Βιβλίο: Φεμινισμός, παρελθόν και παρόν ενός κινήματος

Βιβλιοπαρουσίαση: Deborah Cameron, Φεμινισμός, παρελθόν και παρόν ενός κινήματος. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020.

Γράφει η Αναστασία Ζήση*

«Τι είναι ο φεμινισμός (ή φεμινισμοί)»; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτει η Ντέμπορα Κάμερον προς το αναγνωστικό της κοινό δημιουργώντας μια θεωρητική πίστα για να απογειωθούν τα 7 ανακεφαλαιωτικά και κριτικά της κείμενα σε μια πανοραμική λήψη στα χαρακώματα του φεμινισμού και της ιστορικής του διαδρομής από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το σύγχρονο παρόν.

Πρόκειται για το νέο βιβλίο της φεμινίστριας ακαδημαϊκού Κάμερον που έχει τον τίτλο: Φεμινισμός: παρελθόν και παρόν ενός κινήματος που κυκλοφόρησε μέσα στο 2020 στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (μτφ. Φιλώτας Δήτσας).

Πρόκειται για μια σύντομη αλλά εξόχως περιεκτική, σε βάθος και πλάτος, επισκόπηση του φεμινισμού ως ιδέας, ως συλλογικού πολιτικού εγχειρήματος και ως διανοητικού πλαισίου αναφοράς. Με ρέουσα και σπιρτόζα γραφή εξυφαίνει τις διαφορετικές σημασίες του όρου-ομπρέλα, φεμινισμός, και τις ιστορίες που αυτές ξετυλίγουν μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Ως σκαπανέας της ιστορίας των ιδεών, η Κάμερον φωτίζει τις διαφορετικές προκλήσεις που η κάθε εποχή και η κάθε γενιά θέτει για μια δίκαιη, από την οπτική των φύλων, κατανόηση του κόσμου καταγράφοντας συγχρόνως τις ιστορικές παρακαταθήκες του φεμινιστικού κινήματος, όπως αυτές μέχρι σήμερα επιβιώνουν.

Χρησιμοποιεί με κριτικό τόνο το αφηγηματικό μοντέλο της περιγραφής της ανάπτυξης του κινήματος ως διαδοχής αλλεπάλληλων κυμάτων, για να υποστηρίξει την περιπλοκότητα του φεμινισμού. Μια ιδιάζουσα περιπλοκότητα την οποία αποδίδει στη μεγάλη ποικιλομορφία των προσεγγίσεων, των βλέψεων και των πεποιθήσεων που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τα πολιτικά και ιδεολογικά περιεχόμενα του φεμινισμού. Υιοθετεί την αρχή της διαθεματικότητας ως μέσου για τη διανοητική επεξεργασία των σχέσεων που οι γυναίκες υφίστανται λόγω των διαφορετικών τους θέσεων στην ίδια κοινωνία, και θεμελιώνει ως βασική επιδίωξη του φεμινισμού την ανατροπή της υποτέλειας των γυναικών η οποία συνεχίζει, κατά την παρούσα φάση, επιδεινούμενη να ισχύει στις περισσότερες σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες.

Τα 7 κείμενα της Κάμερον συζητούν τις διαφορετικές μορφές υποτέλειας των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες κυρίως με αναφορές στο δυτικό κόσμο, τους μηχανισμούς διαιώνισης της και τις ευρύτερες συνέπειες που αυτή προκαλεί.
Από τις ουτοπικές μυθοπλασίες μέχρι τα εμβληματικά πολιτικά κείμενα του φεμινισμού, κατά τις διαφορετικές του φάσεις, η Κάμερον κατέχει τα μονοπάτια της γνώσης και της φαντασίας που θα την οδηγήσουν στις απαντήσεις των ερωτημάτων, όπως τίθενται στο πρώτο από τα 7 κείμενα της με τίτλο Κυριαρχία.

