ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

(photo credit: The Windmill, Joe Ramm)

Γράφει η Αναστασία Γκολιομύτη

Ο συλλογικός τόμος «Η Φωνή της», εκδόσεις Καστανιώτη, είναι πόνημα πενήντα τριών γυναικών συγγραφέων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που είναι μέλη του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «Η Φωνή της».

Αφηγούνται ιστορίες έμφυλης βίας και πατριαρχικής καταπίεσης σε μικρές κοινότητες και σε αστικά κέντρα της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής που συγκλονίζουν με την αμεσότητά τους, την πυκνότητά τους ή την αφαίρεσή τους. Ιστορίες σκοτεινές, καθημερινές αλλά και ιστορίες φωτεινές, ιστορίες αντίστασης, χειραφέτησης και αλληλεγγύης.

Μια από τις παρουσιάσεις του βιβλίου, έγινε πρόσφατα στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει στην Ακαδημίας στην Αθήνα. Από τις πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες, μία αφορούσε το γυναικείο χαμόγελο από τη Νατάσα Σίδερη.

Το γυναικείο χαμόγελο αυθόρμητο, συνεσταλμένο, θλιμμένο, διφορούμενο,  ειρωνικό, χαρούμενο, πλατύ, εκφραστικό, εκβιασμένο, παγωμένο, καταπιεσμένο, δίνει υπόσταση στη γλώσσα του σώματος και αποκαλύπτει τον ψυχικό μας κόσμο. Κάποιες αποφράδες φορές από ένα γυναικείο χαμόγελο ξεκινάει η σκοτεινή ιστορία μιας γυναικοκτονίας. Ένα δώρο που οδηγεί στον εφιάλτη.

Θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνο του αντικείμενο έρευνας.

Η Νατάσα Σίδερη είναι θεατρική συγγραφέας και διηγηματογράφος. Θεατρικά έργα της έχουν βραβευτεί και παρουσιαστεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Εθνικό Θέατρο, ΠΛΥΦΑ, Regensburg Theater, the London Theatre κ.ά.). Για την πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Κυρίαρχοι Πονηροί Λογισμοί» (εκδ. ο Μωβ Σκίουρος) απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού «Ο Αναγνώστης».

Ακολουθεί η ομιλία της:

«Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τις διοργανώτριες για την πρόσκληση να μιλήσω για αυτόν τον τόμο που είναι κάτι παραπάνω από μια ανθολογία 53 διηγημάτων. Δε θα πω πολλά, αφού η κατάθεση εμπειρίας που περιέχεται στα ίδια τα διηγήματα είναι ήδη αρκετή για να μιλήσει από μόνη της χωρίς δευτερολογίες. Για αυτά τα λίγα που θα πω, ωστόσο, θα ζητήσω την υπομονή σας, γιατί θα κάνω διάφορα ζιγκ ζαγκ πριν φτάσω στο βιβλίο καθαυτό, ή καλύτερα στην πράξη που θέτει σε τροχιά αυτό το βιβλίο παρουσιάζοντας 53 διηγήματα γραμμένα από γυναίκες οι οποίες μοιράζονται την ίδια γλώσσα, στιγμή και γεωγραφία.

Πρώτη παράκαμψη: μιλώντας για τη διεύρυνση πεδίου που πραγματοποιούν οι γυναικείες απεργίες καθώς επιχειρούν να συμπεριλάβουν στη συζήτηση όχι μόνο το παραδοσιακό διακύβευμα μιας απεργίας, δηλαδή τις διεκδικήσεις στο πλαίσιο κάποιας μορφής έμμισθης εργασίας, αλλά και την ίδια την έννοια της εργασίας, οι συγγραφείς του Φεμινισμός για το 99% – Μανιφέστο χρησιμοποιούν την ακόλουθη, απρόσμενη, νομίζω, διατύπωση: «αρνούμενη να περιορίσει αυτή την κατηγορία  στην έμμισθη εργασία, η γυναικεία απεργία καλεί επίσης σε αποχή από τις δουλειές του σπιτιού, το σεξ και τα χαμόγελα».

