Ένα διήγημα με αφορμή τη Μεγάλη Τρίτη

Αλιεύει η Άννα Κοντοθανάση

«Το Τροπάριο της Κασσιανής» της Νάνσυς Μπακού*

Πεντέμισι το πρωί, ύπνος δεν τον ξαναπαίρνει. Κοιτάζει το επιτραπέζιο ημερολόγιο στο κομοδίνο, είναι Τρίτη. Αρχίζει με τη βραχνή του φωνή να απαγγέλλει το Τροπάριο της Κασσιανής, όπως κάθε Τρίτη ανελλιπώς. Φόρος τιμής σε εκείνη, υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του εν αγνοία της: να τιμά τη μνήμη της κάθε Τρίτη, όχι μόνο τη Μεγάλη που εκείνη έκλεισε τα μάτια της για να μην τα ξανανοίξει ποτέ.

«Κοιμήθηκε», «ξεκουράστηκε», όπως έμαθε ότι αποδίδουν οι Χριστιανοί τον όρο «πέθανε» για αγαπημένα τους πρόσωπα.

Κάθε Τρίτη, ζωή ολόκληρη, επαναλαμβάνει τον ύμνο αμέτρητες φορές, κι ακόμη περισσότερες την ώρα που απιθώνει το μπουκέτο στον τάφο της. Θα πάει και σήμερα μόλις πιει μια γουλιά καφέ· τον πονάει το στήθος τον τελευταίο καιρό, η υγρασία τον πειράζει, κι ας είναι Μάιος. Θα πάει στο νεκροταφείο, θα σταυρώσει τα χέρια, θα σταθεί όσο ευθυτενής του επιτρέπει η καμπούρα των ταλαιπωρημένων χρόνων του, θα κλείσει τα μάτια και θα της απαγγείλει. Στη συνέχεια θα υποκλιθεί, θα φορέσει το καπέλο που τόση ώρα σεβαστικά θα κρατά στο χέρι, θα της πει «Μέχρι την επόμενη Τρίτη», θα πάρει το ξύλο με τα καρφωμένα λαχεία και θα απομακρυνθεί. Όπως κάθε Τρίτη.

Την έλεγαν Ιρέμ. Τη γνώριζε από τον πόλεμο, κοιμόταν στο χάλασμα δίπλα από το δικό του –σε κάτι που πριν τον βομβαρδισμό έμοιαζε με σπίτι, με κάποιους που πριν τον πόλεμο έμοιαζαν άνθρωποι, σε ένα μέρος που πριν την καταστροφή έμοιαζε με συνοικία. Του θύμιζε τη μάνα του.

Τη μάνα και την αδερφή του δεν τις είχε ξαναδεί από εκείνη τη μέρα του βομβαρδισμού. Τον πατέρα του έτσι κι αλλιώς δεν τον είχε γνωρίσει. Γυναίκες περνούσαν, τον έβλεπαν μικρό παιδί ματωμένο να κάθεται μόνος του, του ζητούσαν να τις ακολουθήσει. Δεν το έκανε. Δεν τον πίεσαν. Περίμενε καταμεσής στα χαλάσματα με ρούχα βρώμικα, κατουρημένα, με στομάχι άδειο, με μάγουλα μαυρισμένα από καπνό, σκόνη και δάκρυα να γυρίσει η μάνα του.

Η Ιρέμ επιβίωνε παραπέρα. Στις σειρήνες ενός επόμενου βομβαρδισμού, και ενώ εκείνος μες στον φόβο άρχιζε πάλι να κατουριέται, τον άρπαξε στην αγκαλιά της και άρχισε να τρέχει προς το καταφύγιο. Δεν πρόλαβε, το ωστικό κύμα τον ξεχώρισε απ’ την αγκαλιά της.
Λίγο αργότερα, τον βρήκε πάλι. Έτρεχαν αίματα από τα αυτιά του, πονούσε. Εκείνη τον αγκάλιασε (πόσο έμοιαζε αλήθεια στη μάνα του, τόσο μεγάλη, τόσο προστατευτική!) και του μιλούσε καθησυχαστικά. Εκείνος δεν άκουγε. Οι ήχοι σχεδόν ανύπαρκτοι, ένας ψίθυρος η κάθε ομοβροντία. Μόνο την κοιτούσε στα μάτια, να καταλάβει τι του έλεγε. Διέκρινε στα χείλη της τις λέξεις «φοβάσαι», «εγώ», «προσέχω», «μαζί».

Η Ιρέμ μετακίνησε τα χαλάσματα ώστε η φωλιά της να τον χωρέσει. Ήθελε να τον έχει δίπλα της, να τον αρπάξει εύκολα και να τρέξει αμέσως στο καταφύγιο σε οποιοδήποτε επικίνδυνο ήχο.

Εκείνος σταδιακά σταμάτησε και να μιλάει. Την έβλεπε να τον κρύβει καλά, να φεύγει και να γυρίζει πότε με ένα κομμάτι ψωμί, πότε με ένα πορτοκάλι, πότε με ένα γεύμα της Ερυθράς Ημισελήνου –και πιο συχνά, με άδεια χέρια.

