Γάμος και σύμφωνο συμβίωσης: η επόμενη κοινωνική επανάσταση

της Ειρήνης Πετροπούλου

Η πρόσφατη εξαγγελία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να αναθέσει σε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή την εκπόνηση σχετικού σχεδίου νόμου για την νομική αναγνώριση των LGBTQI ζευγαριών, έγινε αφορμή να αναθερμανθεί η συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης (για τον γάμο επικρατεί άκρα του τάφου σιγή). Φυσικό ήταν να ανάψουν τα αίματα ένθεν και ένθεν και ν’ ακουστούν απόψεις – άλλες υπέρ, άλλες κατά – μιας και το θέμα δείχνει να διχάζει ακόμα και την πιο δημοκρατική φωνή, αν και δεν θα έπρεπε. Ένα τόσο ξεπερασμένο (και λυμένο) θέμα για κάποιες άλλες χώρες, λειτουργεί στην Ελλάδα ως σφυγμόμετρο της περιρρέουσας κατάστασης. Το λυπηρό είναι πως μετρείται ένα τόσο σοβαρό αίτημα του LGBTQI κινήματος με οικονομικά και μόνο κριτήρια, αφήνοντας απ’ έξω τη κατεύθυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί όποιος αιτιολογεί την αντίθεση του προφασιζόμενος ότι «τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια μπορούν με ένα χαρτί από δικηγόρο να κατοχυρώσουν δικαιώματα», δεν έχει ιδέα τι ορίζει ο φορολογικός κώδικας για τις εκτός γάμου σχέσεις. Ακόμα χειρότερη είναι η σαθρή δικαιολογία πως «τώρα έχουμε πολύ σοβαρότερα θέματα να λύσουμε»!!! Προφάσεις εν αμαρτίαις μιας και ανέκαθεν προέκυπταν «άλλα πιο σοβαρά», ακόμα και την εποχή της ευμάρειας και του πλαστικού χρήματος όπου το χρηματιστήριο λειτουργούσε ως ένα άλλο είδος τυχερού παιγνίου.

Το αίτημα της ισότητας στον πολιτικό γάμο και, πιο πρόσφατα, στο σύμφωνο συμβίωσης δεν είναι καθόλου νέο. Ανήκει στα πάγια αιτήματα της LGBTQI κοινότητας από το 1992 μέχρι σήμερα. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχουν αναλυθεί διάφορες θεωρίες και απόψεις, έχουμε ακούσει διάφορες υποσχέσεις – προεκλογικές και μη, έχουμε ακούσει φωνές υστερίας και έχουμε δει νομοσχέδια ή προτάσεις να έρχονται και να παρέρχονται, χωρίς ουσιαστικά να έχει γίνει το παραμικρό θετικό βήμα.

Οι διάφορες υποσχέσεις απλώς αποδείχτηκαν άνθρακες στο βωμό της ψηφοθηρίας, μιας και η Πολιτεία δείχνει περισσότερο να φοβάται τη μήνη της Εκκλησίας παρά να σταθεί με αδιαφορία απέναντι στους πύρινους λόγους (που θυμίζουν καθαρόαιμη ρητορική μίσους) των διαφόρων εκκλησιαστικών ηγετών. Η αναγνώριση των LGBTQI ζευγαριών και των οικογενειών τους είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι ηθικής τάξης. Η νομική αναγνώριση per se ρυθμίζει τη σχέση δύο ανθρώπων και τη σχέση που έχουν με το Κράτος. Παράλληλα, συμβάλλει στη διαμόρφωση συμπεριφορών με βάσει τη φιλοσοφία του δικαίου, όπου κάθε κράτος οφείλει να σέβεται τα ίσα δικαιώματα των πολιτών του ώστε να συμβάλλει στην κατάρριψη και εξάλειψη προκαταλήψεων, στερεοτύπων και κοινωνικών διακρίσεων. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αρκετές χώρες, σεβόμενες την Αρχή της Ισονομίας, προχώρησαν στη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης ή και των δύο προσφέροντας στα LGBTQI ζευγάρια τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια σειρά δικαιωμάτων (ασφαλιστικών, φορολογικών, κληρονομικών, εργασιακών κλπ), αλλά και τη δυνατότητα να ρυθμίζουν από κοινού τα δικαιώματα των παιδιών που ήδη έχουν ή που σκοπεύουν ν’ αποκτήσουν.

