ΚΙΡΚΗ

Γράφει η Δώρα Καρλατήρα

Ανέβηκε η Κίρκη, ξυπόλητη, στην κορυφή του βουνού της Αιαίας με το γρύπα – λιοντάρι με φτερά αετού – στον ώμο της. Δίπλα της ήταν η σοφή Δήμητρα. Παρακεί οι μούσες.

Στην πλαγιά όρθιες ήταν η Κασσάνδρα, η Σαμφώ, η Σιμόν, η Ντόρις, η Καλιρρόη, η Μαρί και τόσες άλλες. Πλάι τους γενιές και γενιές γυναικών: εργάτριες με πόδια δυνατά, υφάντρες με λεπτά δάκτυλα, γερόντισσες με νόστιμες πίτες, θεραπεύτριες με μαντζούνια και χάδια κι άλλες με ξόρκια γνώσης.

Άφησε το γρύπα να πετάξει ψηλά. Διέλυσε τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί για να την βλέπουν καλά οι θεοί. Κοίταξε τις νέες που είχαν έρθει απ’ τα πέρατα του κόσμου, ξαπλωμένες, με ηλίανθους στα μαλλιά τους, στους πρόποδες του βουνού και μίλησε:

«Τον μύθο μου τον ξέρετε. Τον μάθατε από φήμες. Ρώτησε όμως θεός ή ποιητής για το πώς αισθάνθηκα τότε που ο πατέρας μου ο Ήλιος, με τον συνέταιρο του Δία, αποφάσισαν να με στείλουν εξορία σε τούτο το μικρό νησί; Τιμωρήθηκα γιατί έφτιαχνα βοτάνια από τους χυμούς των φυτών κι έκανα τον αγαπημένο μου Γλαύκο, από θνητό ημίθεο. Τον δε αδερφό μου τον Αιήτη, που έφτιαχνε κι αυτός βοτάνια, όχι μόνο δεν τον τιμώρησαν αλλά τον έκαναν και βασιλιά. Στην αρχή αγρίεψα. Πέρασαν αιώνες να μου περάσει ο θυμός, να τους γυρίσω την πλάτη και να με διασκεδάζουν τα καμώματα των άλλων όπως οι υπερβολές του Οδυσσέα. Σε εσας λέω ότι μια χαρά περάσαμε όσο μείναμε μαζί. Όταν δε, αποφάσισε ο μικρός έρωτας να πετάξει μακριά μας, εγώ πρώτη τον συμβούλεψα με μαντικά σημάδια, να γυρίσει στην πατρίδα του… Αρκετά όμως με εμένα.

Κόρες μας, καλώς ήρθατε σ’ αυτό το συμπόσιο. Σας καλέσαμε μαζί με τις φίλες, που στέκονται σ’ αυτήν την πλαγιά, φέροντας μνήμες και κραυγές αιώνων, να γνωριστούμε. Η καθεμιά μας άφησε τον σπόρο του αίματος της να κυλήσει στη μάνα γη. Κι αυτή μάς τους έθρεψε. Ότι δεν προλάβαμε να σπείρουμε εμείς, με το κύρος της ύπαρξης μας, κάντε το εσείς.

Τολμήστε! Ζευγαρωμένες ή μόνες. Δεν χρειάζεστε τροφή απ’ άλλους ούτε καν από τις θυγατέρες και τους γιούς σας. Γίνετε παραστάτιδές της ψυχής και του πνεύματος σας. Φτιάξτε δικούς σας μύθους, με συναίσθηση της ίδιας σας της δύναμης, χωρίς οργή, και χαρίστε τους σε γεννημένους κι αγέννητους ανθρώπους. Μάθετέ τα παιδιά σας ν΄ αφουγκράζονται όλες τις εκδοχές και να μιλάνε με ειρήνη.
Γυναίκες, οι ποταμοί δεν ξαναγυρίζουν στις πηγές τους. Ανηφορίστε όμως ψηλά στις πηγές και να έχετε μπροστά σας την απέραντη θάλασσα που δεν θα μείνει ασάλευτη.

Ερατώ παίξε μας με τη κιθάρα σου!»