«Θα σε πάρω να φύγουμε. Σύντομα!» διάβασε στα χείλη της ένα βράδυ. Χαμογέλασε. Αλλά από εκείνο το βράδυ, αυτή έλειπε συχνά. Πλενόταν με νερό μαζεμένο απ’ τη βροχή, φορούσε το λερωμένο φόρεμα κι έφευγε. Γυρνούσε το ξημέρωμα με βλέμμα άδειο, με φόρεμα πιο λερωμένο μια φορά ήταν και ματωμένο, ναι, το θυμάται αυτό- κι έπεφτε για ύπνο κρατώντας τον αγκαλιά.

Ένα βράδυ τον ξύπνησε νωρίτερα απ’ το συνηθισμένο. Εκείνος νόμισε ότι ήταν οι σειρήνες αλλά όχι, το βλέμμα της καθησυχαστικό τον ηρέμησε. Δύο άντρες, ένα παλιό αυτοκίνητο, ποδαρόδρομος αργότερα, ύπνος στο πουθενά, μια βάρκα, κύματα, άνθρωποι στριμωγμένοι, ένα νησί. Ηταν μικρός, δεν καταλάβαινε πολλά. Συνδύασε τις κινήσεις των χειλιών της Ιρέμ με τους απόμακρους ανεπαίσθητους ήχους της φωνής της και κατάλαβε ότι είχαν πλέον φτάσει κάπου μακριά απ’ τη χώρα τους, μακριά από βομβαρδισμούς, σ’ ένα νησί που δεν είχε σημασία το όνομά του, κοντά σε μια ζωή δύσκολη που όμως ήταν ζωή. Εκείνη βρήκε δουλειά πότε εδώ και πότε εκεί, καθαρίστρια. Έπιασε κι ένα δωμάτιο για τους δυο τους με πεσμένους σοβάδες, με σπασμένα πλακάκια στο μπάνιο –και με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα που μάζευε η Ιρέμ γυρνώντας απ’ το μεροκάματο, και έτσι από το σκεβρωμένο παράθυρο φαίνονταν δύο σπίτια με κήπο. Χωρίς χαλάσματα.
Ξαναπιάνει το τροπάριο απ’ την αρχή. Από μέσα του, αναρωτιέται πόσο να ’ταν όταν έφυγε από την πατρίδα του. Και αλήθεια, πόσο να ’ταν η Ιρέμ; Ποτέ δεν σκέφτηκε να τη ρωτήσει –όχι ότι είχε σημασία, στους ώμους της σύντομης ζωής της είχε σηκώσει τα χρόνια και τις ταλαιπώριες αιώνων.

Θυμάται μια άνοιξη ηλιόλουστη. Γυρνούσαν από τη δουλειά της, τον κρατούσε απ’ το χέρι. Περνώντας δίπλα από μια εκκλησία, η καμπάνα χτύπησε και αυτός την άκουσε με το φτηνό ακουστικό του. Ηξερε ότι οι καμπάνες χτυπούν είτε σε μεγάλη χαρά είτε σε μεγάλη λύπη, σαν τις σειρήνες στη χώρα του. Ρώτησε με νοήματα την Ιρέμ· έπρεπε να τρέξουν, να κρυφτούν; Εκείνη χαμογέλασε: «Όχι, δεν χτυπούν οι καμπάνες λόγω κινδύνου». Του είπε ό,τι ήξερε, ότι ήταν μια ιδιαίτερη εβδομάδα για τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Τι ακριβώς γιόρταζαν δεν μπορούσε να του εξηγήσει, σαν παραμύθι μόνο του είπε ότι μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γυναίκα με μακριά μαλλιά η οποία επισκεπτόταν πολλούς άντρες, και αυτό ήταν κακό. Στο τέλος αυτή η γυναίκα λυπήθηκε για το λάθος της και, ζητώντας συγγνώμη απ’ τον βασιλιά της, έπλυνε τα πόδια του με δάκρυα και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Κι έτσι το αγόρι, που ποτέ δεν έμαθε τι θα πει Θεός, Αλλάχ, Πάσχα, Ραμαζάνι, Κόλαση, Παράδεισος και που σε τίποτα δεν πίστευε παρά μόνο στην Ιρέμ, ακούγοντας το παραμύθι αποκοιμήθηκε, χαϊδεύντας τα μακριά της μαλλιά και τα σκληρά της χέρια.

