Έγκλημα εναντίον ανήλικης χωρίς τιμωρία

Γράφει η Σίσσυ Βωβού

Η μακρόχρονη ασέλγεια και βιασμοί εναντίον ανήλικης σε μοναστηριακό ίδρυμα-ξενώνα, από εθελοντή, τιμωρήθηκε ελάχιστα και οριακά από το δικαστήριο που ολοκληρώθηκε την 1η Μαρτίου μετά από 3 δικασίμους.

Ήταν δραματικά αυτά που ακούστηκαν στο δικαστήριο, τόσο για την περίπτωση της ανήλικης που δεν είχε πού να καταγγείλει την ομηρία της, όσο και για τις συνθήκες πλήρους αστυνόμευσης των παιδιών που βρέθηκαν χωρίς την οικογένειά τους. Συνήθως αυτή η οικογένεια ήταν ακατάλληλη και κατέληξαν σε κάποιο ίδρυμα με εισαγγελική παραγγελία κατόπιν πλήθους τραυματικών εμπειριών όπως γνωρίζουμε, αλλά και όπως διαπιστώσαμε και από κάποιες και κάποιους μάρτυρες και σ’ αυτή τη δίκη.

Επρόκειτο για μια ανήλικη 14 χρόνων, η οποία κατάγγειλε τις ασελγείς πράξεις και το βιασμό της για την περίοδο 2009 – 2011, από έναν “εθελοντή” (σήμερα 72 χρόνων) που ερχόταν στο ίδρυμα. “Με χούφτωνε όπου και όποτε με έβρισκε”, είπε στην μαρτυρία της. Ο “εθελοντής” προχώρησε και σε “ολοκληρωμένες σεξουαλικές επαφές” με την ανήλικη, μετά τον Ιούνιο του 2010, όπως η ίδια είπε στο δικαστήριο. Κορυφαία αποκάλυψη του δράματος που υπήρχε στην ψυχή της ανήλικης, ήταν η απάντησή της στους δικαστές, όταν ρωτήθηκε αν της άρεσε αυτό που της έκανε ο κατηγορούμενος (αναφερόμενη στα αρχικά στάδια). Ναι, μου άρεσε, απάντησε. Γιατί; ρωτήθηκε. Γιατί βρέθηκε ένας άνθρωπος να ενδιαφερθεί για εμένα, ήταν η απάντηση.

Προφανώς αυτό το “μου άρεσε” δεν ίσχυε και για τα μετέπειτα στάδια της “σχέσης” αυτής, όπως φαίνεται και από την καταγγελία που έκανε τελικά.

Όταν ήταν στο τέλος της Α’ Λυκείου, του ζήτησε να σταματήσουν. Εκείνος δεν το δέχτηκε, και πήγαινε με το αυτοκίνητό του έξω από το σχολείο της και γενικά η κοπέλα φοβόταν ότι θα αποκαλυπτόταν το “ένοχο” μυστικό της και βρισκόταν σε βαριά ψυχική κατάσταση.

Μετά από λίγους μήνες μίλησε για το δράμα της στην καθηγήτριά της κ. Γαλεράκη, στις 11-12-11 (ήταν 15 ετών). Καλύτερα να πούμε ότι η καθηγήτρια της “εκμαίευσε”, όπως είπε και στη μαρτυρία της, αυτό που βασάνιζε το κορίτσι, γιατί την έβλεπε θλιμμένη, απρόσεκτη και δυστυχή. Η καθηγήτρια το είπε αμέσως στην διευθύντρια η οποία επίσης αμέσως ειδοποίησε τον Συνήγορο του Παιδιού, κ. Μόσχο, και στη συνέχεια την ηγουμένη του Ιδρύματος. Όταν η κοπέλα ρωτήθηκε γιατί δεν το έλεγε στις υπεύθυνες του Ιδρύματος, απάντησε “δεν θα με πίστευαν”. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα σε όλη τη διαδικασία. Όσο για την ηγουμένη, όταν ενημερώθηκε είπε στην κοπέλα “έφταιγες κι εσύ”. Φυσικά, του απαγόρευσε την ίδια ημέρα να ξαναπάει στο Ίδρυμα, κάτι που δείχνει ότι η ηγουμένη πίστεψε την ιστορία, ανεξάρτητα αν έριχνε ψόγο στην κοπέλα, και ίσως γι’ αυτό δεν ήρθε και στο δικαστήριο να καταθέσει.

Πλήθος μαρτύρων στη δίκη, πρώτες η καθηγήτρια και η διεθύντρια, στη συνέχεια ο κ. Γιώργος Μόσχος και η επιστημονική η συνεργάτις του Σαμάνθα Στρατηγάκη, που ανέφεραν το τι τους είχε εκμυστηρευθεί η κοπέλα, ότι το ερεύνησαν και γι’ ατό την πίστεψαν και προχώρησε η υπόθεση στην καταγγελία σε εισαγγελέα. Μάλιστα, μετά την καταγγελία η κοπέλα έκανε 32 συνεδρίες με ψυχολόγους στο Σισμανόγλειο.

