Γυναίκα, Μαύρη και Κομμουνίστρια – Γίνεται;

Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Γυναίκα μαύρη και κομμουνίστρια», για την Άντζελα Ντέιβις, από το βιβλίο «Ελεύθερες Γυναίκες».

 

Αλιεύει η Ιρέν Κόντου

Μια κόμμωση afro, ένα αποφασισμένο πρόσωπο, ένα ήρεμο βλέμμα με όλα τα σημάδια του πάθους που σκιρτά με το παραμικρό, ένα πάθος μαύρης. Σήμερα, 60 ετών, η Άντζελα είναι ακόμη όμορφη. Μερικές λευκές τούφες στα πλούσια μαλλιά της, της δίνουν ένα πιο ώριμο ύφος. Μη σας ξεγελά αυτό· μόλις βρεθεί με ένα μικρόφωνο στο χέρι ή ένα ακροατήριο μπροστά της, η βαριά φωνή της αποκτά κάτι το πολύ δυναμικό, χθες για τον Τζορτζ Τζάκσον, σήμερα για τον Μουμία Αμπού Τζαμάλ κατά της θανατικής ποινής ή της «σωφρονιστικής βιομηχανίας». Η συνήθεια των αμφιθεάτρων και των μεγάλων συγκεντρώσεων, την έκαναν μια δεινή ρήτορα· μια γυναίκα με μοναδική λάμψη. Που όταν χαμογελά, αποκαλύπτει με ευτυχία τα πλατιά της δόντια. Το μυστικό αυτής της δύναμης έχει δύο στηρίγματα: τη μόρφωση και την πράξη. Η πρώτη τής προσφέρει μια βαθιά γνώση των εννοιών και του λόγου. Η δεύτερη είναι κάτι που κληρονόμησε από το μέντορά της, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε. Όταν συναντά στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο αυτόν το Γερμανό φιλόσοφο –πρόσφυγα στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ξεφύγει από τον εθνικοσοσιαλισμό– τη μαγεύουν αμέσως οι θεωρίες του. Ο άνδρας είναι γοητευτικός, μια ζωντανή σκέψη που ξεφεύγει από το αφηρημένο. Ήταν μαθητής του Χάιντεγκερ και αντλεί από τον Χέγκελ τη θεωρία μιας «ανατρεπτικής» αποστολής της φιλοσοφίας, η οποία ξυπνά στα άτομα την επιθυμία για έναν καλύτερο κόσμο, υποχρεώνοντάς τα να συνειδητοποιήσουν την απόσταση που χωρίζει την πραγματικότητα από το ιδανικό στο οποίο προσδοκούν. Πεισμένος ότι το άτομο πρέπει να εξεγερθεί κατά του συστήματος για να υπάρξει, ο Μαρκούζε πιστεύει στις υλιστικές αρετές της αγαπητής στον Μαρξ «πράξης», δηλαδή στην ανθρώπινη πρακτική η οποία αναζητεί λιγότερο ν’ αναλύσει τον κόσμο από το να τον αλλάξει. Αυτό δημιουργεί μια θεωρία ανάμεσα στην ιδεολογία και τη φιλοσοφία που τη δεκαετία του ’60 συγκλονίζει τους Αμερικανούς φοιτητές. Η Άντζελα ανήκει σε αυτούς, στοχεύει στην πράξη σαν φάρμακο για το αφηρημένο. Ανάμεσα στην άρνηση του πολέμου του Βιετνάμ, τη μεταβιομηχανική περίοδο και τη σεξουαλική απελευθέρωση, στα νεανικά της χρόνια ένα όνομα ακούγεται ως τον ουρανό: «Επανάσταση». Από τότε, η Άντζελα Ντέιβις δεν δυσκολεύεται να συνενώσει την αγάπη της για τη φιλοσοφία με τις πολιτικές της δεσμεύσεις. Ο Χέγκελ και ο Αριστοτέλης τη μέρα, προκηρύξεις και συλλογή υπογραφών τη νύχτα. Πάνω από αγωνίστρια, είναι μια φιλόσοφος και οι αντίπαλοί της θα σας πουν ότι αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο.

