Έμφυλη ανισότητα σε μια προσφυγική κοινότητα στη Δυτική Ουγκάντα

του Θανάση Τυροβολά

Εισαγωγή

Στα πλαίσια της διπλωματικής μου έρευνας για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα (Αφρική και Διεθνής Ανάπτυξη) του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου βρέθηκα στην Ουγκάντα για 9 εβδομάδες, περνώντας το μισό διάστημα στον προσφυγικό καταυλισμό Τσιανγκουάλι (Kyangwali Refugee Settlement) και το υπόλοιπο μισό στην γειτονική πόλη Χόιμα (Hoima) όπου οι νέοι/νέες πρόσφυγες τείνουν να διαμένουν για να συνεχίσουν το σχολείο1. Η έρευνα θέλησε να απαντήσει σε δύο βασικά ερωτήματα. Α) Ποιες είναι οι προκλήσεις με τις οποίες οι νέοι/ νέες έρχονται αντιμέτωποι/ες και πώς το φύλο αλληλεπιδρά με την προσφυγική συνθήκη? Β) Πώς το φύλο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι νέοι/ ες τον ρόλο τους στην κοινότητα που ανήκουν και αν το φύλο αποτελεί μια κοινωνικά κατασκευασμένη ταυτότητα που συντελεί στη υποβάθμιση των γυναικών? Πεπεισμένος πως η έρευνα στις κοινωνικοπολιτικές επιστήμες πρέπει και μπορεί να γίνεται πάντα με πρόσημο την κοινωνική αλλαγή και την αμφισβήτηση των υπαρχουσών κοινωνικών συσχετισμών που διαιωνίζουν τις ανισότητες (έμφυλες, φυλετικές, ταξικές κτλ), προσπάθησα να αναδείξω, μέσα από την σύγκριση των απαντήσεων των αγοριών και των κοριτσιών, την έμφυλη ανισότητα μεταξύ του γυναίκειου και του ανδρικού φύλου2. Το παρόν άρθρο δεν μπορεί παρά να σκιαγραφήσει ένα πολύ μικρό κομμάτι της συνολικής έρευνας και φυσικά μια πολύ μικρή εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας των ανθρώπων.

Η έρευνα βασίστηκε στη συλλογή ποιοτικών δεδομένων (κυρίως συνεντεύξεις και ομάδες εστίασης) από νέες/ νέους πρόσφυγες (ηλικίες 16-25). Συνεντεύξεις διενεργήθηκαν και με γονείς, μέλη οργανώσεων, και ανθρώπους με ηγετικό ρόλο στην κοινότητα. Οι αφηγήσεις των νέων, και ιδιαίτερα των κοριτσιών που μέσα από την έρευνα ‘αποκτούν φωνή’, χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για την καλύτερη ανάλυση/ παρουσίαση των ευρημάτων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Hopkins, η αφήγηση προσωποποιεί το πολιτικό και πολιτικοποιεί το προσωπικό (2009:136) αντανακλώντας το διαχρονικό φεμινιστικό σύνθημα ‘το προσωπικό είναι πολιτικό’.

Προκλήσεις των νέων στον προσφυγικό καταυλισμό και έμφυλη ανισότητα

Οι νέοι/ νέες πρόσφυγες μεγαλώνουν σε ένα δύσκολο περιβάλλον, αγνοώντας την χώρα καταγωγής τους (αφού μεγάλωσαν στον καταυλισμό όπου βρίσκονται ‘προσωρινά’ από το 1996-1997) και έχοντας απολέσει βασικά δικαιώματά τους. Στο πλαίσιο αυτό, η πλειοψηφία των νέων ανέφερε πως η φτώχεια (κυρίως λόγω του μεγάλου μεγέθους των οικογενειών και της εξάρτησης από μία πηγή εισοδήματος – αγροτική καλλιέργεια η οποία είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη λόγω καιρικών συνθηκών), η έλλειψη χρημάτων για την πληρωμή σχολικών διδάκτρων και σχολικών ειδών και η αδυναμία των γονιών τους να κατανοήσουν την αξία και το μακροπρόθεσμο όφελος της μόρφωσης, αποτελούν τα σημαντικότερα προβλήματά τους. Οι συμμετέχοντες/ συμμετέχουσες πρόσθεσαν, ωστόσο, πως για τις κοπέλες υπάρχει ένα ακόμα εμπόδιο. Πολλοί γονείς δεν επικροτούν τη μόρφωση των κοριτσιών και σε πολλές περιπτώσεις, αν τα χρήματα φθάνουν μόνο για ένα παιδί, συνήθως αυτό που θα επιλεγεί θα είναι το αγόρι. Όπως χαρακτηριστικά μου υπογραμμίστηκε, “γιατί να στείλω στο σχολείο την κόρη μου? Αφού στο τέλος, θα παντρευτεί και θα πάει στον άντρα της κι εγώ δεν έχω να κερδίσω κάτι.” Συνεπώς, η μεν μόρφωση των κοριτσιών παρουσιάζεται ως μια επένδυση που δεν αξίζει να γίνει γιατί δεν θα φέρει μελλοντικά κέρδη στην οικογένειά της, οι δε γυναίκες παρουσιάζονται ως ‘αντικείμενα ιδιοκτησίας’ που από τον πατέρα μεταβιβάζονται στον άντρα.

