ΧΗΡΕΣ ΓΙΑ ΚΑΨΙΜΟ

Στην είσοδο των κάστρων της Μπικανέρ και της Τζοντπούρ στο κρατίδιο του Ραζαστάν στην Βόρεια Ινδία, τον επισκέπτη υποδέχονται δεκάδες αποτυπώματα από χέρια.

Χέρια μικρά και εύθραστα, σχεδόν παιδικά, με τα χαρακτηριστικά μακριά δάκτυλα των Ινδών γυναικών, με τις απίστευτα λεπτές κλειδώσεις και τη απαράμιλλη κινησιολογική χάρη.

Χέρια που αποχαιρετούν τη ζωή, αφήνοντας πίσω τους ένα τελευταίο ίχνος από το πέρασμά τους στον κόσμο, σαν ύστατη σιωπηρή μαρτυρία πριν από το μακάβριο τέλος.

Γιατί τα αποτυπώματα αυτά ανήκουν στις χήρες των μαχαραγιάδων, που πραγματοποίησαν “σάτι” στο θάνατο του συζύγου τους. Τον ακολούθησαν δηλαδή στη νεκρική πυρά, παραδιδόμενες ζωντανές στις ίδιες φλόγες που μετέτρεψαν σε στάχτη τα λείψανα του εκλιπόντα τοπικού ηγεμόνα.

Εκούσια υποτίθεται η επιλογή αυτή, όσο εκούσια μπορεί να είναι η απόφαση γυναικών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν απόλυτα δέσμιες θρησκευτικών επιταγών και κοινωνικών συμβάσεων και παραδόσεων.

Ουσιαστικά μονόδρομος, αφού η μη συμμόρφωση στην επιβαλλόμενη από τα ήθη αυτοπυρπόληση καταδίκαζε τις “δειλές” σε μια ισόβια κοινωνική κόλαση, συχνά χειρότερη κι απ’ αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο στην πυρά.

Κατώτερη κι από παρίας εθεωρείτο η χήρα που δεν ακολούθησε τον άντρα της στο ταξίδι του για την επόμενη μετενσάρκωση.

Έρμαιο της απόλυτης περιφρόνησης του κοινωνικού της περίγυρου, μετατρεπόταν σε σκλάβα πεθερικών και κουνιάδων, διαβιώνοντας ουσιαστικά ενταφιασμένη στο σπίτι μέχρι το θάνατό της.

Σε μια χώρα όπου πλούτος και πολυγαμία συνήθως συμβάδιζαν, ο θάνατος κάποιου ισχυρού άντρα συνεπάγονταν κατά κανόνα μια εκατόμβη θυμάτων στην τελετή της καύσης του. Δώδεκα  χήρες λαμπάδιασαν κάποτε μονομιάς, για χάρη ενός και μόνου μακαρίτη άρχοντα της Μπικανέρ: Από την εξηντάρα πρώτη σύζυγο, μέχρι το τελευταίο απόκτημα του ηλικιωμένου ηγεμόνα, μια δεκατετράχρονη κοπελίτσα, νύφη μόλις δύο εβδομάδων. Άγιοποιημένες οι γυναίκες αυτές στη συνείδηση χιλιάδων Ινδών, πολλοί είναι οι επισκέπτες που αγγίζουν ευλαβικά τ’ αποτυπώματα των σάτι πριν αφήσουν τις σχετικές προσφορές τους.

Η αγγλική διοίκηση έβαλε τέλος τον 19ο αιώνα σ’ αυτές τις ιδιότυπες ανθρωποθυσίες, κηρύσσοντας το σάτι παράνομο (ένα από τα ελάχιστα καλά μέτρα της αποικιοκρατίας) και προσφέροντας έτσι νομικό καταφύγιο σε όσες χήρες πιέζονταν από το οικογενειακό περιβάλλον τους ν’ ακολουθήσουν με το ζόρι το δρόμο της “τιμής” Οι πρακτικές αιώνων όμως δεν εξαφανίζονται τόσο απλά δια νόμου. Έτσι, ακόμα και μέχρι πριν από μερικά χρονιά, έχουν κατά καιρούς καταγραφεί σποραδικά κρούσματα σάτι σε απομακρυσμένες ινδικές επαρχίες. Έστω και μόνο ως αποτρόπαιες εξαιρέσεις…

http://zyrinis.gr