Στη συνέχεια κορυφαία η κατάθεση μιας μοναχής η οποία ήταν υπεύθυνη για τα παιδιά και για την ασφάλειά τους. Πριέγραψε πόσο ασφυκτικός είναι ο έλεγχος των παιδιών στο Ίδρυμα και πόσο τα παρακολουθεί επί 24ώρου βάσεως. Εκτός αυτού, τα παιδιά έρχονται μόνα τους και μου μαρτυράνε ότι συμβαίνει, είπε. Ο τόσο ασφυκτικός έλεγχος αποκλείει την πιθανότητα να έμπαινε ο κατηγορούμενος άλλες ώρες στο Ίδρυμα ή να ξέφευγε από τα καθήκοντά του και να ξεμονάχιαζε την εγκαλούσα. Συνεπώς, όλα αυτά τα έχει φανταστεί η εγκαλούσα για να προκαλέσει το ενδιαφέρον στο πρόσωπό της. Εξάλλου, είναι ψεύτρα, κλέφτρα, και γενικά ένα ατίθασο παιδί. Στις επίμονες ερωτήσεις της έδρας και του εισαγγελέα που προσπαθούσαν να διαπιστώσουν πόσο αδιάτρητος ήταν αυτός ο έλεγχος, υπερθεμάτιζε με υπερηφάνια για την απόλυτη αστυνόμευσή της. Στις ερωτήσεις τους, ο εισαγγελέας και ένας άνδρας δικαστής, παρομοίασαν τον έλεγχο αυτόν με το στρατό, και έλεγαν ότι ούτε εκεί υπάρχει πιθανότητα τόσο απόλυτου ελέγχου, πόσο μάλλον σε ένα ίδρυμα.

Οι άλλοι μάρτυρες που ακολούθησαν, μέσα από το ίδρυμα, επαναλάμβαναν καρμπόν ότι δεν έχει γίνει τίποτα και όλα αυτά είναι φαντασιοπληξίες της εγκαλούσας. Ακόμα και φίλος της κοπέλας επαναλάμβανε τα ίδια, προδίδοντας τη φιλία τους. Όσο για τη σύζυγο του κατηγορούμενου, που ήταν κι αυτή εθελόντρια στο Ίδρυμα, αναφέρθηκε επί μακρόν σε προβλήματα υγείας του συζύγου της και σχετικά ελαττώματά του, λόγω των οποίων ήταν αδύνατον ο άντρας της να έχει κάνει τέτοια πράγματα, εκτός του ότι είναι καλός άνθρωπος και δεν θα τα έκανε έτσι κι αλλιώς.

Να σημειώσουμε ότι όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης είχαν σχέση με το Ίδρυμα, είτε γιατί είχαν διαμείνει πολλά χρόνια σ’ αυτό, όπως η σύζυγος του κατηγορούμενου, η μοναχή και ο συμμαθητής, είτε γιατί πήγαιναν για εθελοντική προσφορά, όπως μια καθηγήτρια που διάβαζε τα παιδιά τα απογεύματα.

Το δέσιμο με ένα τέτοιο ίδρυμα αποκαλύφθηκε ισχυρότατο, σε βαθμό που το μόνο μέλημά τους ήταν να μην θιγεί η αξιοπιστία του και να μην “λερωθεί” το όνομά του χωρίς να δίνουν καμιά ευκαιρία στην έρευνα της καταγγελίας και συνεπώς στην αλήθεια.

Αυτή η πλήρης άρνηση όλων των μαρτύρων μέσα από το ίδρυμα να αναγνωρίσουν έστω και μικρή πιθανότητα να έχουν συμβεί παράνομες πράξεις, ασφαλώς ήταν αρνητικό στοιχείο για να μπορέσουν οι δικαστές να πιστέψουν την εγκαλούσα.

Η στρατηγική του Ιδρύματος ήταν να καλύψει πλήρως τον κατηγορούμενο μόνο και μόνο για να μην σπιλωθεί το ίδιο. Αυτή ήταν και η αιτία που έδωσαν απόρρητα έγγραφα της εγκαλούσας στους δικηγόρους της υπεράσπισης, όπως ένα λεύκωμα-σημειωματάριο όπου έγραφε τις σκέψεις της και ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, κάτι που αποτελεί καθαρή παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με την ανάγνωση των οποίων προσπαθούσαν να εξευτελίσουν τη νέα γυναίκα. Δυστυχώς, η χρήση αυτών των εγγράφων δεν απορρίφθηκε από το δικαστήριο.

