H Μαρώ Τριανταφύλλου σκηνοθετεί την «Κλυταιμνήστρα» της Γιουρσενάρ

Η Μαρώ Τριανταφύλλου είναι φίλη του Μωβ και έχει συμβάλει με σημαντικά κείμενά της. Δημοσιεύουμε σήμερα συνέντευξή της για την πρώτη σκηνοθεσία της, στο Independent.gr

Κυρία Τριανταφύλλου, γιατί μια κριτικός θεάτρου να περάσει στην σκηνοθεσία;

Μ.Τ. Μου το ρωτούν πολύ αυτό, ξέρετε. Συνήθως απαντώ ότι είναι η πρώτη μου ας την πω επαγγελματική σκηνοθεσία, πως έχω, όμως, αρκετές δουλειές στο σχολικό και το ερασιτεχνικό θέατρο. Σήμερα, δεν ξέρω γιατί, θέλω να γίνω λίγο περισσότερο εξομολογητική και να πω κάτι που το ξέρουν λίγοι φίλοι μόνο, δεν είναι πάντως κάποιο μεγάλο μυστικό, μην τρομάζετε. Ήθελα όλη μου τη ζωή να ασχοληθώ με το θέατρο, αλλά δεν το τόλμησα. Έφτασα έξω από την πόρτα του Θεάτρου Τέχνης για να πάρω μέρος στις εξετάσεις και έφυγα. Όσο κι αν σας φανεί περίεργο όχι από φόβο, αλλά από δέος. Σπούδασα φιλοσοφία, πήγα στο Παρίσι, έκανα μεταπτυχιακά στη φιλοσοφία της τέχνης και την σημειολογία –δεν με γέμιζαν, το θέατρο σκεφτόμουν πολύ. Έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα μπροστά μου να ξετυλίγονται ολόκληρες παραστάσεις. Συνομιλούσα μυστικά τα βράδια με τους συντελεστές παραστάσεων που έβλεπα, τους εξηγούσα στο μισοσκόταδο του γραφείου μου τι κατάλαβα και πώς θα το έκανα εγώ, αν τύχαινε να ανεβάσω το έργο. Χρόνια… Και πάντα είχα κατά νου την σκηνοθεσία, όχι την υποκριτική. Όταν γύρισα από το Παρίσι, δούλεψα στη Μέση Εκπαίδευση. Στον Ταύρο βρήκα μερικά υπέροχα παιδιά και αρχίσαμε να δουλεύουμε μερικές παραστάσεις. Συνέχισα και σ’ άλλα σχολεία. Στο μεταξύ παρακολουθούσα, όσο μπορούσα, σεμινάρια θεάτρου.

Και η κριτική;

Μ.Τ.. Αυτό θα σας έλεγα τώρα… Η ενασχόλησή μου με την κριτική σχετίζεται με τις ανάγκες της ΕΠΟΧΗΣ, της εφημερίδας μου, ένα από τα μακροβιότερα έντυπα της Αριστεράς, μια χειροποίητη κυριολεκτικά εφημερίδα που βγαίνει από το πάθος και το πείσμα της συντακτικής ομάδας και των σταθερών συνεργατών τους, που δουλεύουμε σχεδόν όλοι αφιλοκερδώς και με τρομερή συνέπεια. Πάντα μου άρεσε να κουβεντιάζω τις παραστάσεις που έβλεπα κι όταν τύχαινε να πηγαίνω μόνη στο θέατρο, μου έλειπε ακριβώς αυτό: η συζήτηση μετά. Αν είχε και διαφωνία, ήταν γλέντι. Έτσι, όταν κάποτε, 20 και παραπάνω χρόνια πριν, έγινε μια κουβέντα στην εφημερίδα για τον εμπλουτισμό των σελίδων με σταθερές στήλες, και αφού διαπίστωσα πως έλειπε μια σταθερή σελίδα θεάτρου, αυτοπροτάθηκα και ξεκίνησα τη δουλειά. Η κριτική μ’ έκανε καλύτερο θεατή και έτσι, τόσο απλά, το βλέπω. Ένας θεατής που λέει τη γνώμη του για ό,τι είδε. Με σεβασμό στην πρόθεση των καλλιτεχνών και στο αποτέλεσμα που παρήγαγε αυτή η πρόθεση, ο σχεδιασμός. Η κριτική μ’ έκανε και να αποφασίσω την σκηνοθεσία. Ένιωσα ότι και ήθελα και μπορούσα να τολμήσω.