Πώς, αλήθεια, θα περιγράφαμε τις σύγχρονες ανδροκρατούμενες κοινωνίες; Πόσο καθολική είναι η κυριαρχία των ανδρών; Υπάρχουν, στην ιστορία, παραδείγματα κοινωνιών στις οποίες οι γυναίκες είχαν την εξουσία έναντι των ανδρών; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει η Cameron για να αναπτύξει το νήμα της συλλογιστικής της ως προς τις καταβολές της πατριαρχίας, το δομικό της χαρακτήρα και τη διαιώνιση της μέχρι και σήμερα βάζοντας στο επίκεντρο την θυελλώδη αντιπαράθεση ανάμεσα στη βιολογική και την κοινωνικο-ιστορική εξήγηση της.

Η πρώτη αντιστοιχεί στο βιολογικό ντετερμινισμό και θεωρεί την ανδρική κυριαρχία αναπόφευκτη απόρροια των φυσικών διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι μύθοι που έχουν γεννηθεί από αυτή την προσέγγιση υπερτερούν της εμπειρικής τεκμηρίωσης. Η δεύτερη, κοινωνικο-ιστορική εξήγηση αποδεικνύει ότι η πατριαρχία έχει ιστορία, δηλαδή κάνει την εμφάνιση της όταν μεταβάλλονται οι τρόποι παραγωγής των μέσων διαβίωσης, όπως το έχει εξηγήσει η θεμελιώδης ανάλυση του ‘Ενγκελς.

Στις αναφορές της συμπεριλαμβάνει την Λέρνερ και τη Σίλβια Ουόλμπι που πρώτη εισήγαγε τη διαφορά ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια πατριαρχία. Το στοιχείο που ενώνει όλες τις ερμηνείες σχετικά με τις καταβολές της πατριαρχίας είναι η ενεργητική επιθυμία των ανδρών να εκμεταλλευτούν και να ελέγξουν τις αναπαραγωγικές ικανότητες των γυναικών προς όφελος των δικών τους συμφερόντων. Η συγγραφέας ολοκληρώνει την συγκεκριμένη ενότητα με στοιχεία που εγείρουν την συλλογική επαγρύπνηση απέναντι στα νέα συντηρητικά κινήματα ανδρών για την υπεράσπιση της πατριαρχίας τα οποία έχουν άνοδο λόγω της σύνδεσης τους με την σύγχρονη εναλλακτική δεξιά και τον δεξιόστροφο αυταρχισμό.

Στο κεφάλαιο 2 με τίτλο Δικαιώματα την απασχολεί η ίδια η έννοια του δικαιώματος και οι περιορισμοί που αυτή ενέχει σε σχέση με το εύρος των επιδιώξεων του φεμινισμού για μια ριζική κοινωνική αλλαγή και όχι για διορθωτικές μεταρρυθμίσεις. Αναγνωρίζει συγχρόνως το σημαντικό θεωρητικό και πρακτικό ρόλο που η έννοια του δικαιώματος έπαιξε στους φεμινιστικούς, πολιτικούς αγώνες σε ολόκληρη την ιστορία του κινήματος μολονότι η προώθηση της ισότητας των δικαιωμάτων, δεν οδήγησε και την πραγματική ισότητα των φύλων στην πράξη. Αν και κάποιες φεμινίστριες θεωρούν ότι πρόκειται για παρωχημένη έννοια, οι λιγότερο προνομιούχες και περισσότερο καταπιεσμένες, όπως οι μαύρες και οι αυτόχθονες, κρίνουν ότι η έννοια δυστυχώς συνεχίζει να τις αντιπροσωπεύει.

Η Κάμερον με επιδεξιότητα και ένα πλούτο επιχειρημάτων αποδεικνύει πώς τα δικαιώματα δημιουργούν πεδία συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών τύπων δικαιωμάτων και πόσο δύσκολο είναι να διαμορφωθεί ένα διεθνές πλαίσιο αναφοράς για τα δικαιώματα των γυναικών. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, τα δύο παραδείγματα τα οποία εκτενώς συζητά σε σχέση με την σύγκρουση των δικαιωμάτων.