Εκτός από απρόσμενη, η ιδέα είναι και αρκετά παράξενη. Εντάξει οι δουλειές του σπιτιού, που οι φεμινίστριες ήδη από το 1970 προσπαθούν να αναγνωρίσουν ως εργασία· εντάξει κι η σεξουαλική απεργία που μας είναι ήδη γνώριμη από τη Λυσιστράτη. Αλλά τα χαμόγελα; Σε τι θα μπορούσε να συνίσταται μια απεργία χαμόγελου;

Κι όμως, στην εποχή που, όπως πάντα δια της εις άτοπον, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως δική μας, νομίζω πως η παρατήρηση είναι πολύ εύστοχη. Κι αυτό γιατί κάθε γυναίκα ή θηλυκότητα που αυτοχαρακτηρίζεται σήμερα ως φεμινίστρια ή, και ευρύτερα, κάθε γυναίκα που έχει βρεθεί στη θέση να υποστηρίξει μπροστά σε μη φιλικά διακείμενο κοινό πως τα πράγματα εξακολουθούν να μην είναι ρόδινα ή ισότιμα για τις γυναίκες, κι ας ψηφίζουν, σπουδάζουν, έχουν περιουσία και τυπικά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, έχει λάβει κάποια στιγμή την απάντηση: «Καλά μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά».

Το αστείο, και η βαλίτσα, μπορούν, μάλιστα, να πάνε πολύ πιο μακριά. Για παράδειγμα, στα παρωχημένα ανέκδοτα για τις γυναίκες οδηγούς ή τις χαζές ξανθιές, αλλά και στα χιουμοριστικά πειράγματα μέσω των οποίων το χιούμορ της άλλης πλευράς μάς ζητά να αναγνωρίσουμε ένα χαρακτηριστικό του φύλου μας που υποτίθεται ότι «παρά τα όσα» παραμένει δικό μας: τη μανία μας με την καθαριότητα, την αδυναμία για τον γιόκα μας, την κτητικότητα προς τα αρσενικά, το πάθος μας για τα λούσα και τα αρώματα, κ.λπ. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα πάντα με την άλλη πλευρά, το παγωμένο πρόσωπο ερμηνεύεται ως έλλειψη χιούμορ. «Εντάξει, μωρέ, μια πλάκα κάναμε. Έτσι, για να γελάσουμε λιγάκι».

Οι πιθανές αντιδράσεις, σε μια τέτοια περίσταση, είναι περιορισμένες και όχι ανεξάρτητες από το πλαίσιο: αν η εκφέρουσα την άποψη νιώθει άνετα ή/και δεν έχει λόγο να φοβάται τον χιουμορίστα, υπάρχει η δυνατότητα διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων (με ή χωρίς βρισιές). Αν, πάλι, ο χιουμορίστας είναι εν δυνάμει απειλητικός ή άγνωστος, οι επιλογές μας είναι οι εξής δύο: είτε το αμήχανο μειδίαμα που είναι μάλλον το κοινωνικά αποδεκτό και αναμενόμενο είτε η αποχή από το χαμόγελο, που με τα χρόνια μετατρέπεται σε απεργίας διαρκείας.

Επανέρχομαι στον τόμο που παρουσιάζεται σήμερα. Είναι αλήθεια πως οι περισσότερες από τις ιστορίες που διαβάζουμε στην ανθολογία καταπιάνονται με θέματα δύσκολα. Και πραγματικά, πώς να γελάσει κανείς με τη βία, τη θανάτωση, την καταπίεση του αδύναμου από τον ισχυρό, τις κλεμμένες ζωές, την κατάφωρη αδικία; Ο θυμός, η συμπόνια κι η αγανάκτηση για αυτόν τον κόσμο όπου όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν είναι τα πρώτα αντανακλαστικά που ενεργοποιεί τόσο το βίωμα της πραγματικότητας, όσο κι η ανάγνωση των διηγημάτων του βιβλίου.

Μέχρι εδώ καλά, αφού ο θυμός, όσο κακός σύμβουλος κι αν είναι στις προσωπικές σχέσεις, τόσο καλός οδηγός είναι στις κοινωνικές. Κι όσο πιο θυμωμένος ο όχλος, τόσο περισσότερο απειλεί τους βασιλιάδες του, όπως άλλωστε ήξεραν, για παράδειγμα: α) ο Μακαβιέλι όταν συμβούλευε τον ηγεμόνα του να κάνει και μερικές παραχωρήσεις γιατί οι επαναστάσεις στοιχίζουν ακριβά και δε βοηθούν κανέναν, β) οι θεματοθέτες/-ριες των φετινών Πανελληνίων, που θέλουν τις φεμινίστριες τους χαρωπές και «κλασσικές», όχι γκρινιάρες και διαφοροποιημένες, και γ) η Agnes Varda, η οποία κάποτε δήλωσε ότι: «Κάποια στιγμή προσπάθησα να γίνω χαρούμενη φεμινίστρια, αλλά ήμουν  πολύ θυμωμένη».

