και αν είναι η περίπτωση. Μερικές φορές δεν υπάρχουν αποδείξεις, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά το παιδί έχει μιλήσει. Αν πάω στην αστυνομία και πω ότι μου έκλεψαν το κινητό, κανείς δεν γυρίζει να μου πει ότι μπορεί να λέω ψέμματα» (η Ciivise συστάθηκε με προεδρικό διάταγμα τον Ιανουάριο του 2021).

Η πρόταση νόμου αφορά και την περίπτωση της καταδίκης του γονέα για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος του άλλου γονέα, δηλαδή της μητέρας στην πλειονότητα των περιπτώσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την ανικανότητά του για εργασία πέραν των οκτώ ημερών. Δεν ξέρουμε αν στις τελικές του τροποποιήσεις θα καταφέρει να προστατεύσει τις γυναίκες και τα παιδιά.

Κάποιες πρώτες παρατηρήσεις

Παρατηρούμε πως το δικαίωμα του παιδιού να παραμένει ασφαλές από βία σε βάρος του ή σε βάρος του άλλου γονέα που ίσχυε μέχρι τη λήψη νομοθετικών μέτρων υποχρεωτικής συνεπιμέλειας στη Γαλλία, μετετράπη σταδιακά σε υποχρέωση του παιδιού και του γονέα που διαμένει μαζί του (μητέρας) να υφίστανται την επικοινωνία ή και ακόμη τη συναπόφαση με τον άλλο, ακόμη και αν εκείνος διωκόταν για σοβαρά εγκλήματα βίας, καθώς όπως είπε η εισηγήτρια της πρότασης νόμου «λίγοι δικαστές αίρουν την από κοινού επιμέλεια, ακόμη και σε βάρος του καταδικασμένου για κακοποίηση του παιδιού ή του άλλου γονέα».

Πού οφείλεται όμως αυτή η μεταστροφή της νομολογίας, αυτή η άρνηση των δικαστών να προστατέψουν τη γυναίκα και το παιδί από τη βία; Πολλοί πιστεύουν πως δεν πρόκειται κατ’ αρχήν για άρνηση, αλλά για πληθώρα υποθέσεων που δεν επαρκούν ούτε οι γνώσεις ούτε οι υπηρεσίες ανηλίκων να επιληφθούν, σε τέτοιο βαθμό, που ακόμη και οι συζητήσεις των ασφαλιστικών μέτρων  αργούν να συζητηθούν και μέχρι να βγει η απόφαση, συμφωνούν όμως σχεδόν ομόφωνα, πως με κάποιο τρόπο έχει επιστρέψει υπό μοντέρνο μανδύα ισότιμης συμμετοχής στον γονικό ρόλο το δικαίωμα του πατέρα αφέντη, καθώς οι κοινωνίες μας δεν έχουν ακόμη ενστερνιστεί την ισότητα των φύλων και έχουν αντιστρέψει τον ρόλο της μητέρας ως «αποξενώτριας» από τον πατέρα. Αν προσθέσει κανείς και την έξαρση της φτώχειας και της εργασιακής επισφάλειας με την ταυτόχρονη υποχώρηση των δομών και παροχών του κοινωνικού κράτους, θα συμπεράνει πως το μίγμα γίνεται εκρηκτικό ίδίως για τα παιδιά και τις γυναίκες και δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί επιφανειακά μόνο με περιπτωσιολογικούς νόμους.

(Πηγές: Ciivise, Διαδικτυακές Εφημερίδες Le Monde, HuffPostFrance, ιστοσελίδα γαλλικού υπουργείου δικαιοσύνης).