Η μεγάλη απόσταση που οι νέοι/ νέες πρέπει να διανύσουν από το σπίτι τους στο σχολείο είναι ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Πολλοί/ές πρέπει να περπατήσουν μέχρι και δύο ώρες για να φθάσουν και άλλες δύο το απόγευμα για να γυρίσουν. Ειδικότερα για τις κοπέλες, η απόσταση όχι μόνο αποτελεί άλλο ένα ανασταλτικό παράγοντα για να πειστούν οι γονείς τους να τις εγγράψουν στο σχολείο αλλά και ουσιαστικό κίνδυνο λόγω των συχνών βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Οι πράξεις αυτές οι οποίες ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία της έμφυλης βίας συχνά καθορίζουν και το μέλλον των κοριτσιών (αναγκαστικός γάμος ή αναγκαστική εγκυμοσύνη). Το αποτέλεσμα είναι οι κοπέλες να σταματούν το σχολείο και χάνουν έτσι μια ευκαιρία για να σπάσουν το φαύλο κύκλο της πατριαρχικής δομής που τις καταπιέζει και τις καθιστά πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή όπως έχει χαρακτηριστεί πολίτες ‘δεύτερου φύλου’ (Voet, 1998:11).

Παράγοντες διαιώνισης της έμφυλης ανισότητας

Ας δούμε όμως μερικούς παράγοντες που, σύμφωνα με την έρευνα, διαιωνίζουν την έμφυλη ανισότητα και συντελούν στην καταπίεση του γυναικείου φύλου και στην εμπόδιση των γυναικών να διεκδικήσουν την ενδυνάμωσή τους και την ισότιμη συμμετοχή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η κουλτούρα (βλέπε κοινωνικές νόρμες) εμφανίζεται συχνά ως μία από τις βασικές αιτίες της ανισότητας. Μάλιστα, μετά από έντονη και συγκρουσιακή συζήτηση των νέων, μια κοπέλα που ήταν αρκετά χειραφετημένη τόνισε χαρακτηριστικά: ‘Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα μπορούσα να πετύχω, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη κουλτούρα’. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως στην κοινότητα αυτή λειτουργεί ακόμα το έθιμο της προίκας (οι γονείς του αγοριού ή το ίδιο το αγόρι οφείλει να πληρώσει τους γονείς της νύφης), ένα έθιμο το οποίο ενισχύει την αντίληψη περί ιδιοκτησίας του γυναικείου φύλου και ως ένα βαθμό συντελεί στη δημιουργία της αντίληψης του γάμου ως εμπορική συναλλαγή.

Ένας άλλος παράγοντας είναι το φαινόμενο του βιολογικού ντετερμινισμού, δηλαδή ο φιλοσοφικός συλλογισμός που αναγνωρίζει κάθε μορφής υποταγή ως φυσική και αναπόφευκτη επειδή βασίζεται σε υποτιθέμενους φυσικούς και άρα αναπόφευκτους παράγοντες (Menon, 2012:61), το οποίο εμφανίστηκε εντόνως μέσα από διάφορα σεξιστικά επιχειρήματα. Παραθέτω μερικά: ‘τα αγόρια είναι από τη φύση πιο δυνατά από τα κορίτσια’, ‘ οι άντρες είναι από τη φύση τους γεννημένοι για να γίνουν ηγέτες’, ‘τα αγόρια έχουν περισσότερη ευστροφία’, ‘οι άντρες είναι/ πρέπει να είναι η κεφαλή της οικογένειας’, ‘οι κοπέλες είναι δειλές’ και ‘οι κοπέλες είναι προορισμένες για να παντρευτούν και να υπηρετούν και να σέβονται τον σύζυγό τους’.