Το πρώτο παράδειγμα είναι η πρακτική της αμειβόμενης παρένθετης μητρότητας, και το δεύτερο αφορά στα πολιτισμικά και θρησκευτικά δικαιώματα των γυναικών που ανήκουν στις μειονότητες. Η ανάλυση της καταλήγει στο συμπέρασμα πως «αν τα δικαιώματα δεν συνοδεύονται από ευρύτερες αλλαγές στο κοινωνικό, το πολιτισμικό και το οικονομικό επίπεδο, τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι γυναίκες στα χαρτιά ενδέχεται να έχουν αμελητέο θετικό αντίκτυπο στη ζωή τους» (σελ. 74).

Στο κεφάλαιο 3 που είναι αφιερωμένο στην Εργασία, η Κάμερον ευθέως θέτει τα ζητήματα της φεμινιστικής ατζέντας δίνοντας έμφαση στις άμισθες υπηρεσίες φροντίδας που κυρίως προσφέρουν οι γυναίκες, τις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης που συμβαίνουν μεταξύ των γυναικών, το πώς διανέμονται οι διαθέσιμοι πόροι εντός των νοικοκυριού, και πώς η άνιση κατανομή της οικιακής εργασίας επηρεάζει τη θέση των γυναικών στην αγορά της έμμισθης εργασίας, που ταυτόχρονα σε αρκετές χώρες του πλανήτη, τις εμποδίζει από ευκαιρίες μόρφωσης και εκπαίδευσης. Η αθέατη, υποτιμημένη και απλήρωτη οικιακή εργασία πλαισιώνεται από την συγγραφέα ιστορικά και εξετάζει γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει αυτός ο άδικος καταμερισμός εργασίας που τον θεωρεί μεταξύ άλλων κρίσιμο, εξηγητικό παράγοντα για το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες.

Η Κάμερον συζητά με ευκρινή τρόπο σκέψης και ενάργεια γραφής τους δομικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη σχέση των γυναικών με την εργασία, την οποία εντάσσει στη λειτουργία του καπιταλισμού που άλλοτε «χρησιμοποιεί» τις γυναίκες ως «εφεδρικό στρατό εργασίας» και άλλοτε ως το αντιστάθμισμα παροχής υπηρεσιών φροντίδας στο υπό κατάρρευση κράτος πρόνοιας.

Στο κεφάλαιο για τη θηλυκότητα, η Deborah Cameron διοχετεύει στο αναγνωστικό της κοινό ανθρωπολογικά ευρήματα, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές μελέτες που αμφισβητούν τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις οι οποίες εξηγούν τις διαφορές των φύλων στη φύση και τη βιολογία, και ταυτόχρονα στοιχειοθετούν τον κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευασμένο χαρακτήρα τους. Τα υφάδια της συλλογιστικής της έχουν προέλευση από την εμβληματική, φεμινιστική ανάλυση της Μποβουάρ που πρώτη εισήγαγε την έννοια του φύλου ως διαδικασίας και ως κανονιστικής κατηγορίας, από τις έρευνες της Μάργκαρετ Μιντ που κλόνισαν την πεποίθηση περί οικουμενικής και αμετάβλητης γυναικείας φύσης, και από τις μελέτες κοινωνικοποίησης οι οποίες κόμισαν τις αναγκαίες επιστημονικές αποδείξεις για τον τρόπο που τα έμφυλα κανονιστικά πρότυπα αφομοιώνονται μέσω της μάθησης από πολύ νωρίς, από τη στιγμή που οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή.

Η συγγραφέας σκηνοθετεί ένα φανταστικό διάλογο με όλες εκείνες τις αντιφεμινιστικές απόψεις που ισχυρίζονται την «εξελικτική φύση» των έμφυλων διαφορών για να τις καταρρίψει μεθοδικά και προσεκτικά. Τα στοιχεία που επικαλείται αντλούν από τη διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών, αλλά και από τις γενικευμένες κοινωνικές προσδοκίες για τα πρότυπα συμπεριφοράς ανδρών και γυναικών που, όταν αυτά αθετούνται, συνεπάγονται συναισθηματικές, κοινωνικές και άλλες κυρώσεις. Η επιβολή των έμφυλων κανονιστικών προτύπων αφαιρούν από τα υποκείμενα βαθμούς αυτόνομης δράσης, και συγχρόνως μέσω της αστυνόμευσης, εξυπηρετείται η διατήρηση της γενικευμένης ανδρικής κυριαρχίας.