Όταν προσχωρεί στο κομουνιστικό κόμμα και συναντά τους Μαύρους Πάνθηρες το 1966, δεν ξέρει ακόμα ότι θα γίνει ένα σύμβολο του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα και πολλές αφίσες με αυτήν θα καλύψουν τους τοίχους των δωματίων εφήβων και οργανώσεων. Τότε είναι μια γυναίκα συγκλονισμένη, η οποία κλαίει επειδή μόλις είχαν δολοφονήσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Πάνω από 100.000 στους δρόμους της Ατλάντα θα παρευρεθούν στην κηδεία αυτού του ειρηνικού ανθρώπου. Η Άντζελα είναι 24 χρόνων και δεν έχει καθόλου ψευδαισθήσεις. Την πραγματικότητα των μαύρων αυτής της ρατσιστικής και λευκής Αμερικής την γνωρίζει, αυτή η οποία προέρχεται από μια πόλη σύμβολο, το Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, σαν να λέμε την πόλη των διακρίσεων. Η συνοικία στην οποία μεγάλωσε αποκαλείται Dynamite Hill εξαιτίας των πολλών σπιτιών Αφροαμερικανών που ανατινάχτηκαν με δυναμίτη από την Κου Κλουξ Κλαν. Όπως και άλλες οικογένειες μαύρων, η οικογένεια των Ντέιβις είχε περικυκλωθεί και υποταγεί στις ακρότητες αυτών των φανατικών σταυροφόρων. Η ποινή τους μπορούσε να πέσει σαν πέλεκυς πάνω τους οποιαδήποτε στιγμή. Η μόνη λύση ήταν να εγκαταλείψουν αυτήν την καταραμένη πόλη. Αυτό θα κάνει η μητέρα της Άντζελα παίρνοντάς την μαζί της σε μια φυγή προς στο άγνωστο: στη Νέα Υόρκη. Ριζική αλλαγή. Εκεί όλα έχουν φτιαχτεί για να «ανοίγουν» τα μυαλά στον κόσμο και να ακονίζεται η κρίση. Στο προοδευτικό σχολείο της, στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, ανακαλύπτει ότι οι μαύροι δεν είναι οι μοναδικοί παρίες της Αμερικής. Μερικοί από τους καθηγητές της ήταν στόχος τού κυνηγιού μαγισσών του μακαρθισμού. Στις οικογενειακές συζητήσεις ή στα φιλικά δείπνα, συχνά μιλούν για τον κομουνισμό, για τη δικαιοσύνη, για την επανάσταση που πρέπει να κάνουν, όμως η Άντζελα θέλει τον χρόνο της για να διαμορφώσει γνώμη. Έστω κι αν γνωρίζει σαφώς ποιοι είναι οι καταπιεστές και ποια τα θύματα, δεν θέλει να ριχτεί στον αγώνα αμέσως. Στα 20 της και αναπάντεχα, αποφασίζει να μάθει γαλλικά και να σπουδάσει φιλοσοφία.

