“Ακόμα τη δέρνει;”

Γράφει η Αγάπη Βιργινία Σπυράτου

Δέκα η ώρα, πρωί της Τρίτης στην οδό Πατησίων (κέντρο της Αθήνας), λίγο πριν την διασταύρωση με την Αγίου Μελετίου. Μέσα σε ένα μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο, παρκαρισμένο λίγα μέτρα μπροστά από ένα πυροσβεστικό όχημα, ένας “φουσκωτός” με παρουσιαστικό ανθρώπου της νύχτας δέρνει μια νεαρή κοπέλα που κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Σφαλιάρες, χτυπήματα στα αυτιά, μαλλιοτραβήγματα. Η κοπέλα δεν αντιδρά, δε φωνάζει βοήθεια, υπομένει σαν να μην θέλει να προκαλέσει μεγαλύτερη έκρηξη.

Απευθύνομαι σε δύο πυροσβέστες που κάθονται στα σκαλιά γνωστού σινεμά που βρίσκεται εκεί. Τους περιγράφω την κατάσταση και τους παρακαλώ να δουν αν το θύμα είναι καλά. “Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Εμείς είμαστε πυροσβέστες”, μου λέει ο ένας. Όντως, αλλά σκέφτηκα ότι αν σηκωθούν και κατευθυνθούν προς το όχημα, η παρουσία τους και μόνο θα είναι αρκετή για να σταματήσει η βία, καθώς τέτοιοι τύποι είναι συνήθως θρασύδειλοι. Τους το προτείνω, αλλά επιμένουν στην άρνηση τους . “Καλύτερα να το πείτε στον τροχονόμο”, με συμβουλεύουν.

Ο τροχονόμος που ελέγχει την κυκλοφορία στην μέση της Αγίου Μελετίου, προς τιμήν του, σταματάει τη δουλειά του για να με ακούσει και με διαβεβαιώνει ότι θα το φροντίσει.

Επειδή είμαι κοντά, αποφασίζω να πάω και στο αστυνομικό τμήμα της οδού Θήρας. Αναφέρω το περιστατικό στον φρουρό στην είσοδο και η απάντηση του είναι σχεδόν ανέκδοτο: “Να πάρετε το 100”. “Μα, που ήρθα”, τον ρωτάω, “σας αναφέρω ένα περιστατικό βίας που συμβαίνει τώρα και εσείς είστε εδώ. Γιατί δεν μπορείτε να επιληφθείτε του θέματος;”. “Πάρτε την άμεση δράση”, επιμένει. Εκείνη τη στιγμή ένα περιπολικό πλησιάζει και αφού αναφέρω το συμβάν για τέταρτη φορά, ο αστυνόμος μου απαντάει “Ακόμα τη δέρνει;” Πράγμα που σημαίνει ότι ο τροχονόμος είχε ειδοποιήσει με τον ασύρματο ή/και υπήρχαν και άλλες κλήσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Πράγμα που σημαίνει επίσης ότι η κοπέλα έτρωγε ξύλο για αρκετό διάστημα.

Ελπίζω ότι πρόλαβαν τα χειρότερα και ότι η κατάληξη αυτής της ιστορίας μέσα στην αγριότητα της, ήταν καλή.

Όλη αυτή την ώρα όμως είχα έντονα συναισθήματα θυμού, ανεπάρκειας και απόγνωσης. Θυμού, γιατί αυτό που θα ήθελα να κάνω, ήταν να πιάσω από την γουρουνοκεφαλή του τον τύπο, που νιώθει τόσο ασφαλής σε αυτήν την κοινωνία ώστε να χτυπάει μια γυναίκα στη μέση ενός κεντρικού δρόμου, να τον τραβήξω έξω από το αμάξι του και να του κοπανήσω το κεφάλι στην άσφαλτο. Και δεν μπορούσα. Ανεπάρκειας, γιατί καταλάβαινα ότι οι ενέργειες μου δεν ήταν επιτυχημένες, κάτι δεν έκανα καλά. Δεν κατάφερνα να ενεργοποιήσω και να συγκινήσω κανέναν. Απόγνωσης, γιατί ένιωσα ότι ο καθένας που είναι δυνατότερος σωματικά, μπορεί να με σπάσει στο ξύλο και απλά δε θα βρεθεί κανείς να με γλιτώσει. Θα είμαι μόνη με τον φόβο και τον πόνο μου καταμεσής μιας κοινωνίας που δεν νοιάζεται, δεν στεναχωριέται, δεν βοηθά.

Μίλησα με μια ακτιβίστρια σε θέματα βίας κατά των γυναικών και όχι μόνο, και τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξα, είναι τα εξής:

Παρά το φαιδρό της δήλωσης, ο σκοπός στο αστυνομικό τμήμα είχε δίκιο. Σε παρόμοιες περιπτώσεις καλούμε αμέσως το εκατό. Σε κεντρικό δρόμο θα είναι εκεί σε λίγα λεπτά. Και ο πυροσβέστης είχε δίκιο, παρ’ όλο που η στάση του ήταν εξοργιστικά αδιάφορη: Αυτό που θέλουμε, είναι να μείνει ο θύτης εκεί για να συλληφθεί, όχι να φύγει και να συνεχίσει να δέρνει το θύμα του σε ερημική τοποθεσία. Οπότε δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα που θα τον αναγκάσει να απομακρυνθεί, όπως να τον προκαλέσουμε λεκτικά ή να κάνουμε σκηνή. Επίσης: σημειώνουμε τις πινακίδες του αυτοκινήτου, ώστε να εντοπισθεί, αν τελικά δεν προλάβει η αστυνομία να επέμβει.

Άρα:
1. Καλούμε το 100
2. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τον θύτη στο ίδιο σημείο, ώστε να συλληφθεί
3. Σημειώνουμε τις πινακίδες του οχήματος

Και, ίσως, το πιο ουσιώδες: Δεν αποδεχόμαστε τις αντιδράσεις του τύπου “Μα, χρυσή μου, που ζεις; Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν κάθε μέρα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.” Η βία, λεκτική, σωματική, ψυχολογική, δεν επιτρέπεται να γίνει μέρος της καθημερινότητας μας και να αντιμετωπίζεται σαν κάτι σχεδόν φυσιολογικό και αμετάκλητο. Δεν επιτρέπεται να καταλάβει στη ζωή μας τον χώρο που θα έπρεπε να έχουν η συμπόνια και η αλληλεγγύη.

Ο θυμός μας για κάθε περιστατικό βίας δεν επιτρέπεται να σβήσει.