Ο κατηγορούμενος στην απολογία του απέρριψε κάθε κατηγορία, είπε επίσης ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα νοσηρής φαντασίας. Έμεινε πριν κάποια χρόνια ένα μήνα στη φυλακή γι’ αυτή την υπόθεση.

Το δικαστήριο έψαξε επιμελώς την υπόθεση, γι’ αυτό και χρειάστηκαν τρεις δικάσιμοι. Και ενώ μέσα από τις ερωτήσεις της προέδρου και του εισαγγελέα κυρίως, αλλά και των δύο άλλων δικαστών, έβγαινε στην επιφάνεια το σκοτεινό πρόσωπο του αυταρχισμού που κυριαρχεί στο ίδρυμα, η ομιλία του εισαγγελέα στο τέλος καθώς και η ίδια η απόφαση, αποτέλεσαν πραγματικό σοκ.

Από τα λόγια του εισαγγελέα, με βάση σημειώσεις: “Το ίδρυμα ήταν μια χαρά, είπε ο εισαγγελέας, η εγκαλούσα ήταν προβληματικό παιδί. Όμως, οι όποιες προβληματικές συμπεριφορές της δεν μας δείχνουν ότι ήταν αδίστακτη, απόδειξη ότι σήμερα είναι υπόδειγμα. Ήταν ένα παιδί πληγωμένο.

Η εγκαλούσα έχει ανάγκη να ελκύσει την προσοχή και βρέθηκε μπροστά της ο κατηγορούμενος. Δεν του ζήτησε χρήματα ή άλλο όφελος. Της έλειπε ο πατέρας. Κι εκεί πρόσθεσε, ότι γι’ αυτό η όλη “σχέση” έκανε καλό στην εγκαλούσα.

Ο κατηγορούμενος δεν μου φάνηκε κακόψυχος. Και ο κατηγορούμενος δεν είχε καλή σχέση με τη σύντροφό του. Ήταν μοιραίο να συναντηθούν αυτοί οι δύο άνθρωποι. Εξάλλου η εγκαλούσα το είπε από την αρχή, το ήθελα κι εγώ. Από κάποιο σημείο και μετά η εγκαλούσα δεν ήθελε, ίσως είχε γνωρίσει τον σημερινό σύζυγό της.

Το γεγονός ότι τον σταμάτησαν να μπαίνει στο ίδρυμα μετά την καταγγελία, σημαίνει ότι η διεύθυνση του Ιδρύματος δεν θεωρούσε αδύνατο να γίνουν αυτές οι ασελγείς πράξεις.

Είπε μάλιστα η εγκαλούσα ότι αν δεν της έδινε τσιγάρα και κάρτες, δεν θα πήγαινε μαζί του (αυτό έρχεται σε αντίφαση με προηγούμενη αποστροφή της ομιλίας του). Ίσως η κοπέλα και να προκάλεσε όλο αυτό.

Αλλά οι μάρτυρες από το ίδρυμα, το προστάτευσαν.

Και συνέχισε, για να ξεφύγει από κάποιες σκληρές συνέπειες, ότι η κοπέλα τα ήθελε ούτως ή άλλως, είτε της έδινε τσιγάρα είτε όχι”.

Δήλωσε επίσης, ότι δεν ενδιαφέρει το νομοθέτη αν υπήρχε ή όχι συναίνεση, λόγω της ηλικίας και της πρόνοιας του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα.

Επίσης, απέρριψε την κατηγορία της εμπίστευσης, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπό την άδεια του Ιδρύματος, άρα έφταιγε κι αυτός έφταιγε και το ίδρυμα. Και δήλωσε ότι οι όποιες μετακινήσεις του κατηγορούμενου με την κοπέλα έγιναν λάθρα, και όχι με εμπίστευση. (Παρ’ ότι έγινε φανερό κατά τη δίκη ότι κάποιες από τις πράξεις ασέλγειας ή βιασμού έγιναν στο δασάκι, μέσα στο Ίδρυμα, ή στο αυτοκίνητό του, επίσης μέσα στο Ίδρυμα).

Δεν δέχθηκε την κατηγορία του βιασμού, γιατί δεν γνωρίζουμε αν έγινε ολοκληρωμένη επαφή, αφού δεν έχουμε αποδείξεις.

Δέχθηκε μόνο την κατηγορία της αποπλάνησης, αφού προηγουμένως είπε ότι δεν δέχεται ότι υπήρξαν και ανταλλάγματα που την προκάλεσαν. Άρα, πλημμεληματική πράξη για ασελγείς πράξεις με πρόσωπο κάτω των 15, και πρότεινε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.