Ανθρωπισμός, ουνιβερσαλισμός, – όλοι οι ισμοί του αιώνα του Διαφωτισμού στο Παρίσι, ύστερα στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης. Ο πνευματικός αναβρασμός του Παλιού Κόσμου και των λαμπρών φιλόσοφων την ξεκουράζει από το φάντασμα της ρατσιστικής διάκρισης. Περνά όσο καιρό θέλει χαζεύοντας στη Σεν Ζερμέν ντε Πρε, στις βιβλιοθήκες της, στις αίθουσες τέχνης και στα ατελιέ της. Το 1963 βρίσκεται ακόμα στην Ευρώπη, όταν την προφταίνει το μίσος της Κου Κλουξ Κλαν. Στο Μπέρμιγχαμ, τη γενέτειρα πόλη της, τέσσερις μαύροι νέοι που γνωρίζει σκοτώνονται όταν γίνεται έκρηξη σε μια εκκλησία των βαπτιστών. Μόλις έχει κερδίσει μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Φρανκφούρτη, όμως αισθάνεται ότι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο αγώνας που κάνουν τα «αδέλφια» της είναι ένα πιο σοβαρό στοίχημα. Επιστρέφει. Οι σπουδές και οι φιλόσοφοι της δίδαξαν ότι η γνώση ζώνεται τα άρματα της επανάστασης. Στην τυραννία του λευκού Αμερικανού θέλει να αντιπαραθέσει την ευφυΐα μιας Αφροαμερικανής μαύρης γυναίκας. Επιστρέφοντας στο Σαν Ντιέγκο θα πάει να δει τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο οποίος δέχεται να εργαστεί μαζί της. Η εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα σκληραίνει με την εμφάνιση μιας black power (μαύρης δύναμης). Η Άντζελα δοκιμάζει στα γεγονότα τη δράση. Αναλαμβάνει μαθήματα φιλοσοφίας στο γνωστό πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) και οργανώνει εκεί το κίνημα των μαύρων, συμμετέχοντας στις συγκεντρώσεις του κομουνιστικού κόμματος με το όνομα Τσε Νουμούμπα. Στη περιρρέουσα παράνοια, η οποία βασιλεύει τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι σπάνιο οι Αρχές να διεισδύουν στα πανεπιστήμια. Ένας φοιτητής της Άντζελα, μάλιστα, είναι μέλος του FBI (Federal Bureau of Investigation) και δεν αργεί να την καταγγείλει. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν, γερουσιαστής τότε της Καλιφόρνια, ζητά να ξεκινήσει μια έρευνα για την περίπτωσή της και, καθώς εκείνη δεν αρνείται ότι ανήκει στο κομουνιστικό κόμμα, διώκεται από το πανεπιστήμιο. Από τότε οι υπηρεσίες πληροφοριών θα έχουν στραμμένα τα μάτια τους πάνω της. Την ίδια εποχή, ο Έντγκαρ Χούβερ, Διευθυντής τότε του FBI, αποφασίζει να επιτείνει την καταστολή κατά των Μαύρων Πανθήρων.

Αν δεν είχε συναντηθεί με το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων, η ζωή της δεν θα ήταν ίδια. Δεν θα είχε, για παράδειγμα, εκείνη την περίεργη ερωτική ιστορία με τον Τζορτζ Τζάκσον και δεν θα αναγκαζόταν να γράφει μέσα από τη φυλακή. Ένας έρωτας που ακόμη και σήμερα βρίσκεται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας· κανένας, εκτός από την Άντζελα, δεν ξέρει πραγματικά τι υπήρχε ανάμεσα σε αυτήν και στον Τζορτζ. Όταν τον βλέπει για πρώτη φορά, βρίσκεται σε ένα δικαστήριο, αλυσοδεμένος. Στα 28 του, έχει ήδη κάνει 11 χρόνια φυλακή για συνενοχή σε μια κλοπή 70 δολαρίων σε κάποιο βενζινάδικο. Τα γράμματα που θα ανταλλάξουν αποτελούν μια πολιτική επιτομή ολόκληρης της σκέψης της black power της εποχής. Η Άντζελα εκτιμά ότι ο Τζορτζ είναι θύμα δικαστικής πλάνης –δεν είναι η μόνη που το σκέπτεται αυτό– ένα ακόμα θύμα αυτής της μηχανής που κάνει σκόνη τους μαύρους και τους φτωχούς. Και καταγγέλλει το αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα σαν «βιομηχανία της ποινής». Για εκείνη, αυτό ήταν –και είναι ακόμη– η μεγάλη ντροπή της Αμερικής. Ενώ ο Τζορτζ Τζάκσον επρόκειτο να αποφυλακιστεί σύντομα, η υπόθεση των Αδελφών Σόλνταντ τον εμπλέκει και αυτόν καθώς και την Άντζελα.

Πηγή: vice.com