Η οικογένεια, ο κυρίαρχος θεσμός της πατριαρχίας (Millett, 1977:33) είναι το πρώτο σημείο που οι νέοι/ες εκπαιδεύονται στην έμφυλη ανισότητα. Αποτελεί το πρώτο περιβάλλον στο οποίο το βιολογικό φύλο εμπλουτίζεται3 με το κοινωνικά κατασκευασμένο φύλο (βλέπε κοινωνικό φύλο) το οποίο περικλείει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, τις λεγόμενες αρρενωπότητες και θηλυκότητες. Η άνιση κατανομή των εργασιών μέσα και έξω από το νοικοκυριό αποτελεί άλλη μια ένδειξη της έμφυλης ανισότητας. Οι κοπέλες μαθαίνουν από μικρές πως πρέπει να είναι αυτές υπεύθυνες για τις δουλείες μέσα στο σπίτι ενώ συμμετέχουν και στις αγροτικές δουλειές4. Η πραγματικότητα αυτή επιφέρει την αδυναμία των κοριτσιών να συναγωνιστούν επί ίσοις όροις τα αγόρια στις σχολικές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να έχουν χειρότερους βαθμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνουν υποτροφίες, να απογοητεύονται αλλά και να ‘αποθαρρύνουν’ τους γονείς από το να συνεχίζουν να επενδύουν στην μόρφωσή των κοριτσιών. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε μια κοπέλα, ‘έρχονται οι οργανώσεις και προωθούν υποτροφίες που απευθύνονται μόνο στις κοπέλες, αλλά έχουν ως προϋπόθεση πολύ υψηλές βαθμολογίες. Δεν βρίσκουν φυσικά κοπέλες με τέτοιους βαθμούς, αλλά δεν αναρωτιούνται ποιες είναι οι βαθύτερες αίτιες που οι επιδόσεις των κοριτσιών είναι χαμηλές’.

Σύμφωνα με την έρευνα, εκτός από την οικογένεια και οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί συμβάλουν στην ανισότητα. Στην ηγεσία της κοινότητας και της εκκλησίας καθώς και στο μοναδικό γυμνάσιο/ λύκειο βρίσκονται στην συντριπτική πλειοψηφία άντρες. Με την πλειοψηφία των ανθρώπων να είναι χριστιανοί (διάφορες θρησκευτικές ομάδες που όμως έχουν την πίστη τους στη Βίβλο ως κοινό χαρακτηριστικό) η έρευνα εξήγαγε το συμπέρασμα πως η Βίβλος και η πίστη στη συγκεκριμένη θρησκεία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της ανισότητας, όπου την έννοια της ισότητας αντικαθιστά η έννοια της αλληλοσυμπλήρωσης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο Θεός έχει αναθέσει συγκεκριμένο ρόλο στον άνδρα και στη γυναίκα βάσει του φύλου τους. Παρουσιάζονται λοιπόν ως ίσοι/ες επειδή αλληλοσυμπληρώνουν η μία τον άλλον. Με αυτόν τον τρόπο, η ανωτερότητα του ανδρικού φύλου διαιωνίζεται καλά κρυμμένη στην κατασκευασμένη αφήγηση περί αλληλοσυμπλήρωσης, η οποία αποκρύπτει τις υπάρχουσες άνισες κοινωνικές δομές.

