Η Κατερίνα Καρούλια στην Ξούθου

Αλιεύει η Βέρα Σιατερλή

Η Κατερίνα Καρούλια ως εικαστικός, μέσα από μια μεταβαλλόμενη σχέση με τα έργα της θέλησε να κατανοήσει τον εσωτερικό τόπο, την βαθύτερη ψυχή. Μέσα από μια επίπονη προσπάθεια να δαμάσει την ύλη, θέλει να γνωρίσει το περιεχόμενο της μορφής. Κονιορτοποιεί το πέτρωμα της ηφαιστειακής λάβας και από τα θραύσματα της ύλης ανασυνθέτει χρόνο και τόπο, επαναπροσδιορίζοντας την ταυτότητα του ανθρώπου. Όσο για την ύλη «είναι τόσο πιο καλή και πιο κατάλληλη όσο λιγότερη αντίσταση προβάλλει εξολοθρευμένη», γράφει ο Heidegger.

Μια μεγάλη κατηγορία του έργου της είναι τα γλυπτά, ως κώδικες προσέγγισης και κατανόησης του γνωστού κόσμου, στα οποία κατέληξε ύστερα από πειραματισμούς των τελευταίων χρόνων. Η εύχαρις υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων, ήταν αφ’ενός η αφορμή της βρεφικής ηλικίας των γλυπτών της και αφ’ ετέρου η βαθιά πίστη της ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, ότι καθημερινά αναγεννιέται ο εσωτερικός εαυτός εντός μας σε μια επίπονη καθημερινή άσκηση βελτίωσης και κάθαρσης. Σε καθημερινά ατυχήματα η μορφή των γλυπτών σπάει σε θραύσματα αποκαλύπτοντας ένα εσωτερικό γεμάτο επιθυμίες, τρωτά σημεία και προγλωσσικές μνήμες, σαν μια επιστροφή στο χθόνιο και σε ένα σώμα που είναι όλο και λιγότερο αντικείμενο παρουσίασης και περισσότερο θέμα για μια ψυχολογική έρευνα. Οι μνήμες είναι βαθιές  εγγραφές στο σώμα, στην χωμάτινη προέλευση μας. Αυτά τα αποσπασμένα τμήματα ομοιάζουν πράγματι να αποτελούν μαρτυρίες μιας τελειότητας που εδρεύει κάπου αλλού, είτε στο μακρινό παρελθόν, είτε σε κάποιον πλατωνικό κόσμο έξω από τον χρόνο, όπως λέει ο Henry Moore.

Υλικά όπως ο γύψος, το νερό, ο αφρός πολυουραιθάνης, η ακρυλική κόλλα, οι σκόνες αγιογραφίας και η κονιορτοποιημένη ηφαιστειακή λάβα συνθέτουν το συντακτικό μέσα από το οποίο ξεδιπλώνει την δική της εικαστική γλώσσα. Στα έργα της, ρινίσματα ηφαιστειακής σκόνης επικάθονται το ένα στο άλλο απαλείφοντας χαρακτηριστικά και γιατρεύοντας πληγές. Η αέναη κίνηση του υλικού (λάβα) που επικαλύπτει τα εν λόγω έργα στηρίζει σιωπηρά, αναγκαία ίσως τις ζωές των γλυπτών και καλεί σε μια μετοίκηση – μετεγκατάσταση. Έτσι προχωρώντας την έρευνα της, χρησιμοποιεί συχνά, παιδικά εσώρουχα, παιγνίδια, βιβλία, λουλούδια, χρηστικά και άλλα αντικείμενα μικροκλίμακας. Το αντικείμενο δεν στέκεται ως μοναδικό γλυπτό, αλλά σε συνδυασμό με άλλα, διηγείται ιστορίες καθημερινότητας και μαρτυρεί τις αξίες των σύγχρονων υλιστικών κοινωνιών.

