Μικρή ιστορία για τη Σούλα

Γράφει η Ελένη Σκάβδη

1972, στην Αθήνα. Κατάχουντο, Ιούλιος μήνας, γνώρισα τη Σούλα. Ηταν ένα κορίτσι καστανό με σγουρά μαλλιά, δεμένο σώμα, δουλεμένο, “σπιτωμένη” από έναν αντιπαθητικό, από τα ορεινά της Γορτυνίας. Ο αντιπαθητικός είχε ένα μαγαζί με ψιλικά στην Κολιάτσου. Η Σούλα καθάριζε σκάλες στη γειτονιά, δούλευε ξημερώματα συνήθως και μετά στο μαγαζάκι του αφέντη. Η Σούλα ήταν από ένα χωριό του κάμπου της Ηλείας, είχε γεννηθεί στο χωράφι, και 16 χρονώ την πήρε ένας κουμπάρος της οικογένειας στην Αθήνα για υπηρέτρια. Δεν έμεινε πολύ εκεί, την κοπάνησε σε ένα χρόνο, “επειδής τ΄αφεντικό τα βράδια ερχόταν ολοένα στο κρεβάτι και με χάιδευε…”.

Έφυγε, δεν είπε τίποτε στη μάνα της, είχε γνωρίσει και τον δικόνε της εκεί κοντά, τα ψιλικά του ήταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας του κουμπάρου, κατέβαινε να ψωνίσει γάλα, τσιγάρα και εφημερίδα, την χάιδευε κι αυτός ο αφιλότιμος, βρήκε απάγκιο στην απελπισία της. Τον αγάπησε τον ψιλικά, του σπιτώθηκε δυο ολόκληρα χρόνια και περίμενε να την πάρει με παπά και στεφάνι. Ερχόταν συχνά στο σπίτι που διάβαζα, μου έφτιαχνε καφέ, κανένα γλυκό, κι εγώ της καθάριζα το πρόσωπο με γαλάκτωμα, της έβαζα κρέμα, της έβγαζα τα φρυδάκια της, της έφτιαχνα τα νύχια. Κάτι παράξενα νυχάκια, τσακισμένα με πληγές και πετσάκια. “Πώς τα έκανες έτσι τα χέρια σου, κορίτσι πράμα” της έλεγα. Εκείνη μου απαντούσε πως στο χωριό είχανε πρόβατα, τα άρμεγε και μολύνθηκε.

Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μπλαβισμένη στο ένα μάτι, ξεμαλλιασμένη, κλαμένη. Την έχει δείρει ο Ψιλικάς. “Κι εσύ χαζή έκατσες και τις έφαγες;” τη μάλωσα. Την πήρα σπίτι μου. Της έστρωσα στην πολυθρόνα που γίνονταν κρεββάτι κι εκείνη όλη νύχτα έκλαιγε. Το πρωί μου είπε το μυστικό. Ο Ψιλικάς θα έκλεινε το μαγαζί και θα έφευγε για Αυστραλία. Είχε καταφέρει να βγάλει διαβατήριο, κάτι υπέγραψε κι η χούντα τον άφηνε να μεταναστεύσει που ήταν τ΄όνειρό του. Της είπε πως ως εδώ ήταν, να τα μαζέψει να πάει στη μάνα της ή να γυρίσει στον κουμπάρο. Εφριξα…

Έτσι κι έγινε. Σε ένα μήνα το μαγαζάκι έκλεισε, έμειναν μέσα εμπορεύματα, μόνο το ψυγείο άδειασε. Και το δωματιάκι που μένανε το κράτησε η Σούλα για λίγο καιρό, όσο έφτανε το καπάρο. Λίγο μετά βρήκε δουλειά σε φάμπρικα στην Κηφισού. Κράτησε και τις σκάλες από μια δυο πολυκατοικίες, κράτησε και το δωματιάκι.

Επί ένα χρόνο έκλαιγε και χτυπιόταν για τον ψιλικά κι εγώ της έλεγα ότι είναι παλαβή και μαζόχα, να αγαπάει έναν μαλάκα που την έδερνε και την παράτησε κιόλας… Μετά τη Μεταπολίτευση χαθήκαμε. Αλλάξανε οι δρόμοι μας, εγώ Πανεπιστήμιο και άλλη γειτονιά, εκείνη στη φάμπρικα και στο δωματιάκι. Την συνάντησα στα μισά του 80 σε μια πορεία ειρήνης. Φορούσε ένα τζινάκι, είχε μακριά μαλλιά δεμένα αλογοουρά και κρατούσε μια σημαία με το σήμα της ειρήνης. Αγκαλιαστήκαμε με θέρμη.

Δούλευε σε άλλη φάμπρικα πια, προϊσταμένη σε τμήμα παραγωγής, φτιάχνανε εσώρουχα ανδρικά. Μου φάνηκε πιο σίγουρη για τον εαυτό της, πιο ασφαλής… Έπιασα τα χέρια της καθώς μιλούσαμε, γύρισα τις παλάμες και κοίταξα τα νύχια. Ίδια κατάσταση, πετσάκια, παρανυχίδες… “Γι΄αυτά δεν κάνεις τίποτε;” ρώτησα. “Μπα τώρα παλεύω και με ραπτομηχανές, χειρότερα είναι… ” είπε. “Ο μαλάκας τι έγινε;” ρώτησα. “Παντρεύτηκε στην Αυστραλία!” “Κι ο κουμπάρος;;;” “Αυτός πέθανε πέρυσι, ανακοπή…”

Μέσα σε δέκα χρόνια δεν είχε μείνει τίποτε ίδιο. Μόνο τα νυχάκια της με τις λαβωματιές… Κι εγώ ήμουν αλλιώς. Με τη Σούλα δεν γινόταν να συνεχίσουμε κοινή πορεία. Είχα πάψει να νοιάζομαι για τα νύχια και τα χέρια των άλλων… Πίστευα ότι όλα γιατρεύονται μόνα τους κάποια στιγμή… Οφείλουν να γιατρευτούν.