Δημοψήφισμα, σημαντικός δημοκρατικός θεσμός

Η άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης σε ένα δημοψήφισμα, είναι κατ’ αρχήν μια θετική διαδικασία, όπου ο και η πολίτης μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη τους για κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Στο δημοψήφισμα που έγινε την Κυριακή, το πρώτο μετά από 40 χρόνια στην Ελλάδα, εκφράστηκε όλο το πάθος που έχει συσσωρευτεί στο λαό τα τελευταία 5 χρόνια, και πιο ιδιαίτερα τους τελευταίους 5 μήνες της αριστερής κυβέρνησης. Γι’ αυτό και μπόρεσε να υπάρξει μια δυναμική κινητοποίηση μέσα σε λίγες μέρες, και προσέλευση τις κάλπες σχεδόν σε ποσοστά εκλογών.

Το πάθος ήταν και από τις δύο πλευρές, αναμφισβήτητα, αφού το δημοψήφισμα αποτέλεσε ακόμα ένα στοιχείο ταξικού πολέμου ουσιαστικά, όπως προκύπτει και από τη μελέτη των συμπεριφορών πριν από αυτό, αλλά και από τη μελέτη του αποτελέσματος, όπου το 80% ΟΧΙ στους Ασπρόπυργους, είχε σαν αντίβαρο το 80% ΝΑΙ στις Εκάλες.

Πώς διαμορφώνονται όμως οι συνειδήσεις που θα πάνε να ρίξουν το χαρτάκι στην κάλπη; Διαμορφώνονται ελεύθερα, με επιχειρήματα, ή κάτω από το βάρος της κάθε δουλείας που κυριαρχεί στη συγκεκριμένη κοινωνία;

Το ερώτημα είναι ρητορικό βέβαια, αφού κάθε δημοψήφισμα διεξάγεται στο πλαίσιο συγκεκριμένης ιστορικής και ιδεολογικής συγκυρίας.

Στο δημόσιο λόγο που εκφράστηκε αυτές τις ημέρες, είχαμε τους “επαΐοντες” κάθε πλευράς, κατά κύριο λόγο άνδρες. Συζητήθηκε αρκετά το θέμα της οικονομίας, άρα κατά προτίμησιν ήταν οικονομολόγοι, και όπως ξέρουμε οι γυναίκες οικονομολόγοι δεν είναι πολλές. Ξαναμάθαμε ότι η οικονομία δεν είναι οι πράξεις των ανθρώπων για την παραγωγή και αναπαραγωγή της ζωής τους, αλλά είναι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και διάφοροι άλλοι οργανισμοί που καθορίζουν τις ζωές μας, απομακρυσμένοι από τους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι έμμεσα και με ανάθεση τους συγκρότησαν και τους συντηρούν (και τους πληρώνουν με τους φόρους τους) χωρίς να είναι σε θέση να τους ελέγχουν. Υπάρχουν πάντα οι “επαΐοντες” για να το κάνουν αυτό, που ας μην ξεχνάμε, βρήκαν την ευκαιρία να επαναθεμελιώσουν τη μεγαλοσύνη τους και να δυναμώσουν την καριέρα τους. Οι “επαΐοντες” και λίγες “επαΐουσες” έκαναν καθημερινές δηλώσεις, και συνεντεύξεις, ως ψηφίδες στην πραγματικότητα που κατασκευάζουν τα μίντια και καταναλώνει ο καθημερινός άνθρωπος και στη συγκεκριμένη περίπτωση ψηφοφόρος.

Άρα, είχαμε το λαμπρό κόσμο των “προβεβλημένων” ανθρώπων κάθε πλευράς, που έμπαινε στο σπίτι μας και μάς “φώτιζε”. Πάντα υπό την οργάνωση και καθοδήγηση των στελεχών των “μίντια”, που είναι οικονομικές επιχειρήσεις με στόχο την ιδεολογική παρέμβαση.

Οι “επαΐοντες” όμως έχουν επιχειρήματα, ανάλογα με την κοινωνική, κυρίως, τοποθέτησή τους. Το μεγαλύτερο επιχείρημα που ακούσαμε αυτές τις μέρες ήταν η “θαλπωρή” της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ, που εκπεμπόταν από τις δύο όχθες του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος, με τη μια όχθη να θύει λιβάνι στην μεγάλη αξία τους για τη “χώρα” και για τους ανθρώπους, και την άλλη όχθη να ορκίζεται στην ανάγκη και τη δυνατότητα βελτίωσής της. Τρίτη άποψη ελάχιστα ακούστηκε. Επρόκειτο για έναν πόλεμο ιδεών με κατά μέτωπο σύγκρουση, και μάλιστα με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής συνειδήσεων, από την πλευρά των “ευχαριστημένων”, όπλων που γέμιζαν όχι με μπαρούτι, αλλά με φόβο. Ο φόβος ήταν να μην χάσουμε τη “θαλπωρή” που τη γνωρίζουμε καλά και τη μάθαμε καλύτερα κατά τα τελευταία χρόνια, και το μέσον ήταν η έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών. Κι εδώ έμπαιναν οι καθημερινοί άνθρωποι, που τους βλέπαμε, ναι, κάθε μέρα στην τηλεόραση, όχι στα πάνελ, αλλά ταλαιπωρημένους μπροστά στα ταμεία των τραπεζών και αγανακτισμένους γιατί δεν μπορούσαν να πάρουν για τρεις “ολόκληρες” μέρες ρευστό. Η αγανάκτηση διερμηνευόταν και μεταφερόταν στα πάνελ, όπου οι “επαΐοντες” εξηγούσαν πόσο τραγικό είναι τρεις μέρες χωρίς ρευστό, και προέβλεπαν ότι οι ημέρες αυτές μπορεί να αυξηθούν κατά πολύ. Συνεπώς, και στο συγκεκριμένο, δεν παραπονιόμαστε για την απουσία των ψηφοφόρων από τις τηλεοράσεις, αφού κάθε μέρα, σε κάθε πρόγραμμα της ιδιωτικής τηλεόρασης κυρίως, βλέπαμε άνδρες και γυναίκες μπροστά στα ταμεία, ανθρώπους δηλαδή που έγιναν παράγοντες του δημόσιου διαλόγου δια της τεθλασμένης. Κάποιοι νοιάστηκαν γι’ αυτούς και αυτές, και τους φέρνουν μέσα στην οθόνη μας.

