TAINIA: “H αποπλάνηση”

Παρουσίαση και σκέψεις με αφορμή την ταινία της Σοφία Κόππολα, του 2017

Γράφει η Άννα Κοντοθανάση

Ι. Παρουσίαση με βάση τη σκηνοθετική αφήγηση

Πρόκειται για μία ταινία πολυεπίπεδη και αντιφατική, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη στα βήματα του γαλλικού νουάρ, με υπαινικτική σιωπή, εναλλαγές φωτός και σκοταδιού (φυσικού και ψυχικού) και αρκετές δόσεις μαύρου χιούμορ.
Αλλά κυρίως είναι ένα φιλμ που προσπαθεί να ξανακοιτάξει τα ζητήματα της καταπίεσης των γυναικών και της πατριαρχίας, μέσα από την οπτική της ατομικής και συλλογικής γυναικείας επιλογής και αυτοοργάνωσης.

Αφηγείται την ιστορία μιας μικρής ομάδας γυναικών σε ένα απομονωμένο οικοτροφείο θηλέων, ένα χρόνο πριν το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στον Αμερικανικό Νότο (Βιρτζίνια). Μία διευθύντρια, μία δασκάλα και πέντε μαθήτριες είναι τα μόνα πλέον πλάσματα που διαμένουν στο εγκαταλελειμμένο οικοτροφείο. Κορίτσια της πάλαι ποτέ αριστοκρατίας του νότου, ηλικίας από 11 έως 18 ετών, έχουν απομείνει εκεί ή έχουν σταλεί από τις οικογένειές τους, ώστε να βρίσκονται μακριά από τις απειλούμενες από τους Βορείους πόλεις τους (ήδη όμως οι Βόρειοι μάχονται για την κατάκτηση της Βιρτζίνια).

Από κεκτημένη, θα έλεγε κανείς, ταχύτητα, υπό το άγρυπνο βλέμμα της διευθύντριας και της δασκάλας τους διδάσκονται γαλλικά, πιάνο, ράψιμο, κέντημα, καλή και πειθαρχημένη συμπεριφορά, προσευχή, ενώ ξέρουν και ξέρουμε πως ο παλιός νότος δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά: οι πλούσιοι κτηματίες των παλιών εποχών, για την κατάκτηση, εξυπηρέτηση και ψυχαγωγία των οποίων προοριζόταν, μέχρι τότε, η εκπαίδευση στο οικοτροφείο, είναι νεκροί ή ανάπηροι, ταπεινωμένοι και η περιουσία τους κατεστραμμένη.

Οι γυναίκες δεν ρωτούν ποτέ να μάθουν νέα για το μέτωπο και τους δικούς τους ανθρώπους, δεν συζητούν καν για τις εξελίξεις. Πιθανολογούμε πως είναι ήδη ενήμερες για τις απώλειες και τη διαφαινόμενη ολοκληρωτική ήττα, καθώς και ότι το έχουν αποδεχθεί. Η μόνη τους καταφυγή είναι η παραμονή στη γυναικεία ομάδα και τις ασχολίες, στις οποίες έχουν συνηθίσει να επιδίδονται. Έχουν επιλέξει να ζήσουν παρά τον πόλεμο μια κάποια κανονικότητα, πράγμα που τις κάνει φαινομενικά ήρεμες, υγιείς, χωρίς βίαιες προστριβές μεταξύ τους. Το οικοτροφείο μοιάζει ένας χώρος που η ματαίωση του ερχομού του πρίγκιπα έχει αφήσει τις πριγκίπισσες να υφαίνουν άσκοπα το ατέλειωτο, θαρρείς, προικιό, χωρίς όμως να είναι ένα στοιχειωμένο μέρος. Τα κορίτσια και οι παιδαγωγοί δεν εμφανίζονται ως ματαιωμένα φαντάσματα του παρελθόντος. Περισσότερο φαίνεται να χρησιμοποιούν τη ρουτίνα σαν διέξοδο κανονικότητας, το εγκαταλελειμμένο οικοτροφείο σαν μία κάψουλα αυτοσυντήρησης, απέναντι σε ένα κόσμο φρίκης, που οι κανονιές του ηχούν διαρκώς έξω από αυτήν.