Εκείνη συνέχισε να καθαρίζει σπίτια και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Και συμπλήρωνε κάπου-κάπου, ειδικά τον χειμώνα, με επισκέψεις σε μοναχικούς -και σε λιγότερο μοναχικούς- κυρίους του νησιού. Το καταλάβαινε εκείνος, είχε μεγαλώσει πια· πήγαινε και στο σχολείο, του είχε αγοράσει η Ιρέμ ακουστικό καλύτερο, κάτι μπορούσε να ακούσει, κουτσά-στραβά μάθαινε. Τα καταλάβαινε όλα, κι ας αρνιόταν να μιλήσει. Αλλά την αγαπούσε αυτή τη γυναίκα, που ερχόταν με τα ρούχα χαλασμένα από τη χλωρίνη, τα χέρια σκασμένα και τα πόδια κουρασμένα, ίσα για να κάνει ένα μπάνιο, να γίνει όμορφη σαν άγγελος και να ξαναφύγει. Ήξερε καλά τι έκανε μέχρι να επιστρέψει τα ξημερώματα με ζεστή τυρόπιτα και σοκολατούχο γάλα στη σακούλα, για να τον φιλήσει πριν φύγει για το σχολείο και να κοιμηθεί λίγες ώρες.

Τώρα του ’ρχεται στον νου μια άλλη Τρίτη, όταν οι δάσκαλοι στο σχολείο τους είχαν μιλήσει για τη Μεγάλη Τρίτη και για την αμαρτωλή γυναίκα που περιέγραφε η Κασσιανή. Την είχε φανταστεί όμορφη και δυνατή σαν την Ιρέμ –και πονεμένη, ταλαιπωρημένη, ίσως φοβισμένη από τον κόσμο, να ζητά ένα καταφύγιο σε μια δυνατή αγκαλιά, στην αγκαλιά ενός βασιλιά. Γυρίζοντας σπίτι εκείνη τη μέρα, σταμάτησε στο παντοπωλείο και με το χαρτζιλίκι του της αγόρασε ένα δώρο: μια σοκολάτα, την πιο μικρή, κι ένα δαχτυλίδι πλαστικό. Τα τύλιξε σε μια κόλλα απ’ το τετράδιό του, στην κόλλα όπου είχε αντιγράψει το «ποίημα» για την αμαρτωλή κυρία που τους είχε βάλει εργασία ο δάσκαλος· ας μην καταλάβαινε τα λόγια, φτάνει που αφορούσε μια γυναίκα κουρασμένη, σαν την Ιρέμ. Της τα έδωσε το ίδιο βράδυ και της διηγήθηκε το παραμύθι όπως ο ίδιος που δεν ήξερε από Θεό και Αλλάχ- το είχε καταλάβει. Και της ζήτησε τις Τρίτες να μην πηγαίνει για βραδινή δουλειά, μόνο να κάθονται μαζί: Αυτός θα φέρνει σοκολάτα και θα λένε το παραμύθι.

Μερικά χρόνια μετά η Ιρέμ, γερασμένη αν και όχι μεγάλη, σταμάτησε να λείπει τα βράδια –κι αν το έκανε, ήταν μερικές μέρες το καλοκαίρι, όταν τη φώναζαν στις ταβέρνες να πλένει πιάτα. Βαπτίστηκε και Αναστασία, μόνο και μόνο για να της χαριστεί μια σταλιά τόπος να ταφεί, όταν θα ερχόταν η ώρα. Πέθανε ήρεμα, αθόρυβα, σύντομα, στον ύπνο της μια Μεγάλη Τρίτη. Ο θάνατος τη σεβάστηκε, της υποκλίθηκε, της πρόσφερε δρόμο ευκολοδιάβατο να φτάσει στο τέρμα χωρίς άλλες αμυχές, δίνοντάς της εξιλέωση για τη ζωή που της κληρώθηκε να ζήσει. Ο τάφος της λιτός και άχρωμος, παράμερος. Μονάχα λίγα αγριολούλουδα από εκείνον κάθε Τρίτη πρωί.

Κάθε Τρίτη, όπως και σήμερα. Ώρα 8:13. Ξεκινά για το νεκροταφείο. Περπατά αργά, ο πόνος στο στήθος τον βαραίνει. Αφήνει απαλά τα λουλούδια στο μάρμαρο. Σταυρώνει τα χέρια, στέκεται όσο ευθυτενής του επιτρέπει η καμπούρα των ταλαιπωρημένων χρόνων του, κλείνει τα μάτια και της απαγγέλλει: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή»… Στη συνέχεια υποκλίνεται, φορά το καπέλο που τόση ώρα σεβαστικά κρατά στο χέρι.

Νιώθει κουρασμένος, δεν έχει δύναμη να πάρει το ξύλο με τα καρφωμένα λαχεία και να φύγει. Γονατίζει στην πλάκα, ξαπλώνει, ο πόνος στο στήθος οξύς. Μέσα από το παλιό ακουστικό με τη μισοάδεια μπαταρία ακούει την Ιρέμ, την αμαρτωλή αγία του, να τον καλεί κοντά της: «Φοβάσαι», «εγώ», «προσέχω», «μαζί». Αφήνεται στη φωνή της ήρεμος, ημέρα Τρίτη.

* Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Νάνσυ Μπακού – Μουσικό Κουτί», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδ. Άνω Τελεία.

Θρησκευτικές εικόνες είναι άγνωστης προέλευσης, εκτός από την τελευταία που είναι του Φώτη Κόντογλου.