Ένα οποιοδήποτε αντικείμενο υποτάσσεται στο τυχαίο και μόνο μέσω της επιλογής γίνεται έργο τέχνης αποκτώντας εκφραστική δυνατότητα. Έτσι η καλλιτέχνης επιχειρεί να ανασύρει το αντικείμενο από την καθημερινότητά του, αφού αρκεί η χειρονομία της επιλογής μας για να το κάνει να αποκτήσει το δικό του νόημα, να το απελευθερώσει. Δεν μεταχειρίζεται το αντικείμενο που πλάθει για αισθητικές συνθέσεις και μορφικές κατασκευές, αλλά βλέπει τη μεταμόρφωσή του ως θεμελιακό γεγονός. Θεματολογικά όμως στον εικαστικό λόγο της αναπτύσσεται η προϋπόθεση για μια ποιητική ερμηνεία της πραγματικότητας καθώς η ένταση στα έργα της δημιουργείται από τις αντιθέσεις ανάμεσα στον κενό σιωπηλό χώρο και τις μορφές, ανάμεσα, δηλαδή, στο αρνητικό και το θετικό, την αναγλυφική έξαρση και την υποχώρηση, την ελευθερία και τη δέσμευση, το τυχαίο και την τάξη, το σκοτάδι και το φως.

«Μέσα από θραύσματα, επικαλύψεις και συναρμολογήσεις, καταγράφει με όρους του σύγχρονου υπαρξισμού και με άκρα εικαστική λιτότητα γεγονότα και βιώματα, καταστάσεις ευφορίας αλλά και πόνου, τη διαμαρτυρία αλλά και την κατάφαση. Σαν να θέλει να μας αναγκάσει στην πραγματικότητα να αναλογιστούμε τι είμαστε, να μας ταρακουνήσει και να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την αλλοτρίωσή μας», γράφει η κριτικός τέχνης Γλύκα Διονυσοπούλου για το έργο της.
Γνωρίζουμε ότι ανάγκη και παιχνίδι, ζευγαρώνουν αναπόδραστα για να φανερώσουν τον Κόσμο, ενώ παράλληλα, το παιγνίδι είναι το ισχυρότερο ερμηνευτικό εργαλείο της σκέψης εκείνης που σκέφτεται τον Κόσμο. Η σύλληψη της έννοιας του Παιχνιδιού μας φέρνει κοντά στο να ακούσουμε την αποφασιστική και κοφτερή σκέψη του Νίτσε «Ο Χρόνος είναι παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· σε αυτό ανήκει η βασιλεία». Ο Γερμανός φιλόσοφος πληροφορεί ότι μόνο στο παιχνίδι ενός παιδιού ή ενός καλλιτέχνη υπάρχει γέννηση και θάνατος, χτίσιμο και γκρέμισμα, αθώα, χωρίς κανέναν ηθικό καταλογισμό. Καθώς όμως παίζει το παιδί ή ο καλλιτέχνης, o χρόνος χτίζει και καταστρέφει ανένοχα, μεταβαλλόμενος σε νερό και χώμα σωρεύει, σα μικρό παιδί, βουναλάκια από άμμο στην ακροθαλασσιά, δημιουργεί και καταστρέφει…