Η έδρα συνεδρίασε επί μακρόν και έβγαλε περίπου το ίδιο συμπέρασμα, αφού για την εμπίστευση απέρριψε την καταδίκη με ψήφους 6-1, η μια ψήφος είναι της προέδρου, προς τιμήν της, ενώ για τη δεύτερη πράξη, ένοχος παρά τρίχα, με 4-3, με το άρθρο 339 Π.Κ. (για την ηλικία κάτω των 15), το οποίο οι γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις έχουμε τόσο πολύ συζητήσει τα τελευταία δύο χρόνια. Και φυσικά με αναστολή και ελαφρυντικά.

Παρά λίγο ούτε γάτα ούτε ζημιά, ο κάθε ηλικιωμένος (ή μη) που πηγαίνει σε τέτοια ιδρύματα για τέτοιους σκοπούς να ξέρει ότι never mind, το κάθε ίδρυμα θα θέλει να προστατεύσει το όνομά του, άρα οι όποιες κακουργηματικές πράξεις θα έχουν ασυλία.

Ναι, το δικαστήριο έκανε μια καλή δίκη, αλλά στο τέλος σχεδόν αθώωσε, έδωσε ένα μικρό φιλικό χαστουκάκι σε έναν άνθρωπο που έκανε κακουργηματικές πράξεις ενάντια σε μια ανήλικη παγιδευμένη σε αυτό το ίδρυμα, και έδωσε ένα μάθημα σε όποιο νεαρό κορίτσι βρίσκεται σε τέτοια θέση ότι ο κόπος και η ψυχική βάσανος μιας καταγγελίας και ενός δικαστηρίου έχει λίγη ανταμοιβή. Η κοπέλα είναι δυνατή, έχει μάθει να μην περιμένει πολλά από τη ζωή με τις δυσκολίες που έχει βιώσει, και πιστεύει ότι έστω και έτσι καλώς. Δεν είναι η πρώτη φορά που μια εξουσία (η δικαστική) καλύπτει τις αυθαιρεσίες μιας άλλης εξουσίας (του Ιδρύματος στην προκειμένη περίπτωση, της αστυνομίας σε άλλες, του εργοδότη σε τρίτες).

Να μην ξεχάσουμε να ενημερώσουμε το κοινό του Μωβ ότι εκκρεμεί δίκη εναντίον της εγκαλούσας και εναντίον των δύο καθηγητριών που έκαναν το καθήκον τους, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, για συκοφαντική δυσφήμιση. Ίσως να ήταν αυτός και ένας από τους λόγους που το δικαστήριο δεν αθώωσε τελείως. Γιατί μετά θα βρίσκονταν καταδικασμένες τόσο η παθούσα, όσο και οι δύο καθηγήτριες.

Την πολιτική αγωγή άσκησαν με μεγάλη επιμέλεια, γνώση και ευαισθησία απέναντι στην ανήλικη οι δικηγόροι Νικολάια Τριανταφύλου και Βασίλης Παπαστεργίου, που είχαν ορισθεί από την οργάνωση ΑΡΣΙΣ.

Την υπεράσπιση άσκησαν οι δικηγόροι Πολυμεροπούλου Ασπασία και Μήτσαινας Ανδρέας, που προσπάθησαν σε κάθε σημείο να εξευτελίσουν και να τρομοκρατήσουν την παθούσα, να τρομοκρατήσουν τον και τις μάρτυρες, και έχουν φυσικά υποβάλει και τη μήνυση που αναφέρουμε πιο πάνω. Όσο για τον συνήγορο του Παιδιού, τον κ. Μόσχο, είπαν ότι το κίνητρό του για να στηρίξει αυτή την υπόθεση ήταν για να βρει ύλη και να δικαιολογήσει την δουλειά του (περίπου έτσι, με δικά μου λόγια).

Τέλος αναφέρθηκε στο δικαστήριο από την πολιτική αγωγή ότι δεν υπάρχουν επίσημα πρωτόκολα για τη συμμετοχή των εθελοντών σε τέτοια ιδρύματα.

Το Ίδρυμα αυτό, όπως και τόσα άλλα που φιλοξενούν παιδιά βασανισμένα, θα έπρεπε να βρίσκεται υπό την αιγίδα της πολιτείας, και τέτοιου είδους αυταρχικές συμπεριφορές δεν θα έπρεπε να είναι ανεκτές. Γνωρίζουμε όμως και άλλα Ιδρύματα στη χώρα, όπου κυριαρχεί ένα απίστευτο δέσιμο των τροφίμων που δεν τους και τις αφήνει να απολαμβάνουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το Μωβ είχε παρουσία σε όλη τη διάρκεια της δίκης, για την αλληλεγγύη προς την θαρραλέα και βασανισμένη νέα γυναίκα, όπως συνηθίζουμε σε πολλές δίκες βίας κατά των γυναικών ή αυτοάμυνας. Επίσης παρουσία αλληλεγγύης είχαν μέλη από τη φεμινιστική συλλογικότητα Καμιά Ανοχή.