O τρόπος που δίνουν κατάθεση τα κακοποιημένα παιδιά στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξει

Στο Μωβ έχουμε παρουσιάσει αρκετά άρθρα τελευταία για το θέμα της μεταχείρισης των ανηλίκων όταν καλούνται να καταθέσουν, και της επαναθυματοποίησής τους μέσα από τις πολλαπλές φάσεις των καταθέσεων σε διαφορετικά άτομα και υπηρεσίες. Το άρθρο που δημοσιεύουμε, είναι λίγο παλιό, του Οκτωβρίου 2020, αλλά πολύ χρήσιμο για να φωτιστεί το θέμα ακόμα μια φορά, μια και είναι ένα από τα επίμαχα του απαράδεκτου νομοσχεδίου Τσιάρα για την αναμόρφωση (μάλλον παραμόρφωση) του οικογενειακού δικαίου. Πολύ περισσότερο, που το νομοσχέδιο λέει ότι θα ακούγεται στα δικαστήρια η γνώμη του παιδιού, αλλά το απαξιώνει τελείως, αφού προσθέτει “εάν δεν είναι προϊόν καθοδήγησης”. 
Σ.Β.
Γράφει ο Κωστής Παπαϊωάννου
Αλιεύει η Εύη Κυπαρίσση

Πριν λίγα χρόνια είχε ξεσπάσει σάλος με υπόθεση παιδεραστίας στο Ρέθυμνο. Πλήθος ανήλικων αγοριών είχαν πέσει θύματα ενός προπονητή μπάσκετ, πολύ γνωστού στην τοπική κοινωνία. Όταν έσπασε το πέπλο σιωπής και άρχισαν οι καταγγελίες δεκάδες παιδιά κλήθηκαν πολλές φορές να καταθέσουν. Ως την οριστική διαλεύκανση και την επιβολή ισοβίων στον δράστη, αυτά τα παιδιά αναβίωναν, ξανά και ξανά, τις τραυματικές στιγμές στα χέρια του δράστη. Και μάλιστα αυτό συνέβαινε κάποτε σε μη ειδικευμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Συνέβαινε συχνά στο κτίριο της αστυνομίας στο κέντρο της πόλης, έτσι που όλοι σχεδόν μάθαιναν ποια παιδιά είχαν κακοποιηθεί!

Έρευνες δείχνουν πως κατά μέσο όρο 14 φορές(!) μπορεί ένα παιδί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης να επαναθυματοποιηθεί. Καλείται ξανά και ξανά, ανακαλεί, ξαναζεί και καταθέτει την τραυματική εμπειρία του μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη. Μπορεί να περιμένει ακόμα και 10 χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του. Συχνά μιλάει σε ανθρώπους χωρίς καμιά γνώση και ευαισθησία για τον ειδικό χειρισμό που απαιτεί αυτό το ανοιχτό βαθύ τραύμα. Συχνά συναντά δυσπιστία, κακοπιστία, ειρωνεία, αδιαφορία, μομφή, απόρριψη. Η στάση ενός επαγγελματία απέναντι στο παιδί μπορεί να στηρίξει και να προστατεύσει, μπορεί και να καθοδηγήσει, να παραπλανήσει, να υπονομεύσει, να πληγώσει.

Τι μπορεί να σημαίνουν αυτά; Τα πάντα: από τον κίνδυνο αυτοτραυματισμού, τον στιγματισμό, τη διαμόρφωση εσφαλμένης δικανικής κρίσης ως την συσκότιση της αλήθειας για το έγκλημα. Και στο επίκεντρο πάντα το πληγωμένο παιδί: προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση. Ένα τρομακτικό, καφκικό σκηνικό με πρωταγωνιστή τον ανυποψίαστο και ανυπεράσπιστο ανήλικο. Μια δυσχερής και επώδυνη διαδικασία. Ένας διαρκής επανατραυματισμός του θύματος. Γιατί αυτή η κακοποίηση δεν αποκαλύπτεται εύκολα, συνήθως ο δράστης είναι μέλος της οικογένειας ή κοντά της, είναι άνθρωπος που η ίδια η οικογένεια φέρνει σε επαφή με το παιδί, λέει η Όλγα Θεμελή, καθηγήτρια εγκληματολογικής ψυχολογίας και συγγραφέας του συγκλονιστικού βιβλίου «Τα παιδία καταθέτει».