Εδώ είναι που έχουμε το μεγαλύτερο κύμα αντιδράσεων: τα παιδιά, γιατί κανένας εχέφρων νους δεν μπορεί να είναι αντίθετος με την επιθυμία δύο συναινούντων ενηλίκων να ρυθμίσουν τα του οίκου και της οικογένειας τους όπως θεωρούν καλύτερο. Χρησιμοποιείται, μάλιστα, ως κύριο επιχείρημα ότι «θα δημιουργηθούν ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα στα παιδιά» και ότι «οι ανάγκες των παιδιών πρέπει να έρχονται πάνω από τα δικαιώματα των συντρόφων». Η ποιότητα και η αξία μιας οικογένειας δεν σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό και τη ταυτότητα φύλου των γονέων, αλλά από τα συναισθήματα της αγάπης, της αυτοθυσίας, της φροντίδας και της υπευθυνότητας. Συνεπώς, οι οποιοιδήποτε αποκλεισμοί και απαγορεύσεις δεν συνάδουν με την έννοια του σεβασμού απέναντι στο θεμελιώδες δικαίωμα να διαμορφώνει μια οικογένεια αυτόνομα τη κοινή της ζωή. Θεσμοί όπως είναι ο πολιτικός γάμος και το σύμφωνο συμβίωσης έχουν ως κύριο λόγο την προστασία των ατόμων που νομιμοποιούν μια σχέση και, κατ’ επέκταση, δημιουργούν οικογένεια (με ή χωρίς παιδιά) παρά στην αντικειμενική αυτό-προστασία τους.

Ένα χρόνο, λοιπόν, μετά την καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (7/11/2013) για το σύμφωνο συμβίωσης, η Ελληνική Πολιτεία καλείται να συμμορφωθεί άμεσα και τώρα τρέχει να προλάβει γιατί ήδη έχουν κατατεθεί άλλες 162 νέες προσφυγές για το ίδιο θέμα. Όλες οι κινήσεις που γίνονται από το Κράτος δείχνουν ότι προτιμά να πληρώνει πρόστιμα και να σηκώνει τα χέρια ψηλά για ότι γίνεται, ρίχνοντας το φταίξιμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανα της, παρά να αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν. Κάτι ανάλογο έγινε με το νόμο 3719/2008 που εισήγαγε το σύμφωνο συμβίωσης ΜΟΝΟ για ετερόφυλα ζευγάρια επιδεικνύοντας διάθεση ατολμίας και αποκλεισμών. Τότε είχε χρησιμοποιηθεί το πρόσχημα της «κρατούσας κοινωνικής ηθικής», ενώ η Εκκλησία αντέδρασε για άλλη μια φορά ως φόβητρο θυμίζοντας στον πολιτικό κόσμο ότι «κάθε σχέση εκτός θρησκευτικού γάμου θεωρείται πορνεία». Ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης δήλωνε χριστιανός ορθόδοξος ξορκίζοντας την υποχρέωση του να νομοθετήσει με βάση τα ίσα δικαιώματα. Ο νυν Υπουργός Δικαιοσύνης προφανώς έχει λησμονήσει σε ποιο συρτάρι του υπουργείου του βρίσκεται καταχωνιασμένο από το 2010 το Σ/Ν ενός συμφώνου συμβίωσης που θα διόρθωνε τις ατέλειες του ισχύοντος, οπότε προχωρά ξανά στη σύσταση επιτροπής για την εκπόνηση νέου. Όλα αυτά μόνο φαρσοκωμωδία θυμίζουν μιας και προσωπικά αναρωτιέμαι αν η πολιτεία απλώς παίζει με τις λέξεις ή εμπαίζει κανονικά την LGBTQI κοινότητα – τα μέλη της οποίας είναι συνεπή ως προς τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το κράτος.

Εφόσον, λοιπόν, σύντομα θα έχουμε μια νέα αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, καιρός είναι να ξεμπερδεύουμε και με το θέμα του πολιτικού γάμου, το άνοιγμα του οποίου στα LGBTQI ζευγάρια είναι απλό όσο περίπλοκο και να μας το παρουσιάζουν. Είναι ζήτημα ίσων δικαιωμάτων και όχι πολυτέλειας.