Έτσι και σε αυτή την συμμετοχική πρόταση της Κατερίνας Καρούλια στο project Ξούθου, με την ομάδα αποφοίτων της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας Μακρύ Όχημα, το παιδί μόλις βγει από την μήτρα παίζει με εμπιστοσύνη το παιγνίδι της ζωής μαθαίνοντας όμως να συλλέγει τραύματα. Στο κέντρο του χαμηλοτάβανου μικρού δωματίου, στον έκτο όροφο του κτιρίου που εξελίσσεται το project ,υπάρχει μία παλαιά καρέκλα με σπασμένη την επιφάνεια καθίσματος. Η καρέκλα είναι επικαλυμμένη στον χρόνο με σκόνη ηφαιστειακής λάβας. Στην πλάτη της καρέκλας, παιδικά γλυπτά από αφρό πολυουραιθάνης είναι επικαλυμμένα με σκόνες αγιογραφίας και ηφαιστειακής λάβας. Μοιάζουν να επιδίδονται στο παιγνίδι της ζωής ανασύροντας μνήμες ενδομήτριες. Στην σκιά της καρέκλας, της μήτρας που γεννά τη ζωή, σε μία δραματική διαγώνιο στο πάτωμα, το βλέμμα του προσλήπτη αιχμαλωτίζεται στη ζωή που ζει στο περιθώριο. Ένα παιδικό γλυπτό είναι αβοήθητο, μόνο, ξαπλωμένο στο πάτωμα. Μάρτυρας το παιδί βιάζεται να εκδυθεί το ρούχο της αθωότητας. Η αθωότητα είναι ρούχο διαφορετικό. Είναι γήινα χνάρια ραμμένα με ραφές αγάπης. Γύρω στους τραυματισμένους από τον χρόνο τοίχους στην πόρτα και τα παράθυρα εισχωρούν σκόνες ηφαιστειακής λάβας περιγράφοντας την κάτοψη του δωματίου. Η σκόνη, σε μια ελεγχόμενη πύκνωση ή αραίωση ρέει από τις ρωγμές, τα τραύματα του δωματίου, Σχηματίζονται κάτω στο πάτωμα βουναλάκια από χώμα. Είναι η σιωπηλή κραυγή του κτιρίου της πόλης των ανθρώπων που αιμορραγεί. Σύγχρονα εκκοκκιστήρια τα κτίρια των ανθρώπων παράγουν υπολείμματα εκκόκκισης. Εκκοκκίζω σημαίνει ξεσπυρίζω, καθαρίζω από κάθε ξένη ύλη. Κόκκος είναι ο μικροσκοπικός καρπός. Από την εμβρυϊκή, βρεφική, νηπιακή, εφηβική, ενήλικη ηλικία ο άνθρωπος υπόκειται σε διαδικασία εκκόκκισης. Το σύγχρονο μοντέλο μετάπλασης του ανθρώπου είναι να μην έχει πατρίδα, να μην γνωρίζει πατρίδα, να μην έχει ιστορία, να μην πιστεύει σε Θεό για να μη μπορεί να σωθεί. Να δουλεύει χωρίς να παίζει. Να γερνάει χωρίς να μεγαλώνει. Μάρτυρας ο κάθε προσλήπτης καλείται να ψηλαφίσει την ανάγλυφη αυτή ραφή της αγάπης. Καλείται να ενθυμηθεί την φθαρτή ύλη που καλύπτει την αθάνατη ψυχή του.

Η ιστορία του ανθρώπου στην γη διαβάζεται ως διαδικασία αμείλικτης φθοράς. Πίσω στα κτίρια, το χώμα ρέει απειλητικά στις ρωγμές από τα χαλάσματα. Θυμίζει την κυριαρχία του. Θυμίζει την ύπαρξη του πριν από τον άνθρωπο και τον σκοπό ύπαρξης του για τον άνθρωπο. Τα σπίτια ζητούν να σωθούν. Οι μνήμες ζητούν να διασωθούν. Τα παιδιά μάρτυρες και σωτήρες κατέχουν το κλειδί. Ο κόσμος τελικά θα σωθεί από τα παιδιά, για τα παιδιά;

Σύντομο βιογραφικό

Η Κατερίνα Καρούλια, με σπουδές στη Διακόσμηση και Αρχιτεκτονική εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, διατήρησε για 22 χρόνια γραφείο μελετών στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, εργάστηκε για 15 χρόνια ως στυλίστρια σε περιοδικό βιομηχανικού επίπλου στην Βόρεια Ελλάδα. Είναι απόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας ΤΕΕΤ με άριστα. Τελείωσε δε σπουδές εμβάθυνσης δύο χρόνων στην Παραστατική Αρχαιολογία. Συμμετείχε σε πλήθος ατομικών, ομαδικών εκθέσεων και project σε Ελλάδα και Κύπρο με σπουδαιότερη της Μπιενάλε Φοιτητών 2017 στην Θεσσαλονίκη. Είναι μέλος της εικαστικής ομάδας ΕΝ ΦΛΩ και μέλος της ομάδας αποφοίτων ΜΑΚΡΥ ΟΧΗΜΑ. Σήμερα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.