Αυτός που έρχεται αναπάντεχα να ταράξει τις ισορροπίες και την ασφάλεια της ομάδας δεν είναι ένας πρίγκιπας, αλλά ένας πληγωμένος λιποτάκτης του στρατού των Βορείων. Ένας φτωχός άντρας που ήρθε από την Ιρλανδία για να κερδίσει τα προς το ζην ως μισθοφόρος των Βορείων, πληγώθηκε και κρύφτηκε σε ένα δάσος της Βιρτζίνια για να επιζήσει, ώσπου τον βρίσκει, ψάχνοντας για μανιτάρια, μια εντεκάχρονη μαθήτρια και τον φέρνει στο οικοτροφείο.

Σταδιακά, από την ευσπλαχνία προς τον αδύναμο οι ενήλικες γυναίκες (τα μικρά κορίτσια, μιμητικά, τις ακολουθούν σαν τμήμα της εκπαίδευσης) κινούνται λεπτά και υπαινικτικά, με πρόθεση να σαγηνεύσουν τον άντρα. Αποτελεί μέσα στον στερημένο από έρωτα κόσμο τους ένα μικρό θεό, μία tabula rasa που πάνω της υφαίνουν όλα τους τα όνειρα.

Εκείνος δεν ευχαριστεί εκ καρδίας καμία τους για το άσυλο, δεν οριοθετεί καμία τους, δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα ενταχθεί στην ομάδα, αλλά συνειδητά λέει στην καθεμία αυτό που εκείνη θέλει να ακούσει: ότι είναι γι’ αυτόν ξεχωριστή. Δίνει με τα λόγια και τις κολακείες του σε όλες το μήλο της προτίμησης για να αποφύγει την παράδοσή του στους νοτίους (κάτι που οι γυναίκες δεν φαίνεται να έχουν ως πρόθεση), νιώθοντας ταυτόχρονα αιχμάλωτός τους, αλλά και ελπίζοντας πως είναι κυρίαρχος της κατάστασης, καθώς αυτός μπορεί και τις διαβάζει, ενώ αυτές, έμπλεες ονείρων και φαντασιώσεων, όπως νομίζει, όχι. Θέλει να παραμείνει και αυτός στην ομάδα για να αποφύγει τον πόλεμο. Να φωλιάσει εκεί, μέχρι να έρθει η τελική ειρήνη, φροντίζοντας μέχρι τότε να αποσπά, όποια τυχόν οφέλη του προσφέρει η εξαπάτηση σε βάρος των γυναικών. Είναι ένας φτωχός και φοβισμένος άντρας που η θητεία του στο στρατό, αλλά και η ανδροκρατική του ανατροφή, τον κάνουν να βλέπει τις γυναίκες, και μάλιστα του εχθρού, ως εχθρές, εύκολα εξαπατήσιμες.

Όταν όμως τα ερωτικά του ένστικτα ξυπνούν και βρίσκεται στο δωμάτιο άλλης γυναίκας, από αυτή στην οποία είχε δώσει υποσχέσεις κοινής διαφυγής, αρχίζει η σύγκρουση. Όταν στη συνέχεια δείχνει βίαιη και μισογυνική συμπεριφορά, τότε πια μπαίνει σε κίνηση η τραγωδία, την οποία θα στεγάσουν οι ιωνικού ρυθμού κολώνες του οικοτροφείου. Το τέλος εμφανίζεται και αυτό σκηνοθετικά ως συλλογική επιλογή, στην οποία καμία αντίρρηση δεν εκφράζεται. Μετά όμως από την υλοποίηση της τελικής αυτής επιλογής οι γυναίκες είναι αναστατωμένες, στοιχειωμένες από την πράξη τους.