Η Θεμελή είναι από τους πρωτεργάτες μιας άλλης πολιτικής με σκοπό την προστασία της τραυματισμένης ανηλικότητας. Πώς γίνεται αυτό; Με μια και μόνη κατάθεση, σε χώρο φιλικό στα παιδιά, σε ειδικούς, με τη χρήση κάμερας για να μπορεί η κατάθεση να αξιοποιηθεί δικονομικά χωρίς το θύμα να καταθέτει και να ξανακατεθέτει την τραυματισμένη του ψυχή σε ανίδεους ενήλικους. Ποιο είναι λοιπόν το πιο τρομερό; Ότι όλο αυτό είχε θεσμοθετηθεί: ειδική δομή, Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» σε πέντε πόλεις. Ότι συντάχτηκε το πρώτο πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων. Ότι επιλέχτηκε το επιστημονικό προσωπικό (10 επιστήμονες) που θα στελεχώσει τις δομές. Ότι εκπαιδεύτηκε με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος το σύνολο των ψυχολόγων στο καλύτερο διεθνές κέντρο εκπαίδευσης σε θέματα δικανικής εξέτασης στις ΗΠΑ. Ότι έπειτα από σχετική έρευνα μισθώθηκαν κατάλληλες δομές προς στέγαση.

Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Ή, καλύτερα, ήρθε το νέο επιτελικό κράτος. Όλα έτοιμα και στελεχωμένα και τον τελευταίο ενάμισι χρόνο η λειτουργία των δομών έχει παγώσει. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης τράβηξε χειρόφρενο στο έργο. Η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου ανέλαβε ένα σχεδόν έτοιμο έργο και το άφησε να βαλτώνει. Ενώ την ίδια ώρα τα κακοποιημένα παιδιά καταθέτουν και ξανακαταθέτουν. Το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη καταπέλτης, μιλά για σοβαρές καθυστερήσεις διοικητικών διαδικασιών, αδράνεια και παραλείψεις των αρμοδίων υπηρεσιών:  «Ζητείται η διερεύνηση των παραπάνω αναφερόμενων διοικητικών παραλήψεων και λαθών που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση, καθώς και ενδεχόμενων πειθαρχικών ευθυνών».

Την ίδια ώρα, αντίστοιχα Σπίτια του Παιδιού λειτουργούν στο εξωτερικό εδώ και χρόνια. Στην Ισλανδία από το 1998, στη Σουηδία από το 2005, στη Νορβηγία από το 2007, στη Δανία και Φινλανδία από το 2011. Σκανδιναβία, θα πει κάποιος. Όμως Κροατία, Λιθουανία, Τουρκία, Πορτογαλία, Κύπρος και Βουλγαρία δεν είναι Σκανδιναβικές χώρες αλλά έχουν ή αναπτύσσουν ανάλογες δομές. Εδώ, το νέο επιτελικό Υπουργείο επιμένει αναχρονιστικά: πολύωρες καταθέσεις σε διαφορετικές υπηρεσίες, σε ακατάλληλους χώρους, σε πρόσωπα χωρίς γνώσεις και ειδική εκπαίδευση, με σαθρό σύστημα προστασίας των προσωπικών δεδομένων των ανηλίκων. Αποτέλεσμα; δημοσιοποίηση προσωπικών τους στοιχείων και λεπτομερειών της κακοποίησης.

Κι όλα αυτά, επαναλαμβάνουμε, ενώ πλαίσιο, δομές και πρόσωπα υπάρχουν στη θέση τους από την προηγούμενη κυβέρνηση και το Υπουργείο δεν τα βάζει μπροστά να δουλέψουν. Φοβόμαστε ότι δεν είναι αστοχία ή αμέλεια. Είναι επιλογή ενδεικτική προτεραιοτήτων. Κι αυτό είναι το χειρότερο. 

 

Πηγή: antiphono.wordpress.com