Έμφυλη ανισότητα και συμμετοχή στα κοινά

Παρά τις διαφορές που εντοπίστηκαν κατά την έρευνα στις αφηγήσεις των αγοριών και των κοριτσιών για το ρόλο που θα μπορούσαν και θα ήθελαν να διαδραματίσουν στην κοινότητα, υπήρξε ομοφωνία σε δύο πολύ βασικά ζητήματα. Οι κοπέλες συμφώνησαν, λοιπόν, με τα αγόρια πως ένα καλό/ χρήσιμο μέλος της κοινότητας οφείλει να συμμετέχει ενεργά στα της κοινότητας και να συνεχίζει όσο μπορεί την εκπαίδευσή του. Με άλλο λόγια, η αφιέρωση χρόνου στην κοινότητα και η μόρφωση αποδείχτηκαν οι δύο καθοριστικοί παράγοντες έτσι ώστε οι νέοι/ νέες να καταφέρουν να κερδίσουν το σεβασμό των υπολοίπων μελών. Ωστόσο, σύμφωνα και με την προηγούμενη ανάλυση, οι κοπέλες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και στους 2 παράγοντες, και στο θέμα της εκπαίδευσης όπου η μόρφωσή τους συχνά δεν προτεραιοποιείται ή εμποδίζεται και στο θέμα του χρόνου όπου οι δουλειές του νοικοκυριού τις βαρύνουν άνισα.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε μια κοπέλα, ‘δεν έχω χρόνο να περιτριγυρίζω στην κοινότητα και συνεπώς δεν μπορώ να ξέρω ή να ανακαλύψω τι συμβαίνει στην κοινότητα για να συνεισφέρω’. Ο χρόνος καθίσταται λοιπόν πολύ σημαντικός παράγοντας για την ισότιμη συμμετοχή στα κοινά καθώς και στην διεκδίκηση της ισότητας. Το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του χρόνου5, όχι μόνο αντανακλά τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ του ανδρικού και του γυναικείου φύλου αλλά και συνεισφέρει στην διαιώνιση της ανισότητας. Διασφαλίζοντας πως το γυναίκειο φύλο θα παραμένει στη σφαίρα του ιδιωτικού χώρου (εντός του σπιτιού) σε ένα κοινωνικά κατασκευασμένο δίπολο δημόσιας/ ιδιωτικής ζωής,  η κυριαρχία του ανδρικού φύλου στον δημόσιο χώρο διατηρείται και χρησιμοποιείται μάλιστα ως αιτιολόγηση των ήδη αναφερθέντων σεξιστικών επιχειρημάτων (βλέπε ‘οι άντρες είναι γεννημένοι ηγέτες’). Μάλιστα, πολλοί/ες συμμετέχοντες/ουσες στην έρευνα, αντί να προτείνουν μια πιο δίκαιη κατανομή των δουλειών, υποστήριξαν πως είναι στο χέρι της γυναίκας να έχει καλό προγραμματισμό και χρονοδιάγραμμα έτσι ώστε να καταφέρνει να κάνει όλα όσα πρέπει. Δυστυχώς, τόσο η αδυναμία ανάλυσης των πατριαρχικών δομών όσο και η έλλειψη αναγνώρισης της λεκτικής, συμβολικής και πρακτικής υποσκέλισης του γυναικείου φύλου, συνδυαζόμενες με την κυριαρχία μιας ποσοτικής λογικής (ποσοστό κοριτσιών στα σχολεία, ποσοστό γυναικών σε θέσεις εξουσίας) εφαρμοζόμενης από τις διάφορες οργανώσεις και φορείς της διεθνούς ανάπτυξης, συντελούν στην αδυναμία καταπολέμησης των βαθύτερων αιτιών της έμφυλης ανισότητας και στην διαιώνιση του ανδρικού φύλου ως προνομιούχο.

Σημειώσεις

  1. Τα τελευταία δύο χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι διαθέσιμα στο μοναδικό γυμνάσιο/λύκειο του καταυλισμού.
  2. Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών (χρονικός περιορισμός έρευνας, νομοθετικό πλαίσιο που ποινικοποιεί την lgbtq κοινότητα στη συγκεκριμένη χώρα) η έρευνα καθώς και το άρθρο αυτό α) σιωπηρά αποδέχονται πως υπάρχουν μόνο δύο φύλα (κάτι το οποίο δεν αποδεικνύεται από τις βιολογικές επιστήμες) και β) δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν το σεξουαλικό προσανατολισμό ως μεταβλητή.
  3. Λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος, το παρόν άρθρο δεν μπορεί να εμβαθύνει στις διάφορες αντιπαρατιθέμενες θεωρίες/ κριτικές σχετικά με το δίπολο βιολογικού και κοινωνικού φύλου, παρά δέχεται πως το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση. Για περισσότερες πληροφορίες δες το βιβλίο της Judith Butler (Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity, 1990) και το βιβλίο της Nivedita Menon (Seeing like a feminist, 2012).
  4. Αρκεί να τονιστεί πως οι γυναίκες έχουν τριπλό ρόλο (παραγωγικό, αναπαραγωγικό και συμμετοχικό στα της κοινότητας) ο οποίος βαραίνει δυσανάλογα την καθημερινότητα τους σε σχέση με αυτή των αντρών. Ο μόχθος αυτός των γυναικών συχνά παραμένει χωρίς αναγνώριση.
  5. Για περισσότερες πληροφορίες δες το βιβλίο της Lister Ruth (Citizenship: feminist perspectives, 2003).

Βιβλιογραφία

HOPKINS, L., (2009). Why narrative? Reflections on the politics and processes of using narrative in refugee research. Tamara Journal for Critical Organisation Inquiry, 8, (1/2), pp. 135-145.

MENON, N., (2012). Seeing like a feminist. New Delhi: Zubaan in collaboration with Penguin Books.

MILLETT, K., (1977). Sexual politics. London: Virago.

VOET, M. C. B., (1998). Feminism and Citizenship. London: Sage Publications.