Η σκηνοθέτιδα

ΙΙ. Σκέψεις πάνω στην αφήγηση αυτή

Παρακολουθώντας την ταινία, σχημάτισα την εντύπωση πως και οι ίδιες οι ηρωίδες της έμειναν στοιχειωμένες από την πράξη τους, χωρίς να νιώθουν κάθαρση μετά από αυτή.

Ποια μπορεί να ήταν τα κίνητρα πίσω από αυτή την επιλογή τους; Ακραία τιμωρία του δράστη για την εκ μέρους του παραβίαση των μητριαρχικών άγραφων νόμων της μη βίας και της μη εξαπάτησης, εκδίκηση των άλλων γυναικών προς τον άντρα για την τελική επιλογή σε ποια έδειξε προτίμηση; Πιθανόν και τα δύο, το ένα συνειδητό, το άλλο υποσυνείδητο, όπως οι περισσότερες ανθρώπινες πράξεις.

Υπήρχε δυνατότητα αποφυγής του ακραίου αυτού μέσου; Αν το ζητούμενο στις σχέσεις των φύλων και συνολικά των ανθρώπων είναι η ισοτιμία και η κοινή χάραξη ενός άλλου, πιο ειρηνικού, κοινοτιστικού κοινωνικού μοντέλου, τότε ο διάλογος, ακόμη και η σύγκρουση – όχι όμως ο εξαφανισμός- είναι επιβεβλημένος.

Σίγουρα διάλογος δεν γίνεται με ένα οπλισμένο και μανιασμένο άντρα, όμως εκείνος στη συνέχεια (πιθανά υπό την επήρεια του ότι ένιωσε σεξουαλικά αποδεκτός) έδειξε στάση μεταμέλειας και αυτή δεν έγινε πιστευτή, ίσως δικαίως, ίσως αδίκως. Ήταν η μόνη επιλογή που είχαν οι γυναίκες αυτές;

Αν είναι έτσι, ότι πολύ εύκολα και χωρίς αναλογία επίθεσης και απάντησης επέλεξαν για ένα παραβάτη την εξουδετέρωσή του, δεν εξομοιώνεται η συμπεριφορά τους με τη βία του πολέμου των αντρών που μαίνεται έξω από τα τείχη του μητριαρχικού ναού;

Μήπως αυτή είναι η πρόθεση της Κόππολα; Μήπως το σχόλιό της για την ανθρώπινη βία αφορά τον εύκολο τρόπο που τα πάθη, η κτητικότητα, η περίκλειστη αντίληψη του «εμείς», η έλλειψη διαλόγου ή ακόμα και υγιούς διεκδίκησης και οριοθέτησης, κάνουν τους ανθρώπους έτοιμους για αφανισμό του άλλου, ως εχθρού;

Σε ένα κλίμα πολέμου στη Μέση Ανατολή και ανόδου του ρατσισμού και του μισογυνισμού στις ΗΠΑ, με την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία, αλλά και παράλληλα την ευαισθητοποίηση μεγάλου μέρους των πολιτών μέσα από τις Πορείες των Γυναικών στις 21.1.2017 σε πολλά μέρη του κόσμου – συνθήκες που έφεραν ξανά στο προσκήνιο τα αιτήματα του μετανεωτερικού ή νέου φεμινισμού- η ταινία φαίνεται να εστιάζει στη συλλογική αυτοοργάνωση των γυναικών, στην ατομική και συλλογική επιλογή τους, στην αποφυγή θυματοποίησης , στην αντίσταση, υπαινισσόμενη παράλληλα τα όρια της αντίστασης αυτής: Η απάντηση στη βία μπορεί να είναι έντονη, όχι όμως καταστροφική.

Καθώς, όπως λέει και ένας στίχος «Ό,τι σκοτώνεις, γίνεται δικό σου για πάντα».