Και γιατί την «Κλυταιμνήστρα» της Γιουρσενάρ;

Μ.Τ. Καλά που σταματήσατε εκεί την ερώτηση. Φοβήθηκα πως θα μου θυμίζατε ότι έχω κατά καιρούς γκρινιάξει για τους πολλούς μονολόγους και ήρθα τώρα να προσθέσω άλλον ένα. Ωραία… Λοιπόν, λατρεύω την Γιουρσενάρ. Την γνώρισα –το έργο της δηλαδή- όταν ήμουν κάτι λιγότερο από 18 χρονών, το 1981. Έδινα πανελλαδικές στη Γ΄ Λυκείου.  Τότε είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό «Λέξη», αγαπημένο περιοδικό στο οποίο χρωστάω τη γνωριμία με το έργο πολλών ελλήνων και ξένων λογοτεχνών –έγραφε και θεατρική ο μακαρίτης ποιητής Γιάννης Βαρβέρης που τον παρακολουθούσα με προσοχή. Ήμουν φανατική αναγνώστρια του περιοδικού μέχρι που σταμάτησε να κυκλοφορεί και έχω τα περισσότερα τεύχη του. Στο 5ο τεύχος βρήκα την «Κλυταιμνήστρα» σε μετάφραση Μαρίας Φωστιέρη. Και τρελάθηκα. Βλέπετε, είχα πάντα αδυναμία στον αρχαίο κόσμο –άλλωστε στο τέλος ιστορικός του αρχαίου κόσμου έγινα και εκεί έκανα την διατριβή μου, η αρχαία ιστορία είναι άλλος μεγάλος έρωτας –o τρίτος είναι η συγγραφή, αλλά δεν είναι της ώρας. Οι μύθοι του ασκούσαν πάνω μου μαγική επίδραση. Όπως ήμουν παιδί της γαλλικής κουλτούρας, η σχολή του Ζερνέ και του Βερνάν μου ήταν πολύ οικείες. Είχα από νωρίς την τάση να ψάχνω τους μύθους και έγραφα ποιήματα που προσπαθούσαν να μιλήσουν για μυθικούς ήρωες, ερμηνεύοντάς τους ή δίνοντάς τους άλλες διαστάσεις.     Αλλά η «Κλυταιμνήστρα» αυτή, ήταν αποκάλυψη.