Τι είναι το σεξ για τις γυναίκες; Ένα επιπρόσθετο πεδίο καταπίεσης και εκμετάλλευσης ή ένα πεδίο εξερεύνησης και απόλαυσης; Με αυτό το ερώτημα βάζει την θεωρητική της ενέργεια η Κάμερον για να καταπιαστεί με μια σειρά από θέματα σχετιζόμενα με την σεξουαλικότητα και το σεξ στο κεφάλαιο 6, τα οποία ξεδιπλώνουν τις διχογνωμίες εντός του φεμινισμού για την πορνογραφία και την «κουλτούρα του πορνό», την πορνεία, την σεξουαλική εκπαίδευση των νέων. Πρόκειται για θέματα που αφορούν στην «κανονικοποίηση» της βιομηχανίας του σεξ και τα σύγχρονα στερεότυπα.

Ποια είναι η σχέση των γυναικών με την Τέχνη, την Επιστήμη και τη Διανόηση; Η Cameron σ’ αυτό το τμήμα της πραγματείας της δημιουργεί έναν τόπο για να συναντηθεί η Βιρτζίνια Γουλφ και το έργο της Το Δικό σου Δωμάτιο με τη σκηνοθέτιδα Σουζάνα Ουάιτ και το κείμενο της Μια δική σου Οθόνη. Δύο γυναίκες από διαφορετικούς αιώνες αλλά με κοινές και αδιάλειπτα στο χρόνο έγνοιες που αφορούν τα εμπόδια των γυναικών στην σταδιοδρομία τους σε έναν πολιτισμό που έχει δημιουργηθεί μέσα από τις πατριαρχικές παραδόσεις. Εξετάζει τις διαφορετικές μορφές πολιτισμικού αποκλεισμού, το πώς οι γυναίκες σβήνονται από την ιστορία των επιτευγμάτων, το φαινόμενο ματίλντα, πώς δηλαδή, τα επιτεύγματα των γυναικών αποδίδονται στους άνδρες ενώ οι γυναίκες παρασιωπούνται, και πώς τα έργα των γυναικών κρίνονται με βάση τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους.

Ωστόσο, ενώ θεωρεί ότι είναι φεμινιστικό αίτημα η ιστορική αποκατάσταση αυτή η παρασιώπηση, στρέφει συγχρόνως την ανάλυση της στον τρόπο που οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις έχουν εσωτερικευθεί σε κανονιστικά πρότυπα και σχήματα πρόσληψης της πραγματικότητας αλλά και του ίδιου του εαυτού μας. Η συγγραφέας μας προσκαλεί να σκεφτούμε πώς θα δημιουργηθούν νέες αναπαραστάσεις, εικόνες και βλέμματα, νέοι τρόποι του βλέπειν που θα κλονίζουν τις πατριαρχικές παραδόσεις μέσω των οποίων διαιωνίζεται η γυναικεία υποτέλεια.

Ποιος είναι, αλήθεια, ο προορισμός αυτής της θεωρητικής πτήσης της Κάμερον; Η ίδια μας τον αποκαλύπτει στο κεφάλαιο 7 με το οποίο ολοκληρώνει το βιβλίο της Φεμινισμός, και αφορά στα νέα του περιεχόμενα και τις σύγχρονες προκλήσεις. Οι παραδοσιακοί ορισμοί του φεμινισμού διευρύνονται για να χωρέσουν νέους τρόπους κατανόησης του φύλου πέρα από τις δίφυλες, συμβατικές κατηγορίες και το άκαμπτο διπολικό σύστημα του έμφυλου προσδιορισμού. Η θεώρηση του φεμινισμού ως συλλογικού πολιτικού εγχειρήματος που δίνει την ευκαιρία να δημιουργήσουμε εκ νέου μορφές ζωής και ισότιμης συνύπαρξης είναι ο ορίζοντας που διανοίγεται μέσα από τις παλιές και νέες ρήξεις του.

* Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Παν/μιο Αιγαίου a.zissi.aca@gmail.com