Το θέμα, όμως, στην εποχή που δια της εις άτοπον οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως δική μας, είναι ότι όλος αυτός ο τεράστιος θυμός που μας κατακλύζει καθημερινά ως γυναίκες, θηλυκότητες, πολίτες, εργαζόμενες και κάθε λογής άτομα που υφίστανται την ταξική, έμφυλη, ρατσιστική κ.λπ. αδικία, όλος αυτός ο θυμός, λοιπόν, ακόμα κι όταν αποκτά φωνή συχνά χάνεται μέσα στο σούσουρο μέχρι που καταλήγει σε ψίθυρο, μουρμουρητό και, τελικά, αφωνία.

Κι άλλη παράκαμψη, για να επιστρέψω μια τελευταία φορά στον Φεμινισμό για το 99%, όπου ο μηχανισμός που μας παραδίδει τη στιγμή περιγράφεται, νομίζω, με ακρίβεια:

Στον απόηχο της δεκαετίας του ’60, το αστικό ρεύμα μαλάκωσε, ενώ η τάση απελευθέρωσης κατέκλεισε τις υποκουλτούρες που τη γέννησαν και έγινε μέινστριμ. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι και των δύο αυτών ρευμάτων ενοποιούνται όλο και περισσότερο σε ένα νέο σχέδιο: το σχέδιο κανονικοποίησης μορφών σεξ που κάποτε ήταν ταμπού εντός μιας διευρυμένης ζώνης κρατικού ελέγχου και με πρόσωπο φιλικό προς τον καπιταλισμό, το οποίο ενθαρρύνει τον ατομικισμό, την οικιακότητα και την κατανάλωση εμπορευμάτων.

[…] Το κεφάλαιο […] δεν αντιτίθεται αδιάλλακτα πλέον στη διαμόρφωση κουίρ και μη σις σεξουαλικών/έμφυλων σχηματισμών. σε non-cis μορφές έμφυλων ταυτοτήτων και σεξουαλικότητες.  Ούτε κι οι μεγάλες εταιρείες επιμένουν πλέον σε μία και μόνη κανονιστική μορφή οικογένειας ή του σεξ· δεν είναι λίγες εκείνες που προτίθενται πια να επιτρέψουν σε πολλούς από τους υπαλλήλους τους να ζουν εκτός του ετεροκανονικών οικογενειών —εφόσον βέβαια συμμορφώνονται με τους κανόνες τόσο στη δουλειά όσο και στα ψώνια.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, τo σεξ πουλάει και ο νεοφιλελευθερισμός — και ο νεοφιλελευθερισμός το εμπορεύεται σε πολλές γεύσεις. [1]

 

Δεν είναι, νομίζω, δύσκολο να βρεθούν αντιστοιχίες με το ελληνικό παράδειγμα. Και εδώ, ο καλός μύλος που όλα τα αλέθει είναι σε μόνιμη λειτουργία. Έτσι, ανάλογα με το προς τα πού φυσάει κάθε φορά ο άνεμος, μπορεί, για παράδειγμα, η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη μία μέρα να δηλώνει συμμετοχή σε συνέδριο γονιμότητας που μέσω εξελιγμένων τεχνικών mansplaining θέλει να μας υπενθυμίσει ότι καλό είναι οι γυναίκες να αφήσουν τις καριέρες και τα διδακτορικά και να κάνουν κανένα παιδάκι πριν τα 40, και την επόμενη μέρα να συγχαίρει τη Σοφία Μπεκατώρου για το θάρρος της να σπάσει τη σιωπή· ή ο ίδιος κυβερνητικός σχηματισμός τη μία μέρα να δηλώνει ότι «γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου είναι μέρος της στρατηγικής μας» και την επόμενη να μεταφέρει τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο καινούργιο και αστραφτερά οπισθοδρομικό, τόσο στην αντίληψη όσο και στη διάρθρωσή του, Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Κι όσο ο μύλος συνεχίζει να γυρίζει, τόσο κρατικοί και ιδιωτικοί θεσμοί διοργανώνουν, για παράδειγμα, συχνά εικονικές και ξεπλυματικές ημερίδες κατά της έμφυλης βίας ή υπέρ της αναγνώρισης ισότιμων δικαιωμάτων κάθε είδους προσκαλώντας, μεταξύ άλλων, τη φίλη μας την αγέλαστη φεμινίστρια που εξακολουθεί να διεκδικεί όσα θα έπρεπε ήδη να της έχει εξασφαλίζει η πολιτειότητά της, να μετατρέψει τον θυμό και την έλλειψη χιούμορ της απέναντι στην αδικία, τη βία και την καταπίεση που σιγοτραγουδά η συλλογή, σε ενέργεια που θα ανακτηθεί από τον μύλο.

Τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η θέση αυτή μόνο πλάκα δεν έχει: να λάβουμε ή να μη λάβουμε μέρος στην τάδε ή τη δείνα κουβέντα, σκέφτεται η φεμινίστρια (ή περίπου) και συζητάνε οι συνελεύσεις. Αποτελούν οι αφορμές αυτές ευκαιρία για μεγαλύτερη έκθεση ή πρόκειται για απόπειρες εκτόνωσης, και άρα εξουδετέρωσης, του χρήσιμου θυμού του συνόλου ή μέρους της κοινωνίας; Ή πρόκειται, με άλλα λόγια, για ηρεμιστικά επιχορηγούμενα από ιδρύματα κι εταιρείες σαν την Esyhason στο διήγημα τις Πέλας Σουλτάτου, η οποία Πέλα, ωστόσο, καταφέρνει να βρει τον τρόπο και το κουράγιο να κάνει πλάκα; Είναι καλύτερα να μείνουμε μακριά από τον μυλωνά, τον μύλο και το χυλό του ή να μπούμε και να του αλλάξουμε τον μηχανισμό από μέσα;

Όλα αυτά είναι διλήμματα δύσκολα και συχνά διχαστικά. Είναι κουβέντες που σπέρνουν θύελλες, σηκώνουν κύματα και δημιουργούν απόνερα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά καθώς καινούργιας κατασκευής καράβια διακρίνονται συνεχώς στον ορίζοντα. Κι ενώ ο θυμός, το αίσθημα αδικίας αλλά και η αδικία καθαυτή παραμένουν αμείωτα, εμείς όλο λέμε λέμε λέμε, τα έχουμε όλοι χαμένα, που λέει κι η Μαρίνα Σάτι. Όπως, φυσικά, οφείλουμε να κάνουμε ό,τι χρώμα ρούχα κι αν φοράει ο μυλωνάς κάθε τετραετία.

Κατά μία έννοια, όσα ανέφερα είναι ένας πολύ μακρύς πρόλογος για να φτάσω στο εξής συμπέρασμα σχετικά με τη συλλογή που μας παραδίδει Η Φωνή Της: σε αντίθεση με τις συζητήσεις που κάνουμε καθημερινά για τα έμφυλα ζητήματα και τη διαχείρισή τους, όπου η μια κουβέντα φέρνει την άλλη κι η αγέλαστη, εκτός από τις οπισθοδρομικές και συντηρητικές φωνές της εποχής της, βρίσκεται να συνομιλεί πριν ακόμα ανοίξει το στόμα της με όλη την ιστορία του γυναικείου κινήματος, η λογοτεχνία καταθέτει στιγμές και πάει από μονάδα σε μονάδα. Αυτό ακριβώς είναι και το όπλο του ανά χείρας τόμου. Χωρίς πολλές κουβέντες και δικαιολογίες, οποιοδήποτε μέλος της ελληνόφωνης κοινότητας που έχει 16 ευρώ να διαθέσει, μπορεί να διαβάσει τα 53 αυτά διηγήματα που όλα μαζί διηγούνται μια άλλη ιστορία από ότι το καθένα ξεχωριστά. Να ταυτιστεί, να θυμώσει, να κλάψει ή να γελάσει στο κρεβάτι του ή της, στο λεωφορείο, στα εύκολα ή στα δύσκολα. Είναι το ανεκτίμητο δώρο της λογοτεχνίας γενικότερα κι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας αφήνει αυτός ο τόμος συγκεκριμένα. Κατερίνα, Σίσσυ, Ελένη, Χίλντα, Όλγα, Αλεξάνδρα και Μαρία, για αυτό σας ευχαριστούμε.»

 

[1] Cinzia Arruzza, Tithi Bhattacharya και Nancy Frazer, Φεμινισμός για το 99% – Μανιφέστο, μετ. Γιώργος Καλαμπάκας και Αφροδίτη Χριστοδουλάκου (Εκτός Γραμμής: Αθήνα, 2022), σ. 53