Δύο στοιχεία αναφέραμε μέχρι στιγμής για τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα του δημοψηφίσματος, το θέμα της ενδυνάμωσης της πατριαρχικής ιεραρχίας και της ταυτόχρονης απουσίας των καθημερινών ανθρώπων από τη μια, και το θέμα της τρομοκράτησης από την άλλη.

Είναι παλαιόθεν γνωστό πώς η εξουσία πειθαναγκάζει τους υπηκόους να την δέχονται ή να την υπομένουν. Παλαιότερα είχε την αυτοκρατορική εξουσία και συνήθως και την Εκκλησία για να περνάει τα μηνύματά της, στη σύγχρονη εποχή έχει τα μίντια για να πείθουν ή να εξαναγκάζουν. Σε συνθήκες άνισης κατανομής της γνώσης, του πλούτου και της εξουσίας, ο κάθε απλός άνθρωπος που σήμερα έχει το δικαίωμα ψήφου και καλείται μ’ αυτό να καθορίσει τη μοίρα του μέσα από ένα δημοψήφισμα, έχει πολλούς δαίμονες για να αντιπαλέψει.

Όταν αγωνιζόμασταν επί δεκαετία με το Κοινωνικό φόρουμ για αυτά ακριβώς τα θέματα που τέθηκαν στο δημοψήφισμα της Κυριακής, δηλαδή ενάντια στη λιτότητα και την αποδιάρθρωση των λαϊκών κατακτήσεων όσο και για μια φεμινιστική Ευρώπη που απομακρύνεται όλο και περισσότερο, δεν είχαμε πάντα ένα δημοψήφισμα, είχαμε όμως τις φωνές του κινήματος, τις μαζικές εκδηλώσεις, τη μαζική συμμετοχή και την ισοτιμία όσων συμμετείχαν σ’ αυτούς τους αγώνες. Στη συγκεκριμένη εμπειρία της Κυριακής και όσων διαμείφθηκαν για να φτάσουμε στο λαμπρό αποτέλεσμα του ΟΧΙ, είχαμε μια ενδυνάμωση της ιεραρχίας και μια περιθωριοποίηση των καθημερινών ανθρώπων.

Η ιδέα της ισότιμης συμμετοχής, εκτός από το Κοινωνικό Φόρουμ, είχε μπει μετ’ επιτάσεως στο Σύνταγμα και τις κινητοποιήσεις, και εκεί ήταν περιθωριοποιημένες οι γυναίκες, για να μην ξεχνιόμαστε, πάντως κατά τα άλλα υπήρχε ένας αέρας πρακτικής εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας. Χωρίς μεμψιμοιρία αλλά με όραμα, ας θυμίσουμε ότι όλοι οι κακοί δαίμονες όπως η πατριαρχία και η ιεραρχία, βρίσκονται εκεί γιατί κανείς δεν τους κατεδαφίζει. Και μάλιστα η πλειοψηφία τους προσκυνάει και τους ανακαλεί όταν απομακρύνονται. Άρα, η απαίτηση της ισότιμης συμμετοχής εκεί όπου κρίνονται οι τύχες μας μένει να διεκδικηθεί, ή μάλλον να διεκδικείται κάθε μέρα, με θεσμούς και ρυθμίσεις που θα διαμορφωθούν από τα κινήματα. Υπάρχει πλέον και η τεχνολογία που βοηθάει στην οριζόντια ενημέρωση, και μάλιστα τελευταία έχει παίξει τον μεγάλο ρόλο της σε κάθε κίνημα που αναπτύχθηκε.

Μ’ αυτές τις σκέψεις, καταλήγουμε ότι ένας δημοκρατικός θεσμός όπως ένα δημοψήφισμα μπορεί να γίνει θεσμός ανάθεσης ή χειραγώγησης, και ότι χρειαζόμαστε πολλά βήματα μπροστά απ’ αυτό που ζήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα.

Σίσσυ Βωβού