Γιατί;
Μ.Τ. Η Γιουρσενάρ πηγαίνει σε πολύ βαθιά νερά. Ο άγριος, ο απόλυτος έρωτας, ο φόβος της γυναίκας για τον χρόνο που περνάει, για τις ρυτίδες που αφήνει πάνω στο πρόσωπό της, για το κορμί της που δεν είναι πια σφριγηλό, όταν ένας ολόκληρος πολιτισμός έχει ως κέντρο του τα νιάτα και την ομορφιά και φέρεται σκληρά, ανελέητα στη γυναίκα που γερνά. Από την αρχαία ποίηση μέχρι τις μέρες μας, τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Την σύγχρονη εποχή, το κυνήγι της ομορφιάς είναι η βάση μιας τεράστιας βιομηχανίας από τις πιο ανθηρές στον κόσμο. Μαζί και ο τρόμος της εγκατάλειψης από τον αγαπημένο άντρα και η ζήλεια, αυτό το θηρίο που μπορεί να σε λιώσει να σου φάει τα σωθικά. Όμως ήταν κι άλλα: η Κλυταιμνήστρα αυτή σκοτώνει από έρωτα και η απώλεια του αγαπημένου άντρα είναι η ίδια της η τιμωρία, ζει στο διηνεκές το φόνο αλλά και την αδυναμία να λυτρωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από αυτά που νιώθει. Μια εξαιρετική, λεπτομερειακή ψυχογραφία.
Μέσα από την πλούσια ποιητική γλώσσα, την τολμηρή ματιά, η Γιουρσενάρ δημιουργεί μια γυναίκα, ικανή, έξυπνη, γενναία, που δεν χαρίζεται στον εαυτό της αλλά και δεν επιτρέπει σε κανένα δικαστήριο να την κρίνει. Μια πραγματική ηγέτις. Γιατί λοιπόν αυτή η γυναίκα άφησε πίσω αυτό το μέρος του εαυτού της, γιατί λησμόνησε πως υπήρξε κυβερνήτρα και μάλιστα πολύ ικανή; Γιατί η πλευρά της πολιτικού ξεθωριάζει τόσο και καμιά φιλοδοξία δεν ταράζει την επικεντρωμένη στον έρωτα αυτού του άντρα ψυχή της; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που με απασχόλησε πολύ, όχι από την αρχή αλλά σιγά-σιγά. Είναι συχνό φαινόμενο γυναίκες που εγκαταλείπουν τον δημόσιο στίβο και αποσύρονται στην ιδιωτική ζωή, ενώ θα μπορούσαν να έχουν αφήσει ένα σημαντικό πολιτικό στίγμα. Από την άλλη, οι πιο γνωστές γυναίκες πολιτικοί αρθρώνουν ένα λόγο αντρικό, δεν διαφέρουν σε τίποτε από άντρες συναδέλφους τους, πολλές φορές, ακριβώς φοβούμενες την γυναικεία ιδιότητα, τους ξεπερνούν σε κυνισμό. Αυτό που σε περασμένες δεκαετίες ζητούσε το γυναικείο κίνημα, την διαφορετικότητα του γυναικείου λόγου, δεν την βλέπουμε καθόλου. Το αντίθετο. Κι όμως την έχουμε ανάγκη.
Στη ανάδειξη του ερωτήματος βοηθά στην παράστασή μας ιδιαίτερα η μουσική. Η βασική ιδέα ήταν να χρησιμοποιήσουμε το ρυθμό του tango. Ο Λεωνίδας Μαριδάκης έγραψε πρωτότυπη, κατά τη γνώμη μου πολύ ωραία μουσική -και προσθέσαμε δυο τραγούδια σε στίχους που γράψαμε μαζί- που τα απευθύνει στην Κλυταιμνήστρα, μια γυναίκα που παρακολουθεί την απολογία της στο δικαστήριο και παρεμβαίνει για να σχολιάσει με κέντρο το ερώτημα αυτό. Τραγουδά μια πολύ καλή τραγουδίστρια, η Αιμιλία Ράπτη.

Το κεντρικό ρόλο ερμηνεύει η Ειρήνη Μελά…

Μ.Τ. Και με … συγχαίρω συνεχώς για την επιλογή μου. Ευαίσθητη γυναίκα, «ψαγμένη», ταλαντούχα ηθοποιός, ανέδειξε τις πιο λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα της Κλυταιμνήστρας.

Οι άλλοι συντελεστές;

Ο Σταμάτης Σουσούδης έκανε την tango χορογραφία της αρχής με πολύ κέφι και γνώση. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Σάββας Στρούμπος, της ομάδας ‘Σημείο Μηδέν’, σκηνοθέτης που παρακολουθώ πάντα τις εξαιρετικές δουλειές του και με εντυπωσιάζει το βάθος της σκέψης του και η καλλιτεχνική του τόλμη.

Η παράστασή μας θα παίζεται για 3 Δευτερότριτα (4,5/11,12/18,19 Απριλίου) στο θέατρο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια), στις 9.15

Τη συνέντευξη αναδημοσιεύουμε από το independent.gr